Έχουν τα κτήρια τη δική τους γλώσσα; Τι ιστορίες αφηγείται η πόλη για το παρελθόν της; Στο Λονδίνο του 1850, ο πρίγκιπας Αλβέρτος, σύζυγος της βασίλισσας Βικτωρίας, προετοιμάζεται για την οργάνωση της Μεγάλης Διεθνούς Έκθεσης: «Κανένας από όσους παρατήρησαν τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της εποχής δεν αμφιβάλλει ούτε στιγμή ότι ζούμε σε μια περίοδο θαυμαστής μετάβασης, η οποία τείνει με γρήγορο ρυθμό να εκπληρώσει το σκοπό τον οποίο μας υποδεικνύει η ιστορία: την ενότητα της ανθρωπότητας». Πράγματι, την αισιοδοξία του Αλβέρτου μπορούσαν περίφημα να συμμερίζονται κάποιοι από τους ανθρώπους της εποχής, ιδιαίτερα όσοι ήταν παρόντες στο γεύμα του πρίγκιπα.
Οι αποστάσεις μεταξύ των χωρών μειώνονταν από τη θαυμαστή πρόοδο των μέσων επικοινωνίας. Η γνώση αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς και μέσω της εκπαίδευσης γινόταν κτήμα περισσοτέρων. Τα αγαθά αυξάνονταν και μέσα στις μεγάλες αγορές των μεγαλουπόλεων, μια μερίδα πολιτών –σίγουρα αυτοί που άκουγαν το λόγο του Αλβέρτου– μπορούσε να διαλέξει από εμπορεύματα φερμένα από όλο τον κόσμο. Αυτοί λοιπόν οι πολίτες μπορούσαν να είναι αισιόδοξοι και περήφανοι για την πρόοδο του καιρού τους. Και διάλεξαν να το δηλώσουν στις πόλεις όπου είχαν συγκεντρωθεί για να ζήσουν, να εργαστούν και να εμπορευτούν.
Οι αστοί δοξάζουν την πόλη τους. Διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανέγερση πολυτελών κτηρίων που θα δείχνουν τη δόξα και την ευημερία της αστικής εποχής. Την ίδια λογική ακολουθούν και τα κυβερνητικά κτήρια. Τεράστια δημαρχεία υμνούν την πόλη και τους κατοίκους της. Οι νέες ανάγκες των αστών για διασκέδαση στον ελεύθερο χρόνο βρίσκουν κατάλληλους χώρους να στεγαστούν.
Μαζί με τα μιούζικ χωλ και τα εστιατόρια, μουσεία, όπερες και θέατρα ανοίγουν για το κοινό και δοξάζουν τη νέα κουλτούρα. Στις μεγάλες δημόσιες αίθουσες που δημιουργούνται, οργανώνονται συναυλίες, οι οποίες εξελίσσονται σε ετήσια ξακουστά μουσικά γεγονότα στη Βιέννη και το Βερολίνο.
Οι ίδιες οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης στα τέλη του 19ου αιώνα (Λονδίνο, Παρίσι, Βιέννη) έχουν μετατραπεί σε μουσεία, σε μόνιμες εκθέσεις, που προκαλούν το θαυμασμό των χιλιάδων επισκεπτών που συρρέουν σ’ αυτές.
Τι είναι αυτό λοιπόν που δίνει στις δυτικοευρωπαϊκές πόλεις του 19ου αιώνα το χαρακτήρα του μουσείου; Οι αρχιτέκτονες των πόλεων εμπνέονται από ρυθμούς του παρελθόντος. Γι’ αυτό και σε μια ευρωπαϊκή πόλη συνυπάρχουν όλοι οι ρυθμοί. Η αναβίωση παλαιότερων ρυθμών δε συνδέεται μόνο με ζητήματα αισθητικής. Συνδέεται περισσότερο με την ανάγκη των ανθρώπων να δείξουν τη σύνδεσή τους με το παρελθόν τους. Από την εκπαίδευσή τους έμαθαν ότι έχουν ένα πλούσιο παρελθόν κι από αυτό μπορούν να αντλήσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους:
Από την κλασική αρχαιότητα, την αθηναϊκή δημοκρατία, από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, την παντοδυναμία της μεγάλης αυτοκρατορίας, από το Μεσαίωνα, τη χριστιανική πίστη, από την Αναγέννηση, τη σταδιακά αυξανόμενη σημασία του ατόμου. Από όλες αυτές τις στιγμές του χρόνου, αυτό που θα διαλέξουν συμβολίζει και τον τρόπο που θέλουν να δουν το παρόν τους. Συμβολίζει ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον εαυτό τους να εντάσσεται μέσα στην κοινωνία.
