Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Διονύσιος Σολωμός - Ο Κρητικός

Πηγή έμπνευσης του ποιητή στάθηκαν πραγματικά γεγονότα της επανάστασης στην Κρήτη: κατάληψη της Μεσαράς και έπειτα των Σφακιών από τους Τούρκους στα 1823-24 και φυγή χιλιάδων Χριστιανών με πλοία από τη νότια και δυτική Κρήτη προς τα Κύθηρα, τα Αντικύθηρα και την Πελοπόννησο.

Το κείμενο του ποιήματος αναπαράγει το τραγούδι ενός πρόσφυγα Κρητικού, που μακριά από την ιδιαίτερη πατρίδα του αναπολεί τα περασμένα, πλεγμένα γύρω στο περιστατικό που καθόρισε τη ζωή του.

Εν περιλήψει η υπόθεση των πέντε μερών: «[1-2] Ναυαγός ο Κρητικός προσπαθεί να σώσει την αγαπημένη του μέσα στην τρικυμία· [3-4] Η τρικυμία παύει απότομα και μπροστά του φανερώνεται μια "φεγγαροντυμένη" θεϊκή μορφή· [5] όταν η οπτασία χαθεί, θ' ακουστεί ένας μαγευτικός απόκοσμος ήχος που θα συνεπάρει την ψυχή του ναυαγού· κι όταν ο ήχος σωπάσει, θα φτάσει αυτός στην ακρογιαλιά, θ' αποθέσει εκεί την αγαπημένη του, αλλά θα είναι πεθαμένη.

Έλληνες εξόριστοι κοιτάζουν τη χαμένη πατρίδα τους», ελαιογραφία του Ary Scheffer.

1

Ἐκοίταα, κι ἤτανε μακριά ἀκόμη τ' ἀκρογιάλι· «Ἀστροπελέκι μου καλό, γιά ξαναφέξε πάλι!» Τρία ἀστροπελέκια ἐπέσανε, ἕνα ξοπίσω στ' ἄλλο Πολύ κοντά στήν κορασιά μέ βρόντημα μεγάλο· Τά πέλαγα στήν ἀστραπή κι ὁ οὐρανός ἀντήχαν, Οἱ ἀκρογιαλιές καί τά βουνά μ' ὅσες φωνές κι ἄν εἶχαν.

2

Πιστέψετε π' ὅ,τι θά πῶ εἶν' ἀκριβή ἀλήθεια, Μά τές πολλές λαβωματιές πού μὄφαγαν τά στήθια, Μά τούς συντρόφους πὄπεσαν στήν Κρήτη πολεμώντας, Μά τήν ψυχή πού μ' ἔκαψε τόν κόσμο ἀπαρατώντας.

(Λάλησε, Σάλπιγγα! κι ἐγώ τό σάβανο τινάζω, Καί σχίζω δρόμο καί τς ἀχνούς ἀναστημένους κράζω: «Μήν εἴδετε τήν ὀμορφιά πού τήν Κοιλάδα ἁγιάζει; Πέστε, νά ἰδεῖτε τό καλό ἐσεῖς κι ὅ,τι σᾶς μοιάζει. Καπνός δέ μένει ἀπό τη γῆ· νιός οὐρανός ἐγίνη·

Σάν πρῶτα ἐγώ τήν ἀγαπῶ καί θά κριθῶ μ' αὐτήνη. — Ψηλά τήν εἴδαμε πρωί· τῆς τρέμαν τά λουλούδια8 Στή θύρα τῆς Παράδεισος πού ἐβγῆκε μέ τραγούδια· Ἔψαλλε τήν Ἀνάσταση χαροποιά ἡ φωνή της, Κι ἔδειχνεν ἀνυπομονιά γιά νά 'μπει στό κορμί της·

Ὁ οὐρανός ὁλόκληρος ἀγρίκαε σαστισμένος, Τό κάψιμο ἀργοπόρουνε ὁ κόσμος ὁ ἀναμμένος· Καί τώρα ὀμπρός τήν εἴδαμε· ὀγλήγορα σαλεύει· Ὅμως κοιτάζει ἐδῶ κι ἐκεῖ καί κάποιονε γυρεύει»).

Ἀκόμη ἐβάστουνε ἡ βροντή............................... Κι ἡ θάλασσα, πού σκίρτησε σάν τό χοχλό πού βράζει, Ἡσύχασε καί ἔγινε ὅλο ἡσυχία καί πάστρα, Σάν περιβόλι εὐώδησε κι ἐδέχτηκε ὅλα τ' ἄστρα·

Κάτι κρυφό μυστήριο ἐστένεψε τή φύση Κάθε ὀμορφιά νά στολιστεῖ καί τό θυμό ν' ἀφήσει. Δέν εἶν' πνοή στόν οὐρανό, στή θάλασσα, φυσώντας Οὔτε ὅσο κάνει στόν ἀνθό ἡ μέλισσα περνώντας, Ὅμως κοντά στήν κορασιά, πού μ' ἔσφιξε κι ἐχάρη,

Ἐσειότουν τ' ὁλοστρόγγυλο καί λαγαρό φεγγάρι· Καί ξετυλίζει ὀγλήγορα κάτι πού ἐκεῖθε βγαίνει, Κι ὀμπρός μου ἰδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη. Ἔτρεμε το δροσάτο φῶς στή θεϊκιά θωριά της, Στά μάτια της τά ὁλόμαυρα καί στά χρυσά μαλλιά της.

