Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Η παιδική εργασία στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα


«Πού πάνε όλα αυτά τα παιδιά, που ανάμεσά τους κανένα δε γελά; Αυτές οι γλυκές, σκεφτικές υπάρξεις που ο πυρετός αδυνατίζει; Αυτά τα κορίτσια των οχτώ χρόνων που περπατούν μόνα τους; Δουλεύουν δεκαπέντε ώρες κάτω από τις μυλόπετρες κάνοντας από την αυγή ως το βράδυ αδιάκοπα την ίδια κίνηση. Στην ίδια φυλακή την ίδια κίνηση. Σκυμμένα πάνω από μια σκοτεινή μηχανή, το αποτρόπαιο τέρας, που καταβροχθίζει τα πάντα μέσα στο σκοτάδι. Αθώοι σε κάτεργο, άγγελοι στην κόλαση.

Δουλεύουν. Όλα είναι μπρούντζος, όλα είναι σίδερο. Ποτέ δε σταματούν, ποτέ δεν παίξουν. Κι είναι τόσο ωχρά! Στάχτη πάνω στα μάγουλά τους. Πριν ξημερώσει, είναι ήδη εκεί. Δεν καταλαβαίνουν τη μοίρα τους, κρίμα! Δες τι μας κάνουν οι άνθρωποι. Ω, άθλια σκλαβιά φορτωμένη στο παιδί.

Ραχιτισμός! Δουλειά [...] που καταστρέφει αυτό που δημιούργησε ο Θεός, που σκοτώνει χωρίς λόγο την ομορφιά στο μέτωπο, τη φλόγα στην καρδιά και που θα έκανε στα σίγουρα από τον Απόλλωνα έναν καμπούρη, από το Βολταίρο ένα χαζό!

Άθλια εργασία που κλέβει τα πιο γλυκά χρόνια, που δημιουργεί από τη μια πλούσιους κι από την άλλη τη μιζέρια, που χρησιμοποιεί ένα παιδί σαν εργαλείο! Πρόοδος που αναρωτιόμαστε: – Πού πάει; – Τι θέλει;».

Βίκτωρ Ουγκό, «Μελαγχολία», Στοχασμοι.

Παιδιά καθαρίζουν τα υπολείμματα βαμβακιού κάτω από τις κλωστικές μηχανές.

Η Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε γύρω στα 1760 και διήρκησε περί τα εκατό χρόνια.

Κατά τα χρόνια αυτά η οικονομία σταματά να είναι αγροτική και γίνεται βιομηχανική, με σημαντικές εφευρέσεις όπως η «Κλώστρια Τζένη» (Spinning Jenny) και το 1779 το «Κλωστικό Μουλάρι» (Spinning Mule) που έδωσαν ώθηση στην εκβιομηχανισμένη παραγωγή και κατόρθωσαν να πολλαπλασιάσουν την παραγωγή και να βοηθήσουν την βαμβακοβιομηχανία να αναπτυχθεί (Burns, χχ).

Λίγο αργότερα σημαντικότατο ρόλο έπαιξε και η τιθάσευση και βιομηχανική χρήση τού ατμού για κίνηση εργοστασίων, σιδηροδρόμων και πλοίων. Το σιδηροδρομικό δίκτυο, αν και δε φημιζόταν για την ταχύτητά του κάλυπτε μεγάλο μέρος στην ξηρά και αποτελούσε το συμπλήρωμα της διεθνούς ναυτιλίας. Ο σιδηρόδρομος ήταν το μέσο μεταφοράς των εξαγόμενων αγαθών μέχρι να φορτωθούν στα πλοία και να φτάσουν στον προορισμό τους (Hobsbawm, 1996α, σσ. 87, 93).

Στην Ευρώπη επέρχεται ηρεμία μετά την ήττα του Ναπολέοντα Βοναπάρτη στο Βατερλό το 1815, και αξίζει ειδικά να τονιστεί ότι η Αγγλία (αλλά και η Βρετανία γενικότερα) έχει σχετικά μικρή έκταση και είναι νησί. Το γεγονός αυτό τη βοήθησε να αναπτυχθεί στο θαλάσσιο εμπόριο, χωρίς φόβο εισβολής λόγω και του ικανότατου στόλου της (Burns, χχ, σ.15-16).


Είναι η πρώτη φορά στην ιστορία που η μαζική παραγωγή σε εργοστασιακές μονάδες συχνά με πολυάριθμο προσωπικό παίρνει τα σκήπτρα. Εν γένει η οικονομική δραστηριότητα σημείωσε ραγδαία αύξηση με τους επιχειρηματίες να γνωρίζουν μια άνευ προηγουμένου επέκταση της περιουσίας τους, (Burns, χχ, σ.19, Hobsbawm, 1996α, σ.55) σε ένα φιλελεύθερο πλαίσιο.

Αυτό όμως δεν συνέβη χωρίς κοινωνικές επιπτώσεις, και με μηδενικό κόστος για σημαντικό μέρος τού πληθυσμού.