Μια τέτοια διαδικασία μπορούμε να ανιχνεύσουμε εμείς σήμερα μέσα από την αρχιτεκτονική των πόλεων του 19ου αιώνα. Γιατί η αρχιτεκτονική είναι η γλώσσα των κοινωνικών συμβόλων. Όπως με τη γλώσσα ο άνθρωπος εκφράζει αυτό που θέλει να πει για να επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του, έτσι και η τέχνη έχει μια δική της γλώσσα για να εκφράσει κάποιο νόημα.
Οι ναοί του 19ου αιώνα κτισμένοι σε γοτθικό ρυθμό εκφράζουν την πνευματικότητα, ενώ τα κοινοβούλια, κτισμένα σε νεοκλασικό ρυθμό, παραπέμπουν στη δημοκρατία του Περικλή και συμβολίζουν τη δημοκρατία των ευρωπαϊκών χωρών. Τα δημαρχεία, τα μουσεία και τα πανεπιστήμια, κτισμένα σε αναγεννησιακό ρυθμό με μικτά στοιχεία από άλλους ρυθμούς, συμβολίζουν την αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών.
Παράλληλα με την παρουσία του παρελθόντος, οι αστοί θέλουν να αναδείξουν και τα νεοτερικά στοιχεία της εποχής τους. Τα στοιχεία, δηλαδή, εκείνα, που αποτελούν τη δική τους συμβολή στην ιστορία και αποτελούν καινοτομία του παρόντος.
Οι μεγάλες εκθέσεις προϊόντων που γίνονται στις μεγαλουπόλεις αποτελούν ένα νεοτερικό στοιχείο και εκφράζουν τη νέα κοινωνία της μαζικής παραγωγής, της εκβιομηχάνισης και του διεθνούς εμπορίου. Κατάλληλα κτήρια για να στεγάζουν αυτές τις εκθέσεις ανεγείρονται, με μοντέρνο αυτή τη φορά αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Επίσης, η τεχνολογία είναι ένα νεοτερικό στοιχείο της εποχής. Οι γέφυρες και οι σταθμοί των τρένων αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, που χρησιμοποιεί νέα υλικά, όπως το ατσάλι, και κάνει την τέχνη να συμπορεύεται με την τεχνική.
Ο χώρος των πόλεων φιλοξένησε τις νέες ανάγκες που προέκυψαν. Δημιουργήθηκαν σταδιακά ειδικοί χώροι για την εργασία, που στις μεγάλες πόλεις σχετιζόταν κυρίως με τη βιομηχανία, το εμπόριο και τη διοίκηση. Αλλού συγκεντρώνονταν τα μεγάλα εμπορικά γραφεία, οι τράπεζες, τα διοικητικά κέντρα κι αλλού τα εργοστάσια.
Κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι και μεγάλες λεωφόροι, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν κάθε κίνηση: άλογα που έσερναν άμαξες, τα πρώτα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους που περπατούσαν στα πεζοδρόμια, νέα εφεύρεση της εποχής. Οι πόλεις απλώνονταν στο χώρο και δημιουργούνταν συνέχεια νέοι τόποι κατοικίας.
Ο πλούτος και η φτώχεια, οι δύο όψεις των ευρωπαϊκών πόλεων, δε συναντιούνταν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Οι αριστοκράτες και οι εύποροι αστοί είχαν τις δικές τους γειτονιές κι εκεί το αστικό σπιτικό αναδείχθηκε σε ύψιστο ιδανικό της εποχής αυτής. Οι εργάτες των πόλεων είχαν τις δικές τους γειτονιές, συνήθως κοντά στα εργοστάσια, που χαρακτηρίζονταν από την ομοιομορφία των κτηρίων και τη μεγάλη πυκνότητα στην κατοίκηση. Η διάνοιξη μεγάλων λεωφόρων δείχνει τη δόξα της πόλης, καθώς κοσμείται με πλούσια και μεγάλα κτήρια, ιδιωτικά ή δημόσια.
Οι αποστάσεις μεταξύ των χωρών μειώνονταν από τη θαυμαστή πρόοδο των μέσων επικοινωνίας. Η γνώση αναπτυσσόταν με γοργούς ρυθμούς και μέσω της εκπαίδευσης γινόταν κτήμα περισσοτέρων. Τα αγαθά αυξάνονταν και μέσα στις μεγάλες αγορές των μεγαλουπόλεων, μια μερίδα πολιτών –σίγουρα αυτοί που άκουγαν το λόγο του Αλβέρτου– μπορούσε να διαλέξει από εμπορεύματα φερμένα από όλο τον κόσμο. Αυτοί λοιπόν οι πολίτες μπορούσαν να είναι αισιόδοξοι και περήφανοι για την πρόοδο του καιρού τους. Και διάλεξαν να το δηλώσουν στις πόλεις όπου είχαν συγκεντρωθεί για να ζήσουν, να εργαστούν και να εμπορευτούν.
Η Γλυπτοθήκη του Μονάχου, εργο του Κλεντζε σε νεοκλασσικο ρυθμο |
Οι αστοί δοξάζουν την πόλη τους. Διαθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά για την ανέγερση πολυτελών κτηρίων που θα δείχνουν τη δόξα και την ευημερία της αστικής εποχής. Την ίδια λογική ακολουθούν και τα κυβερνητικά κτήρια. Τεράστια δημαρχεία υμνούν την πόλη και τους κατοίκους της. Οι νέες ανάγκες των αστών για διασκέδαση στον ελεύθερο χρόνο βρίσκουν κατάλληλους χώρους να στεγαστούν.
Μαζί με τα μιούζικ χωλ και τα εστιατόρια, μουσεία, όπερες και θέατρα ανοίγουν για το κοινό και δοξάζουν τη νέα κουλτούρα. Στις μεγάλες δημόσιες αίθουσες που δημιουργούνται, οργανώνονται συναυλίες, οι οποίες εξελίσσονται σε ετήσια ξακουστά μουσικά γεγονότα στη Βιέννη και το Βερολίνο.
Οι ίδιες οι μεγάλες πόλεις της Ευρώπης στα τέλη του 19ου αιώνα (Λονδίνο, Παρίσι, Βιέννη) έχουν μετατραπεί σε μουσεία, σε μόνιμες εκθέσεις, που προκαλούν το θαυμασμό των χιλιάδων επισκεπτών που συρρέουν σ’ αυτές.
Τι είναι αυτό λοιπόν που δίνει στις δυτικοευρωπαϊκές πόλεις του 19ου αιώνα το χαρακτήρα του μουσείου; Οι αρχιτέκτονες των πόλεων εμπνέονται από ρυθμούς του παρελθόντος. Γι’ αυτό και σε μια ευρωπαϊκή πόλη συνυπάρχουν όλοι οι ρυθμοί. Η αναβίωση παλαιότερων ρυθμών δε συνδέεται μόνο με ζητήματα αισθητικής. Συνδέεται περισσότερο με την ανάγκη των ανθρώπων να δείξουν τη σύνδεσή τους με το παρελθόν τους. Από την εκπαίδευσή τους έμαθαν ότι έχουν ένα πλούσιο παρελθόν κι από αυτό μπορούν να αντλήσουν τα στοιχεία της ταυτότητάς τους:
Από την κλασική αρχαιότητα, την αθηναϊκή δημοκρατία, από τη ρωμαϊκή αρχαιότητα, την παντοδυναμία της μεγάλης αυτοκρατορίας, από το Μεσαίωνα, τη χριστιανική πίστη, από την Αναγέννηση, τη σταδιακά αυξανόμενη σημασία του ατόμου. Από όλες αυτές τις στιγμές του χρόνου, αυτό που θα διαλέξουν συμβολίζει και τον τρόπο που θέλουν να δουν το παρόν τους. Συμβολίζει ακόμα και τον τρόπο με τον οποίο βλέπουν τον εαυτό τους να εντάσσεται μέσα στην κοινωνία.