Ἐκοίταξε τ' ἀστέρια, κι ἐκεῖνα ἀναγαλλιάσαν, Καί τήν ἀχτινοβόλησαν καί δέν τήν ἐσκεπάσαν· Κι ἀπό τό πέλαο, πού πατεῖ χωρίς νά τό σουφρώνει, Κυπαρισσένιο ἀνάερα τ' ἀνάστημα σηκώνει,

Κι ἀνεῖ τς ἀγκάλες μ' ἔρωτα καί μέ ταπεινοσύνη, Κι ἔδειξε πάσαν ὀμορφιά καί πάσαν καλοσύνη. Τότε ἀπό φῶς μεσημερνό ἡ νύχτα πλημμυρίζει, Κι ἡ χτίσις ἔγινε ναός πού ὁλοῦθε λαμπυρίζει. Τέλος σ' ἐμέ πού βρίσκομουν ὀμπρός της μές στά ρεῖθρα,

Καταπώς στέκει στό Βοριά ἡ πετροκαλαμίθρα, Ὄχι στήν κόρη, ἀλλά σ' ἐμέ τήν κεφαλή της κλίνει· Τήν κοίταζα ὁ βαριόμοιρος, μ' ἐκοίταζε κι ἐκείνη. Ἔλεγα πώς τήν εἶχα ἰδεῖ πολύν καιρόν ὀπίσω, Κάν σέ ναό ζωγραφιστή μέ θαυμασμό περίσσο, Κάνε τήν εἶχε ἐρωτικά ποιήσει ὁ λογισμός μου,

Κάν τ' ὄνειρο, ὅταν μ' ἔθρεφε τό γάλα τῆς μητρός μου· Ἤτανε μνήμη παλαιή, γλυκιά κι ἀστοχισμένη, Πού ὀμπρός μου τώρα μ' ὅλη της τή δύναμη προβαίνει· Σάν τό νερό πού τό θωρεῖ τό μάτι ν' ἀναβρύζει

Ξάφνου ὀχ τά βάθη τοῦ βουνοῦ, κι ὁ ἥλιος τό στολίζει. Βρύση ἔγινε το μάτι μου κι ὀμπρός του δέν ἐθώρα, Κι ἔχασα αὐτό τό θεϊκό πρόσωπο γιά πολλή ὥρα, Γιατί ἄκουγα35 τά μάτια της μέσα στά σωθικά μου, Πού ἐτρέμαν καί δέ μ' ἄφηναν νά βγάλω τή μιλιά μου·

Ὅμως αὐτοί εἶναι θεοί, καί κατοικοῦν ἀπ' ὅπου Βλέπουνε μές στήν ἄβυσσο καί στήν καρδιά τ' ἀνθρώπου, Κι ἔνιωθα πώς μοῦ διάβαζε καλύτερα τό νοῦ μου Πάρεξ ἄν ἤθελε τῆς πῶ μέ θλίψη τοῦ χειλιοῦ μου: «Κοίτα με μές στά σωθικά, πού φύτρωσαν οἱ πόνοι .......................................................................... ...........................................................................

Ὅμως ἐξεχειλίσανε τά βάθη τῆς καρδιᾶς μου· Τ' ἀδέλφια μου τά δυνατά οἱ Τοῦρκοι μοῦ τ' ἀδράξαν, Τήν ἀδελφή μου ἀτίμησαν κι ἀμέσως τήν ἐσφάξαν, Τόν γέροντα τόν κύρην μου ἐκάψανε τό βράδι, Καί τήν αὐγή μοῦ ρίξανε τή μάνα στό πηγάδι.

Στήν Κρήτη...................................................... Μακριά 'πό κεῖθ' ἐγιόμισα τές φοῦχτες μου κι ἐβγῆκα. Βόηθα, Θεά, τό τρυφερό κλωνάρι μόνο νά 'χω· Σέ γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αὐτό βαστῶ μονάχο».

Ἐχαμογέλασε γλυκά στόν πόνο τῆς ψυχῆς μου, Κι ἐδάκρυσαν τά μάτια της, κι ἐμοιάζαν τῆς καλῆς μου. Ἐχάθη, ἀλιά μου! ἀλλ' ἄκουσα τοῦ δάκρυου της ραντίδα Στό χέρι, πού 'χα σηκωτό μόλις ἐγώ τήν εἶδα. —

Ἐγώ ἀπό κείνη τή στιγμή δέν ἔχω πλιά τό χέρι, Π' ἀγνάντευεν Ἀγαρηνό κι ἐγύρευε μαχαίρι· Χαρά δέν τοῦ 'ναι ὁ πόλεμος· τ' ἁπλώνω τοῦ διαβάτη Ψωμοζητώντας, κι ἔρχεται μέ δακρυσμένο μάτι· Κι ὅταν χορτάτα δυστυχιά τά μάτια μου ζαλεύουν,