Οι εργάτες πρώτης γενιάς, που ήρθαν από την ύπαιθρο για να εργαστούν στις πόλεις έπρεπε να εγκαταλείψουν τις παλιές τους συνήθειες και να προσαρμοστούν στα νέα δεδομένα. Αυτό σημαίνει ότι ήταν υποχρεωμένοι να ακολουθούν ένα συγκεκριμένο πρόγραμμα εργασίας που μέχρι το 1850 άγγιζε τις 12 με 14 ώρες ημερησίως, να πειθαρχούν σε κανόνες εργασίας, να εργάζονται σε μέρη χωρίς εξαερισμό, κάτι ιδιαίτερα επιβλαβές για τους εργάτες των βαμβακοβιομηχανιών αφού εισέπνεαν βαμβακόσκονη, και να ζουν σε παραπήγματα ή σε οικήματα κακής ποιότητας.

Οι εργάτες χωρίζονταν σύμφωνα με την επαγγελματική τους εξειδίκευση, την αμοιβή και τον τόπο εργασίας. Ήταν σύνηθες να προσλαμβάνονται γυναίκες και παιδιά, με τα τελευταία να χρησιμοποιούνται για δουλειές που οι μεγαλόσωμοι συγκριτικά ενήλικες δε μπορούσαν να κάνουν. Πολλοί άντρες στράφηκαν στο ποτό. Αρκετές γυναίκες επιδόθηκαν στην πορνεία, για να συμπληρώνουν τα χρήματα που χρειάζονταν για τα προς το ζην

Η δουλειά στα ορυχεία ήταν συνηθισμένο φαινόμενο κυρίως από τα μέσα του 19ου αιώνα. Τα παιδιά ήταν προτιμητέα για θέσεις εργασίας τις οποίες οι ενήλικες λόγω διάπλασης δε μπορούσαν να καλύψουν.

Πολλά από τα παιδιά που δούλευαν εκεί μεταφέρθηκαν από ιδρύματα εξαθλιωμένων στα εργοστάσια και στα ορυχεία, για να μπορούν να βγάζουν ένα έστω και πενιχρό εισόδημα. Βέβαια οι πολλές ώρες εργασίας αλλά και οι άθλιες συνθήκες ζωής έκαναν αισθητά τα αποτελέσματα τους στα εργαζόμενα παιδιά. Η εξάντληση, η έλλειψη ύπνου, και ο πόνος οδήγησαν στην αλλοίωση των σωματικών χαρακτηριστικών τους, σε παραμόρφωση, ασθένειες αλλά και νοητική υστέρηση και έλλειψη ηθών. Δεν τρέφονταν ούτε υγιεινά ούτε με τις απαραίτητες ποσότητες. Βρίσκονταν σε μια αγχώδη κατάσταση, οι ώρες που πήγαιναν στο σχολείο δεν ήταν παραγωγικές (ιδιαίτερα για τα κορίτσια) και έπρεπε να σηκώνονται από τις 5 το πρωί.

Αξίζει να σημειωθεί ότι όσοι απασχολούνταν στα εργοστάσια σε περίπτωση ατυχήματος έπαυε οποιαδήποτε συνεργασία με το εργοστάσιο και δεν υπήρχε καμία αποζημίωση (G.Davey – Smith, Daniel Dorling and Mary Shaw, 2001, σσ.XIX, 23, Factory Inquiry Commission Report, 2001, σ. 24-29).

Τα παιδιά του εργοστασίου ήταν περισσότερο τυχερά από αυτά που ζούσαν κοντά στα ποτάμια και προσπαθούσαν μέσα στη λάσπη να βρούνε κάτι χρήσιμο που να μπορεί να πουληθεί για να βγάλουν τα προς το ζην. Συνήθως ήταν ή παιδιά μικρής ηλικίας ή ηλικιωμένοι, και των δύο φύλων. Δεν είχαν παπούτσια, κρύωναν και πήγαιναν στο σχολείο της γειτονιάς τους που δεν είχε κατάλληλες υποδομές με αποτέλεσμα να μην εκπαιδεύονται. Πολλές φορές εξαιτίας των αιχμηρών αντικειμένων που υπάρχουν στη λάσπη είχαν εκδορές τις οποίες όμως έδεναν πρόχειρα και συνέχιζαν τη δουλειά τους. Τις παγωμένες μέρες του χειμώνα προσπαθούσαν να ζεστάνουν τα πόδια τους στα σημεία των εργοστασίων που έβγαζαν ατμό.

Στην προσπάθεια τους να κερδίσουν κάτι παραπάνω έκαναν μικροδουλειές, όπως το να φυλάνε τα άλογα των κυρίων. Κάποια από αυτά φυλακίζονταν για μικροκλοπές. Τα κορίτσια μεγαλώνοντας επιδίδονταν στην πορνεία. Όταν τα παιδιά φυλακίζονταν, τα έστελναν στο Αναμορφωτήριο (House of Correction), στο οποίο όμως τους δίνονταν ρούχα και παπούτσια, γι αυτό και τα παιδιά προτιμούσαν να βρίσκονται εκεί (Henry Meyhew, 2001, σ.85, Fraser, 2003, σ.12-13).

Η τελευταία κατηγορία απασχόλησης παιδιών ήταν το να γίνουν μαθητευόμενοι. Συνήθως ήταν παιδιά ορφανά που για να συντηρηθούν αναγκάζονταν να δουλέψουν ακόμη και ως καπνοδοχοκαθαριστές  μαθητευόμενοι. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου