Στις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα υπήρχε η αισιοδοξία ότι η κατάργηση των βασιλιάδων και των αριστοκρατιών και η οργάνωση της Ευρώπης σε εθνικά κράτη θα έφερνε ένα ειρηνικό μέλλον. Ο καθένας θα έχει την πατρίδα του. Για τις περιοχές που τις διεκδικούσαν περισσότερα από ένα κράτη θα αποφάσιζαν με δημοψήφισμα. Αυτές τις αισιόδοξες απόψεις τις υποστήριζαν οι πατριώτες-δημοκράτες.
Αποδείχτηκε όμως, μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, ότι δεν έφταναν οι δυνάμεις τους για να μπορέσουν να ιδρύσουν εθνικά κράτη. Και η ιταλική και η γερμανική ενοποίηση έγιναν με τους βασιλιάδες και τους στρατούς τους. Ούτε η συνεργασία ανάμεσα στα εθνικά κράτη ήταν εύκολη. Υπήρχαν ανάμεσά τους περιοχές αμφισβητούμενες, που δημιουργούσαν αιτίες πολέμου.
Ο Μπίσμαρκ συνομιλεί με τον αιχμάλωτο Ναπολέοντα Γ΄ μετά τη Μάχη του Σεντάν
Η Γερμανία και η Γαλλία βρίσκονταν σε μόνιμη αντιπαράθεση για το ζήτημα της Αλσατίας-Λωρραίνης. Και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι αντιμαχόμενοι εθνικισμοί προκαλούσαν εντάσεις. Έτσι, το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα και ως το 1914, όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν μια εποχή «ένοπλης ειρήνης».
Σ’ αυτή την εποχή των εθνικών συμφερόντων, η ιδέα της Ευρώπης φάνταζε περισσότερο μακρινή από ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο ο άγγλος πρεσβευτής είπε στο Μπίσμαρκ ότι τα σχέδιά του «δε θα τα επιτρέψει η Ευρώπη», η απάντησή του Γερμανού καγκελλάριου ήταν: «Ποια είναι η Ευρώπη;».
Στην Ευρώπη των εθνών, η ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου γινόταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλής. Οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης όμως δεν εμπόδιζαν μια ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση έξω απ’ αυτήν. Τότε ήταν επίσης η εποχή της αποικιοκρατίας και, παρά τις αντιθέσεις τους, οι Ευρωπαίοι διέθεταν ισχυρή αυτοπεποίθηση και αυτοσυνειδησία, όταν επρόκειτο για τον εξω-ευρωπαϊκό κόσμο.
Αν στην Ευρώπη οι διαφορές ανάμεσα στους Γάλλους, τους Αγγλους και τους Γερμανούς φαίνονταν τεράστιες, για τους Αφρικανούς οι διαφορές στις αποικιοκρατικές μεθόδους ήταν ελάχιστες. Οι Ευρωπαίοι επέκτειναν εκεί τις διοικητικές τους μεθόδους, χωρίς τις εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων, χρησιμοποίησαν την τεχνολογία τους, χωρίς να επιτρέπουν στους ίδιους τους αποικιοκρατούμενους να την αναπαράγουν, κατέστρεψαν τις οικονομίες τους και τη γη τους λεηλατώντας την.
Ενώ οι Ευρωπαίοι ήταν περήφανοι για τα εθνικά τους κράτη, παραβίαζαν την αρχή των εθνοτήτων και της εθνικής αυτοδιάθεσης έξω από την Ευρώπη. Θεωρούσαν ότι οι λαοί της Ασίας και της Αφρικής δεν ήταν ακόμη ώριμοι για να σχηματίσουν έθνη και να αυτοκυβερνηθούν. Ενώ οι Ευρωπαίοι ανήκαν σε έθνη, θεωρούσαν ότι οι εξωευρωπαϊκοί λαοί ανήκαν σε φυλές.
Η αίσθηση της ευρωπαϊκής ανωτερότητας ξεπερνούσε τις εθνικές διενέξεις και γινόταν σημαντικό στοιχείο της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας. Αυτή η αίσθηση ανωτερότητας, στα τέλη του περασμένου και τις αρχές του αιώνα, απέκτησε και μια ψευτοεπιστημονική δικαιολόγηση. Η ανωτερότητα των Ευρωπαίων οφειλόταν στο ότι η λευκή φυλή ήταν βιολογικά ανώτερη από τις άλλες. Αυτή είναι η θεωρία του βιολογικού ρατσισμού.
