Ο Κριμαϊκός Πόλεμος (1853 - 1856) υπήρξε η ένοπλη σύγκρουση μεταξύ της Ρωσικής Αυτοκρατορίας από τη μία πλευρά και των συμμαχικών δυνάμεων της Βρετανικής Αυτοκρατορίας, της Γαλλικής Αυτοκρατορίας, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Σαρδηνίας από την άλλη.
Η αυτοκρατορική Ρωσία, ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, λειτουργούσε τον καιρό εκείνο ως αστυφύλακας της Ευρώπης, διατηρώντας σταθερό το ισοζύγιο δυνάμεων που είχε αποφασιστεί στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 και διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος στον ευρωπαϊκό χώρο.
Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δε θελανε να επιτρεψουν στους Ρώσους μια τέτοια ελευθερία κινήσεων, καθώς μια περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια έπληττε θανάσιμα τα συμφέροντά τους (τότε δεν είχε προσαρτηθεί ακόμα η Αίγυπτος από τους Βρετανούς και τον μεταγενέστερο ρόλο του Σουέζ ως δρόμου για τις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία είχαν τότε τα Στενά των Δαρδανελλίων).
Το 1851 ήταν η αρχή της αλυσίδας που οδήγησε στα μετέπειτα γεγονότα. Το έτος εκείνο, πραξικόπημα στη Γαλλία κατέλυσε τη Δημοκρατία και αναγόρευσε σε αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα Γ', ο οποίος έστειλε κατόπιν τον πρέσβη του στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να αναγκάσει τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν τη Γαλλία ως επικυρίαρχη αρχή των Αγίων Τόπων.
Η προσπάθεια της Γαλλίας ήταν να επωφεληθεί από την ανάδειξή της ως προστάτιδος δύναμης των χριστιανών στην περιοχή, προβάλοντας ως ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη μεταξύ των καθολικών πιστών και με μοχλό το κύρος αυτό να εκμαιεύσει επιπλέον εισχώρηση στο μαλακό υπογάστριο της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας περαιτέρω προνομιακούς εμπορικούς όρους όσο και κοινωνική διείσδυση επηρεάζοντας έτσι πιο αποφασιστικά την κεντρική οθωμανική διοίκηση.
Η Ρωσική Αυτοκρατορία αντέδρασε στην επιχειρούμενη αλλαγή καθεστώτος στους Αγίους Τόπους. Σύντομα οι Οθωμανοί, υπό την πίεση των Ρώσων, που έβλεπαν εξίσου καχύποπτα τη γαλλική διείσδυση σε περιοχές που υπέβλεπαν οι ίδιοι, βασιζόμενοι σε δύο συνθήκες, μία του 1757 και αυτή του Κιουτσιούκ-Καϊναρτζή του 1774, άλλαξαν την απόφασή τους, αποκηρύσσοντας τη γαλλο-οθωμανική συμφωνία και αναγορεύοντας τη Ρωσία σε προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ναπολέοντας Γ' αντέδρασε κάνοντας επίδειξη ισχύος, στέλνοντας ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο της σύγχρονης σειράς Καρλομάγνος στη Μαύρη Θάλασσα, πράξη που αποτελούσε παραβίαση της Σύμβασης του Λονδίνου για τα Στενά. Η επίδειξη αυτή δύναμης της Γαλλίας, συνδυασμένη με επιθετική διπλωματία και χρήματα, ανάγκασε το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ να αποδεχθεί μια νέα συνθήκη, επιβεβαιώνοντας ότι η Γαλλία και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποτελούσαν τις ανώτατες αρχές ελέγχου στους Αγίους Τόπους καθώς και τους κτήτορες των κλειδιών της Εκκλησίας της Γεννήσεως, που πριν ανήκαν στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αποφασισμένες να αντιμετωπίσουν το Ανατολικό Ζήτημας, οι σύμμαχοι πρότειναν διάφορους όρους για μια ειρηνική διευθέτηση, οι οποίοι περιελάμβαναν ότι η Ρωσία έπρεπε να πάψει να χρησιμοποιεί ως προτεκτοράτα της τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, να εγκαταλείψει κάθε απαίτηση που αφορούσε οποιοδήποτε δικαίωμα παρέμβασής της στα οθωμανικά πολιτικά πράγματα εκ μέρους των ορθόδοξων χριστιανών, να συναινέσει στην αναθεώρηση της Σύμβασης των Στενών του 1841 και να δεχθεί να έχουν πρόσβαση (δικαίωμα ναυσιπλοΐας) στον ποταμό Δούναβη όλα τα έθνη. Ο τσάρος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτά τα τέσσερα Σημεία και ο Κριμαϊκός Πόλεμος μπήκε στην κύρια φάση του.
Η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε κυρίως στη ρωσική χερσόνησο της Κριμαίας, όπου τα συμμαχικά στρατεύματα πολιόρκησαν την πόλη της Σεβαστούπολης. Μετά από μάταιες προσπάθειες από τους Ρώσους να σπάσουν την πολιορκία και την τελική επίθεση των συμμάχων, η Σεβαστούπολη εγκαταλείφθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1855, με αποτέλεσμα την ήττα της Ρωσίας.