Μια τέτοια διαδικασία μπορούμε να ανιχνεύσουμε εμείς σήμερα μέσα από την αρχιτεκτονική των πόλεων του 19ου αιώνα. Γιατί η αρχιτεκτονική είναι η γλώσσα των κοινωνικών συμβόλων. Όπως με τη γλώσσα ο άνθρωπος εκφράζει αυτό που θέλει να πει για να επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του, έτσι και η τέχνη έχει μια δική της γλώσσα για να εκφράσει κάποιο νόημα.
Οι ναοί του 19ου αιώνα κτισμένοι σε γοτθικό ρυθμό εκφράζουν την πνευματικότητα, ενώ τα κοινοβούλια, κτισμένα σε νεοκλασικό ρυθμό, παραπέμπουν στη δημοκρατία του Περικλή και συμβολίζουν τη δημοκρατία των ευρωπαϊκών χωρών. Τα δημαρχεία, τα μουσεία και τα πανεπιστήμια, κτισμένα σε αναγεννησιακό ρυθμό με μικτά στοιχεία από άλλους ρυθμούς, συμβολίζουν την αναγέννηση των γραμμάτων και των τεχνών.
Παράλληλα με την παρουσία του παρελθόντος, οι αστοί θέλουν να αναδείξουν και τα νεοτερικά στοιχεία της εποχής τους. Τα στοιχεία, δηλαδή, εκείνα, που αποτελούν τη δική τους συμβολή στην ιστορία και αποτελούν καινοτομία του παρόντος.
Οι μεγάλες εκθέσεις προϊόντων που γίνονται στις μεγαλουπόλεις αποτελούν ένα νεοτερικό στοιχείο και εκφράζουν τη νέα κοινωνία της μαζικής παραγωγής, της εκβιομηχάνισης και του διεθνούς εμπορίου. Κατάλληλα κτήρια για να στεγάζουν αυτές τις εκθέσεις ανεγείρονται, με μοντέρνο αυτή τη φορά αρχιτεκτονικό σχεδιασμό.
Επίσης, η τεχνολογία είναι ένα νεοτερικό στοιχείο της εποχής. Οι γέφυρες και οι σταθμοί των τρένων αποτελούν εξαιρετικά δείγματα της σύγχρονης αρχιτεκτονικής, που χρησιμοποιεί νέα υλικά, όπως το ατσάλι, και κάνει την τέχνη να συμπορεύεται με την τεχνική.
Ο χώρος των πόλεων φιλοξένησε τις νέες ανάγκες που προέκυψαν. Δημιουργήθηκαν σταδιακά ειδικοί χώροι για την εργασία, που στις μεγάλες πόλεις σχετιζόταν κυρίως με τη βιομηχανία, το εμπόριο και τη διοίκηση. Αλλού συγκεντρώνονταν τα μεγάλα εμπορικά γραφεία, οι τράπεζες, τα διοικητικά κέντρα κι αλλού τα εργοστάσια.
Κατασκευάστηκαν νέοι δρόμοι και μεγάλες λεωφόροι, που μπορούσαν να φιλοξενήσουν κάθε κίνηση: άλογα που έσερναν άμαξες, τα πρώτα αυτοκίνητα, τους ανθρώπους που περπατούσαν στα πεζοδρόμια, νέα εφεύρεση της εποχής. Οι πόλεις απλώνονταν στο χώρο και δημιουργούνταν συνέχεια νέοι τόποι κατοικίας.
Ο πλούτος και η φτώχεια, οι δύο όψεις των ευρωπαϊκών πόλεων, δε συναντιούνταν στο ίδιο οικοδομικό τετράγωνο. Οι αριστοκράτες και οι εύποροι αστοί είχαν τις δικές τους γειτονιές κι εκεί το αστικό σπιτικό αναδείχθηκε σε ύψιστο ιδανικό της εποχής αυτής. Οι εργάτες των πόλεων είχαν τις δικές τους γειτονιές, συνήθως κοντά στα εργοστάσια, που χαρακτηρίζονταν από την ομοιομορφία των κτηρίων και τη μεγάλη πυκνότητα στην κατοίκηση. Η διάνοιξη μεγάλων λεωφόρων δείχνει τη δόξα της πόλης, καθώς κοσμείται με πλούσια και μεγάλα κτήρια, ιδιωτικά ή δημόσια.