Η λέξη «ρατσισμός πρωτοεμφανίστηκε εκείνα τα χρόνια και σήμαινε το διαχωρισμό σε ανώτερες και κατώτερες φυλές (ράτσες). Η πορεία της αποικιοκρατίας όμως το 19ο αιώνα ενίσχυσε τις εθνικές περιχαρακώσεις στην ίδια την Ευρώπη.
Στα τέλη του αιώνα αυτού, η αρχή των εθνών παραμορφώθηκε σε εθνικισμό. Τότε, ο εθνικισμός συνδέθηκε με εκείνους που ζητούσαν αυταρχικά καθεστώτα. Δημιουργήθηκε μάλιστα η ιδέα ότι σημαντικά ευρωπαϊκά έθνη ήσαν μόνο όσα μπορούσαν να ιδρύσουν αποικιακές αυτοκρατορίες.
Τελικά, η αποικιοκρατία διασπούσε την ιδέα της ένταξης στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, η Βρετανία διαχώρισε ακόμη περισσότερο τη θέση της από την υπόλοιπη Ευρώπη, αφού ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με το Θιβέτ παρά με την ιταλική Ραβέννα.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, πολλοί εξω-ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έγιναν αντικείμενο εξερεύνησης και εθνογραφικής προσέγγισης, αλλά η ιδέα της προόδου παρέμενε ισχυρά συνδεδεμένη με την Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια «πολιτισμός» χρησιμοποιούνταν σπανιότατα στον πληθυντικό αριθμό, αφού συνδεόταν κυρίως με τον επιθετικό προσδιορισμό «ευρωπαϊκός».
Στον αντίποδα του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» στεκόταν η «πρωτόγονη κουλτούρα». Το 1904, μια ομάδα γυναικών της φυλής Σαμόα επιδεικνυόταν στο κοινό μέσα στα κλουβιά του ζωολογικού κήπου του Αμβούργου. Οι αίθουσες με τον πολιτισμό της Αφρικής (κάτω από τη Σαχάρα) ή της Ωκεανίας και του Αμαζονίου ανήκαν στα μουσεία φυσικής ιστορίας και όχι στα μουσεία της τέχνης και του πολιτισμού.
Σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους, η αποικιοκρατία ενίσχυσε την ευρωπαϊκή ταυτότητα, αποδίδοντάς της μια ανωτερότητα. Συχνά το αίσθημα της ανωτερότητας δύσκολα μπορούσε να ξεχωριστεί από τη βιολογική υποτίμηση των άλλων.
Με το τέλος του 19ου αιώνα τελειώνει μια εποχή για την Ευρώπη. Η μακρά πορεία της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας πέρασε από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους και συνδύασε πολλά και πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους στοιχεία.
Η πρωτοκαθεδρία του χριστιανικού στοιχείου, η έννοια του πολιτισμού, η συνειδητοποίηση της πολιτικής ισχύος δεν ακολούθησαν το ένα το άλλο σε μια ευθύγραμμη πορεία χωρίς περιστροφές. Τα στοιχεία αυτά αντιπαρατέθηκαν, αλληλοαναιρέθηκαν, αλληλοϋπονομεύτηκαν. Άλλοτε επίσης συνδυάστηκαν, συνδέθηκαν και συνυπήρξαν σ’ ένα ιδιόμορφο αμάλγαμα.
Ο αποικιοκρατικός παράγοντας, ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο και τη διατήρηση της εξουσίας στον εξω-ευρωπαϊκό χώρο, οι εθνικιστικές αντιπαραθέσεις εξάντλησαν σύντομα την ευρωπαϊκή belle époque (ωραία εποχή).
Στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών ατένιζε σκεπτικός το φωτισμένο Λονδίνο και αναρωτιόταν: «Πότε άραγε θα ξαναδούμε τα φώτα αναμμένα;». Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, η Ευρώπη ήταν μια σκοτεινή ήπειρος.
Αποδείχτηκε όμως, μετά την αποτυχία των επαναστάσεων του 1848, ότι δεν έφταναν οι δυνάμεις τους για να μπορέσουν να ιδρύσουν εθνικά κράτη. Και η ιταλική και η γερμανική ενοποίηση έγιναν με τους βασιλιάδες και τους στρατούς τους. Ούτε η συνεργασία ανάμεσα στα εθνικά κράτη ήταν εύκολη. Υπήρχαν ανάμεσά τους περιοχές αμφισβητούμενες, που δημιουργούσαν αιτίες πολέμου.