Ἀργά, κι ὀνείρατα σκληρά τήν ξαναζωντανεύουν, Καί μέσα στ' ἄγριο πέλαγο τ' ἀστροπελέκι σκάει, Κι ἡ θάλασσα νά καταπιεῖ τήν κόρη ἀναζητάει, Ξυπνῶ φρενίτης, κάθομαι, κι ὁ νοῦς μου κινδυνεύει. Καί βάνω τήν παλάμη μου, κι ἀμέσως γαληνεύει. —

Τά κύματα ἔσχιζα μ' αὐτό, τ' ἄγρια καί μυρωδάτα, Μέ δύναμη πού δέν εἶχα μήτε στά πρῶτα νιάτα, Μήτε ὅταν ἐκροτούσαμε, πετώντας τά θηκάρια, Μάχη στενή μέ τούς πολλούς ὀλίγα παλληκάρια. Μήτε ὅταν τόν μπομπο-Ἰσούφ καί τς ἄλλους δύο βαροῦσα

Σύρριζα στή Λαβύρινθο π' ἀλαίμαργα πατοῦσα. Στό πλέξιμο τό δυνατό ὁ χτύπος τῆς καρδιᾶς μου (Κι αὐτό μοῦ τ' αὔξαιν') ἔκρουζε στήν πλεύρα τῆς κυρᾶς μου. ............................................................................................... ............................................................................................... Ἀλλά τό πλέξιμ' ἄργουνε καί μοῦ τ' ἀποκοιμοῦσε Ἠχός, γλυκύτατος ἠχός, ὁπού μέ προβοδοῦσε.

Δέν εἶναι κορασιᾶς φωνή στά δάση που φουντώνουν, Καί βγαίνει τ' ἄστρο τοῦ βραδιοῦ καί τά νερά θολώνουν, Καί τόν κρυφό της ἔρωτα τῆς βρύσης τραγουδάει, Τοῦ δέντρου καί τοῦ λουλουδιοῦ πού ἀνοίγει καί λυγάει· Δέν εἶν' ἀηδόνι κρητικό, πού σέρνει τή λαλιά του

Σέ ψηλούς βράχους κι ἄγριους ὅπ' ἔχει τή φωλιά του, Κι ἀντιβουΐζει ὁλονυχτίς ἀπό πολλή γλυκάδα Ἡ θάλασσα πολύ μακριά, πολύ μακριά ἡ πεδιάδα, Ὥστε πού πρόβαλε ἡ αὐγή καί ἔλιωσαν τ' ἀστέρια, Κι ἀκούει κι αὐτή καί πέφτουν της τά ρόδα ἀπό τά χέρια·

Δέν εἶν' φιαμπόλι τό γλυκό, ὁπού τ' ἀγρίκαα μόνος Στόν Ψηλορείτη ὅπου συχνά μ' ἐτράβουνεν ὁ πόνος Κι ἔβλεπα τ' ἄστρο τ' οὐρανοῦ μεσουρανίς νά λάμπει Καί τοῦ γελοῦσαν τά βουνά, τά πέλαγα κι οἱ κάμποι· Κι ἐτάραζε τά σπλάχνα μου65 ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα

Κι ἐφώναζα: «ὦ θεϊκιά κι ὅλη αἵματα Πατρίδα!» Κι ἅπλωνα κλαίοντας κατ' αὐτή τά χέρια μέ καμάρι· Καλή 'ν' ἡ μαύρη πέτρα της καί τό ξερό χορτάρι. Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δέν εἶναι νά ταιριάζει, Ἴσως δέ σώζεται στή γῆ ἦχος πού νά τοῦ μοιάζει·

Δέν εἶναι λόγια· ἦχος λεπτός...................... Δέν ἤθελε τόν ξαναπεῖ ὁ ἀντίλαλος κοντά του. Ἄν εἶν' δέν ἤξερα κοντά, ἄν ἔρχονται ἀπό πέρα· Σάν τοῦ Μαϊοῦ τές εὐωδιές γιομίζαν τόν ἀέρα, Γλυκύτατοι, ἀνεκδιήγητοι ........................

Μόλις εἶν' ἔτσι δυνατός ὁ Ἔρωτας καί ὁ Χάρος. Μ' ἄδραχνεν ὅλη τήν ψυχή, καί νά 'μπει δέν ἠμπόρει Ὁ οὐρανός, κι ἡ θάλασσα, κι ἡ ἀκρογιαλιά, κι ἡ κόρη· Μέ ἄδραχνε, καί μ' ἔκανε συχνά ν' ἀναζητήσω Τή σάρκα μου νά χωριστῶ γιά νά τόν ἀκλουθήσω.

Ἔπαψε τέλος κι ἄδειασεν ἡ φύσις κι ἡ ψυχή μου, Πού ἐστέναξε κι ἐγιόμισεν εὐθύς ὀχ τήν καλή μου· Καί τέλος φθάνω στό γιαλό τήν ἀρραβωνιασμένη, Τήν ἀπιθώνω μέ χαρά, κι ἤτανε πεθαμένη.