Η αυτοκρατορική Ρωσία, ως μέλος της Ιερής Συμμαχίας, λειτουργούσε τον καιρό εκείνο ως αστυφύλακας της Ευρώπης, διατηρώντας σταθερό το ισοζύγιο δυνάμεων που είχε αποφασιστεί στο Συνέδριο της Βιέννης το 1815 και διαδραματίζοντας καταλυτικό ρόλο στην κατάπνιξη κάθε επαναστατικού κινήματος στον ευρωπαϊκό χώρο.
Οι υπόλοιπες ευρωπαϊκές δυνάμεις δε θελανε να επιτρεψουν στους Ρώσους μια τέτοια ελευθερία κινήσεων, καθώς μια περαιτέρω διείσδυση της Ρωσίας στα Βαλκάνια έπληττε θανάσιμα τα συμφέροντά τους (τότε δεν είχε προσαρτηθεί ακόμα η Αίγυπτος από τους Βρετανούς και τον μεταγενέστερο ρόλο του Σουέζ ως δρόμου για τις βρετανικές κτήσεις στην Ινδία είχαν τότε τα Στενά των Δαρδανελλίων).
Το 1851 ήταν η αρχή της αλυσίδας που οδήγησε στα μετέπειτα γεγονότα. Το έτος εκείνο, πραξικόπημα στη Γαλλία κατέλυσε τη Δημοκρατία και αναγόρευσε σε αυτοκράτορα τον Ναπολέοντα Γ', ο οποίος έστειλε κατόπιν τον πρέσβη του στην Κωνσταντινούπολη με την εντολή να αναγκάσει τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν τη Γαλλία ως επικυρίαρχη αρχή των Αγίων Τόπων.
Η προσπάθεια της Γαλλίας ήταν να επωφεληθεί από την ανάδειξή της ως προστάτιδος δύναμης των χριστιανών στην περιοχή, προβάλοντας ως ηγέτιδα δύναμη στην Ευρώπη μεταξύ των καθολικών πιστών και με μοχλό το κύρος αυτό να εκμαιεύσει επιπλέον εισχώρηση στο μαλακό υπογάστριο της παρηκμασμένης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, αποκτώντας περαιτέρω προνομιακούς εμπορικούς όρους όσο και κοινωνική διείσδυση επηρεάζοντας έτσι πιο αποφασιστικά την κεντρική οθωμανική διοίκηση.
Η Ρωσική Αυτοκρατορία αντέδρασε στην επιχειρούμενη αλλαγή καθεστώτος στους Αγίους Τόπους. Σύντομα οι Οθωμανοί, υπό την πίεση των Ρώσων, που έβλεπαν εξίσου καχύποπτα τη γαλλική διείσδυση σε περιοχές που υπέβλεπαν οι ίδιοι, βασιζόμενοι σε δύο συνθήκες, μία του 1757 και αυτή του Κιουτσιούκ-Καϊναρτζή του 1774, άλλαξαν την απόφασή τους, αποκηρύσσοντας τη γαλλο-οθωμανική συμφωνία και αναγορεύοντας τη Ρωσία σε προστάτιδα δύναμη των ορθόδοξων χριστιανών στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ο Ναπολέοντας Γ' αντέδρασε κάνοντας επίδειξη ισχύος, στέλνοντας ένα γαλλικό πολεμικό πλοίο της σύγχρονης σειράς Καρλομάγνος στη Μαύρη Θάλασσα, πράξη που αποτελούσε παραβίαση της Σύμβασης του Λονδίνου για τα Στενά. Η επίδειξη αυτή δύναμης της Γαλλίας, συνδυασμένη με επιθετική διπλωματία και χρήματα, ανάγκασε το Σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄ να αποδεχθεί μια νέα συνθήκη, επιβεβαιώνοντας ότι η Γαλλία και η Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία αποτελούσαν τις ανώτατες αρχές ελέγχου στους Αγίους Τόπους καθώς και τους κτήτορες των κλειδιών της Εκκλησίας της Γεννήσεως, που πριν ανήκαν στην ελληνική Ορθόδοξη Εκκλησία.
Αποφασισμένες να αντιμετωπίσουν το Ανατολικό Ζήτημας, οι σύμμαχοι πρότειναν διάφορους όρους για μια ειρηνική διευθέτηση, οι οποίοι περιελάμβαναν ότι η Ρωσία έπρεπε να πάψει να χρησιμοποιεί ως προτεκτοράτα της τις παραδουνάβιες ηγεμονίες, να εγκαταλείψει κάθε απαίτηση που αφορούσε οποιοδήποτε δικαίωμα παρέμβασής της στα οθωμανικά πολιτικά πράγματα εκ μέρους των ορθόδοξων χριστιανών, να συναινέσει στην αναθεώρηση της Σύμβασης των Στενών του 1841 και να δεχθεί να έχουν πρόσβαση (δικαίωμα ναυσιπλοΐας) στον ποταμό Δούναβη όλα τα έθνη. Ο τσάρος αρνήθηκε να συμμορφωθεί με αυτά τα τέσσερα Σημεία και ο Κριμαϊκός Πόλεμος μπήκε στην κύρια φάση του.
Η σύγκρουση πραγματοποιήθηκε κυρίως στη ρωσική χερσόνησο της Κριμαίας, όπου τα συμμαχικά στρατεύματα πολιόρκησαν την πόλη της Σεβαστούπολης. Μετά από μάταιες προσπάθειες από τους Ρώσους να σπάσουν την πολιορκία και την τελική επίθεση των συμμάχων, η Σεβαστούπολη εγκαταλείφθηκε στις 9 Σεπτεμβρίου 1855, με αποτέλεσμα την ήττα της Ρωσίας.