Ο Μπίσμαρκ συνομιλεί με τον αιχμάλωτο Ναπολέοντα Γ΄ μετά τη Μάχη του Σεντάν
Η Γερμανία και η Γαλλία βρίσκονταν σε μόνιμη αντιπαράθεση για το ζήτημα της Αλσατίας-Λωρραίνης. Και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι αντιμαχόμενοι εθνικισμοί προκαλούσαν εντάσεις. Έτσι, το τελευταίο τρίτο του 19ου αιώνα και ως το 1914, όταν ξέσπασε ο Πρώτος Παγκόσμιος Πόλεμος, ήταν μια εποχή «ένοπλης ειρήνης».
Σ’ αυτή την εποχή των εθνικών συμφερόντων, η ιδέα της Ευρώπης φάνταζε περισσότερο μακρινή από ποτέ. Είναι χαρακτηριστικό ότι, όταν ο ο άγγλος πρεσβευτής είπε στο Μπίσμαρκ ότι τα σχέδιά του «δε θα τα επιτρέψει η Ευρώπη», η απάντησή του Γερμανού καγκελλάριου ήταν: «Ποια είναι η Ευρώπη;».
Στην Ευρώπη των εθνών, η ιδέα ενός κοινού ευρωπαϊκού χώρου γινόταν ολοένα και λιγότερο δημοφιλής. Οι αντιπαραθέσεις στο εσωτερικό της Ευρώπης όμως δεν εμπόδιζαν μια ολοένα και μεγαλύτερη επέκταση έξω απ’ αυτήν. Τότε ήταν επίσης η εποχή της αποικιοκρατίας και, παρά τις αντιθέσεις τους, οι Ευρωπαίοι διέθεταν ισχυρή αυτοπεποίθηση και αυτοσυνειδησία, όταν επρόκειτο για τον εξω-ευρωπαϊκό κόσμο.
Αν στην Ευρώπη οι διαφορές ανάμεσα στους Γάλλους, τους Αγγλους και τους Γερμανούς φαίνονταν τεράστιες, για τους Αφρικανούς οι διαφορές στις αποικιοκρατικές μεθόδους ήταν ελάχιστες. Οι Ευρωπαίοι επέκτειναν εκεί τις διοικητικές τους μεθόδους, χωρίς τις εγγυήσεις των ατομικών δικαιωμάτων, χρησιμοποίησαν την τεχνολογία τους, χωρίς να επιτρέπουν στους ίδιους τους αποικιοκρατούμενους να την αναπαράγουν, κατέστρεψαν τις οικονομίες τους και τη γη τους λεηλατώντας την.
Ενώ οι Ευρωπαίοι ήταν περήφανοι για τα εθνικά τους κράτη, παραβίαζαν την αρχή των εθνοτήτων και της εθνικής αυτοδιάθεσης έξω από την Ευρώπη. Θεωρούσαν ότι οι λαοί της Ασίας και της Αφρικής δεν ήταν ακόμη ώριμοι για να σχηματίσουν έθνη και να αυτοκυβερνηθούν. Ενώ οι Ευρωπαίοι ανήκαν σε έθνη, θεωρούσαν ότι οι εξωευρωπαϊκοί λαοί ανήκαν σε φυλές.
Η αίσθηση της ευρωπαϊκής ανωτερότητας ξεπερνούσε τις εθνικές διενέξεις και γινόταν σημαντικό στοιχείο της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας. Αυτή η αίσθηση ανωτερότητας, στα τέλη του περασμένου και τις αρχές του αιώνα, απέκτησε και μια ψευτοεπιστημονική δικαιολόγηση. Η ανωτερότητα των Ευρωπαίων οφειλόταν στο ότι η λευκή φυλή ήταν βιολογικά ανώτερη από τις άλλες. Αυτή είναι η θεωρία του βιολογικού ρατσισμού.
Η λέξη «ρατσισμός πρωτοεμφανίστηκε εκείνα τα χρόνια και σήμαινε το διαχωρισμό σε ανώτερες και κατώτερες φυλές (ράτσες). Η πορεία της αποικιοκρατίας όμως το 19ο αιώνα ενίσχυσε τις εθνικές περιχαρακώσεις στην ίδια την Ευρώπη.
