Ο πληθυσμός των γαλλικών αγροτικών περιοχών είχε αυξηθεί με ταχείς ρυθμούς, αναγκάζοντας πολλούς αγρότες να αναζητήσουν τα προς το ζειν στις πόλεις. Πολλοί στην αστική τάξη φοβήθηκαν και αποστασιοποιήθηκαν από τους φτωχούς εργάτες. Πολλοί ανειδίκευτοι εργάτες εργάζονταν από 12 έως 15 ώρες την ημέρα όταν είχαν δουλειά, ζώντας σε άθλιες, νοσηρές φτωχογειτονιές. Οι παραδοσιακοί τεχνίτες αισθάνονταν την πίεση της εκβιομηχάνισης, έχοντας χάσει τις συντεχνίες τους.
Διαμαρτυρια στο Κένσιγκτον, 10 Aπριλίου 1848 |
Σημαντικές προλεταριακές ταραχές σημειώθηκαν στη Λυών το 1831 και 1834 και στην Πράγα το 1844. Ο Τζόναθαν Σπέρμπερ έχει υποστηρίξει ότι κατά την περίοδο μετά το 1825, οι φτωχότεροι εργάτες των πόλεων (ιδιαίτερα οι ημερομίσθιοι εργάτες, οι εργαζόμενοι στο εργοστάσιο και τεχνίτες) είδαν την αγοραστική τους δύναμη να μειώνεται σχετικά απότομα: η κατανάλωση κρέατος στο Βέλγιο, τη Γαλλία και τη Γερμανία έμεινε σταθερή ή μειώθηκε μετά το 1830, παρά την αύξηση του πληθυσμού.
Η οικονομική κρίση του 1847 αύξησε την ανεργία στις πόλεις: 10.000 Βιεννέζοι εργάτες απολύθηκαν και 128 επιχειρήσεις του Αμβούργου χρεοκόπησαν κατά τη διάρκεια του 1847. Με εξαίρεση την Ολλανδία υπήρξε έντονη συσχέτιση των χωρών που επλήγησαν περισσότερο από το βιομηχανικό σοκ του 1847 και εκείνων που βίωσαν επανάσταση το 1848.
Η κατάσταση στα Γερμανικά κράτη ήταν παρόμοια. Τμήματα της Πρωσίας άρχισαν να εκβιομηχανίζονται. Κατά τη δεκαετία του 1840 η μηχανοποιημένη παραγωγή στην κλωστοϋφαντουργία παρείχε φθηνά ρούχα, φθηνότερα από τα χειροποίητα προϊόντα των Γερμανών ραπτών. Οι μεταρρυθμίσεις βελτίωσαν τα πιο δημοφιλή χαρακτηριστικά της αγροτικής φεουδαρχίας, αλλά οι εργαζόμενοι στη βιομηχανία παρέμεναν δυσαρεστημένοι και πίεζαν για μεγαλύτερη αλλαγή.
Οι εργάτες των πόλεων δεν είχαν άλλη επιλογή από το να ξοδέψουν το μισό εισόδημά τους σε τρόφιμα, που ήταν κυρίως ψωμί και πατάτες. Λόγω των σιτοδειών οι τιμές των τροφίμων αυξήθηκαν και η ζήτηση για βιομηχανικά προϊόντα μειώθηκε, προκαλώντας αύξηση της ανεργίας.
Κατά τη διάρκεια της επανάστασης, για την αντιμετώπιση του προβλήματος της ανεργίας οργανώθηκαν εργαστήρια για άντρες που ενδιαφέρονταν για κατασκευαστικές εργασίες. Οι επίσημοι δημιούργησαν επίσης εργαστήρια για τις γυναίκες όταν αισθάνονταν αποκλεισμό. Οι τεχνίτες και οι άνεργοι εργάτες κατέστρεφαν τις βιομηχανικές μηχανές όταν απειλούσαν να δώσουν στους εργοδότες περισσότερη εξουσία πάνω στους ίδιους.
Οι αγροτικές περιοχές
Η αύξηση του αγροτικού πληθυσμού είχε οδηγήσει σε έλλειψη τροφίμων, πίεση πάνω στη γη και μετανάστευση, τόσο εντός όσο και εκτός Ευρώπης, ιδίως στην Αμερική.
Η αγανάκτηση των αγροτών τη δεκαετία του 1840 έγινε εντονότερη: όσοι καταδικάστηκαν για κλοπή ξυλείας στο Παλατινάτο του Ρήνου αυξήθηκαν από 100.000 το 1829-30 σε 185.000 το 1846-47.
Κατά τα έτη 1845 και 1846 ο περονόσπορος της πατάτας προκάλεσε κρίση επιβίωσης στη Βόρεια Ευρώπη και ενθάρρυνε την επιδρομή στα αποθέματα πατάτας των αρχόντων στη Σιλεσία το 1847. Οι συνέπειες του περονόσπορου εκδηλώθηκαν εντονότερα στο Μεγάλο Ιρλανδικό Λιμό, αλλά προκάλεσαν επίσης συνθήκες οινεί λιμού στα Χάιλαντ της Σκωτίας και σε ολόκληρη την ηπειρωτική Ευρώπη.
Οι σοδειές σίκαλης στη Ρηνανία ήταν μόλις 20% των προηγούμενων επιπέδων, ενώ η σοδειά της τσέχικης πατάτας μειώθηκε στο μισό. Αυτές οι μειωμένες σοδειές συνοδεύτηκαν από απότομη άνοδο των τιμών (το κόστος του σιταριού υπερδιπλασιάστηκε στη Γαλλία και στην Ιταλία των Αψβούργων, ενώ το διάστημα μεταξύ 1846 και 1847 έγιναν στη Γαλλία 400 ταραχές για τα τρόφιμα, ενώ οι γερμανικές κοινωνικοοικονομικές διαμαρτυρίες αυξήθηκαν από 28 το 1830 σε 39 και 103 το 1840 και 1847 αντίστοιχα .
Στο επίκεντρο των μακροχρόνιων παράπονων των αγροτών ήταν η απώλεια των κοινοτικών εκτάσεων, οι δασικοί περιορισμοί (όπως ο γαλλικός δασικός κώδικας του 1827) και οι υπόλοιποι φεουδαρχικοί θεσμοί, ιδίως οι υποχρεώσεις των δουλοπαρίκων και των καταπιεσμένων αγροτών των Αψβούργων.
Ο αριστοκρατικός πλούτος (και η αντίστοιχη εξουσία) ήταν ταυτόσημος με την ιδιοκτησία των αγροτικών εκτάσεων και με τον αποτελεσματικό έλεγχο των αγροτών.
Οι αγροτικές διαμαρτυρίες εξερράγησαν κατά το επαναστατικό έτος 1848, αλλά συχνά αποσυνδέθηκαν από τα αστικά επαναστατικά κινήματα: η λαϊκή ρητορική του επαναστατικού εθνικισμού του Σάντορ Πέτοφι στη Βουδαπέστη δεν μεταφράστηκε σε καμία επιτυχία των Ούγγρων αγροτών, ενώ ο Βιεννέζος δημοκράτης Χανς Κούντλιχ ανέφερε ότι οι προσπάθειές του να γαλβανίσει τους Αυστριακούς αγρότες είχε «εξαφανιστεί στη μεγάλη θάλασσα της αδιαφορίας και του φλέγματος»