Στα τέλη του αιώνα αυτού, η αρχή των εθνών παραμορφώθηκε σε εθνικισμό. Τότε, ο εθνικισμός συνδέθηκε με εκείνους που ζητούσαν αυταρχικά καθεστώτα. Δημιουργήθηκε μάλιστα η ιδέα ότι σημαντικά ευρωπαϊκά έθνη ήσαν μόνο όσα μπορούσαν να ιδρύσουν αποικιακές αυτοκρατορίες.
Τελικά, η αποικιοκρατία διασπούσε την ιδέα της ένταξης στην Ευρώπη. Για παράδειγμα, η Βρετανία διαχώρισε ακόμη περισσότερο τη θέση της από την υπόλοιπη Ευρώπη, αφού ήταν περισσότερο συνδεδεμένη με το Θιβέτ παρά με την ιταλική Ραβέννα.
Στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, πολλοί εξω-ευρωπαϊκοί πολιτισμοί έγιναν αντικείμενο εξερεύνησης και εθνογραφικής προσέγγισης, αλλά η ιδέα της προόδου παρέμενε ισχυρά συνδεδεμένη με την Ευρώπη. Δεν είναι τυχαίο ότι η έννοια «πολιτισμός» χρησιμοποιούνταν σπανιότατα στον πληθυντικό αριθμό, αφού συνδεόταν κυρίως με τον επιθετικό προσδιορισμό «ευρωπαϊκός».
Στον αντίποδα του «ευρωπαϊκού πολιτισμού» στεκόταν η «πρωτόγονη κουλτούρα». Το 1904, μια ομάδα γυναικών της φυλής Σαμόα επιδεικνυόταν στο κοινό μέσα στα κλουβιά του ζωολογικού κήπου του Αμβούργου. Οι αίθουσες με τον πολιτισμό της Αφρικής (κάτω από τη Σαχάρα) ή της Ωκεανίας και του Αμαζονίου ανήκαν στα μουσεία φυσικής ιστορίας και όχι στα μουσεία της τέχνης και του πολιτισμού.
Σ’ ό,τι αφορά τον τρόπο που οι Ευρωπαίοι αντιλαμβάνονταν τον εαυτό τους, η αποικιοκρατία ενίσχυσε την ευρωπαϊκή ταυτότητα, αποδίδοντάς της μια ανωτερότητα. Συχνά το αίσθημα της ανωτερότητας δύσκολα μπορούσε να ξεχωριστεί από τη βιολογική υποτίμηση των άλλων.
Με το τέλος του 19ου αιώνα τελειώνει μια εποχή για την Ευρώπη. Η μακρά πορεία της ευρωπαϊκής αυτοσυνειδησίας πέρασε από πολλούς και διαφορετικούς δρόμους και συνδύασε πολλά και πολλές φορές αντιφατικά μεταξύ τους στοιχεία.
Η πρωτοκαθεδρία του χριστιανικού στοιχείου, η έννοια του πολιτισμού, η συνειδητοποίηση της πολιτικής ισχύος δεν ακολούθησαν το ένα το άλλο σε μια ευθύγραμμη πορεία χωρίς περιστροφές. Τα στοιχεία αυτά αντιπαρατέθηκαν, αλληλοαναιρέθηκαν, αλληλοϋπονομεύτηκαν. Άλλοτε επίσης συνδυάστηκαν, συνδέθηκαν και συνυπήρξαν σ’ ένα ιδιόμορφο αμάλγαμα.
Ο αποικιοκρατικός παράγοντας, ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο και τη διατήρηση της εξουσίας στον εξω-ευρωπαϊκό χώρο, οι εθνικιστικές αντιπαραθέσεις εξάντλησαν σύντομα την ευρωπαϊκή belle époque (ωραία εποχή).
Στις παραμονές του Πρώτου Παγκόσμιου Πολέμου, ο Βρετανός υπουργός των Εξωτερικών ατένιζε σκεπτικός το φωτισμένο Λονδίνο και αναρωτιόταν: «Πότε άραγε θα ξαναδούμε τα φώτα αναμμένα;». Για το μεγαλύτερο μέρος του 20ού αιώνα, η Ευρώπη ήταν μια σκοτεινή ήπειρος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου