Ο άνθρωπος έχει την τάση να βλέπει και να απολαμβάνει την ομορφιά, της οποίας μορφές μπορεί να αναπαράγει μέσω της τέχνης. Αυτό είναι ένα μεγάλο πολιτιστικό προνόμιό του, που τον εξευγενίζει, τον προάγει και του επιτρέπει να ζει μια ανώτερη ποιοτικά ζωή.
Ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη υπάρχουν κοινά σημεία. Συγκεκριμένα: Και οι δύο προσπαθούν να μας αποκαλύψουν έναν κόσμο κρυμμένο πίσω από την κατ’ αίσθηση εμπειρία. Η επιστήμη αναζητεί τους νόμους που διέπουν τα φαινόμενα και η τέχνη τη μυστική αρμονία που κρύβεται πίσω από αυτά και που αξίζει να απαθανατιστεί σε συγκεκριμένες καλλιτεχνικές μορφές.
Υπάρχει ένα είδος εκλεκτικής συγγένειας μεταξύ της καλλιτεχνικής ευαισθησίας και του επιστημονικού πνεύματος. Ο έναστρος ουρανός, για παράδειγμα, που προσφέρει πολύτιμο υλικό στους ρεμβασμούς του ποιητή, ιστορικά έχει κεντρίσει την ερευνητική διάθεση του αστρονόμου.
Εξάλλου, υπάρχουν γεωμετρικά σχήματα με αναμφισβήτητη αισθητική αξία και, όπως είναι γνωστό, ο Πλάτων έβλεπε στην καθαρότητα των μορφών τους το αξιολογικά υπέρτερο είδος της κατ’ αίσθηση ομορφιάς.
Κατά τον Πουανκαρέ, το συναίσθημα που δοκιμάζει ο γεωμέτρης ενώπιον του έργου του είναι το ίδιο με το συναίσθημα του καλλιτέχνη ενώπιον του δημιουργήματός του. Είναι και τα δύο της ίδιας φύσης και έχουν την ίδια ένταση. Και δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί επιστήμονες αναγνωρίζουν το ρόλο της δημιουργικής φαντασίας στη διατύπωση τολμηρών υποθέσεων και στη συγκρότηση θεωριών για την υφή και τη δομή της πραγματικότητας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να υπερτιμούμε τις αναλογίες ανάμεσα στην αισθητική και στην επιστημονική θεώρηση του κόσμου. Μεταξύ τους υπάρχουν σημαντικές διαφορές, που έχουν ως αποτέλεσμα η αλήθεια και η ομορφιά να κατατάσσονται σε διαφορετικό αξιολογικό χώρο. Συγκεκριμένα:
Η τέχνη αναφέρεται στο συγκεκριμένο. Και όταν ακόμη το εξιδανικεύει ή το φορτίζει με κάθε λογής σημασίες (θρησκευτικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, πολιτικές), επιστρέφει τελικά σε αυτό, γιατί μόνο μέσα από το συγκεκριμένο μπορεί να αισθητοποιήσει και να συμβολίσει το πνευματικό. Αντίθετα, η επιστήμη, ενώ ξεκινά από τη μελέτη του συγκεκριμένου (του φαινομένου), επιδιώκει να το υπερβεί, για να συλλάβει το “αόρατο” και το γενικό, δηλαδή την αιτία που το προκαλεί και το νόμο που το διέπει.
Η τέχνη δεν αναπαράγει πιστά την πραγματικότητα, αλλά την “ξαναπλάθει”. Ο καλλιτέχνης “ζυμώνει” το έργο του με το προσωπικό του στοιχείο. Έτσι διοχετεύει στο δημιούργημά του ένα μεγάλο μέρος από τους προσωπικούς αγώνες και τις αγωνίες του, από τα βιώματα και τις συγκινήσεις του, από τα πάθη και τα οράματά του.
Όπως πολύ ωραία είπε ο Φρ. Βάκων, τέχνη είναι «ο άνθρωπος που έχει προστεθεί στη φύση» («homo additus naturae»). Αντίθετα, η επιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας είναι όσο το δυνατόν περισσότερο απρόσωπη και αντικειμενική.
Η στάση του καλλιτέχνη είναι κυρίως συνθετική. Αντίθετα, η στάση του επιστήμονα είναι κατά βάση αναλυτική (μολονότι χρησιμοποιεί και συνθετικές θεωρήσεις και μεθόδους). Το ενιαίο, το συγκροτημένο και το σύνθετο, ο επιστήμονας επιδιώκει να το αναλύσει στα συστατικά του στοιχεία, ώστε να απαλλαχθεί από την ψευδαίσθηση των ποιοτήτων και να μελετήσει τα ποσοτικά δεδομένα που δημιουργούν και υποβαστάζουν την υφή τους.
Ο καλλιτέχνης, αντίθετα, είναι με τον τρόπο του ένας «πλάστης» του κόσμου, του οποίου αναζητεί τη μυστική ορμή και τη ζωντανή ενότητα, ώστε να ξεφύγει από τον άψυχο και μηχανικό χώρο του ποσοτικού και να εμφυσήσει στα πράγματα τη γοητεία και το μυστήριο της ποιοτικής τους ιδιαιτερότητας.
Ενώ λοιπόν ο κόσμος του καλλιτέχνη είναι ποικίλος, “έγχρωμος”, ονειρικός, συγκινησιακά ερεθιστικός, ο κόσμος του επιστήμονα είναι κατά το δυνατόν απλός, αυστηρός, αντικειμενικός, προσηλωμένος στην ακρίβεια του μαθηματικού λογισμού. Στόχος του επιστήμονα είναι προπάντων η εξήγηση, ενώ του καλλιτέχνη η πραγμάτωση και η ανάδειξη της αισθητικής αξίας.
Οσο κεφαλαιώδης και αν είναι η σημασία της αισθητικής στάσης ως πολιτιστικού επιτεύγματος που «καθαίρει» την ψυχή υψώνοντάς την σε υπέρτερη συγκινησιακή σφαίρα καθώς και ως παράγοντα αυτογνωσίας, ο ρόλος της στην καλλιέργεια του επιστημονικού πνεύματος μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποβεί ανασταλτικός.
Η αισθητική θεώρηση του κόσμου αποπροσανατολίζει συχνά τον άνθρωπο από επιστημονική άποψη, γιατί τον συνηθίζει στην αναζήτηση και στην αποτίμηση ποιοτήτων, ενώ της επιστήμης έργο είναι η αναγωγή των ποιοτήτων στα ποσοτικά στοιχεία τους. Για το λόγο αυτό, όταν κανείς σκέπτεται και ενεργεί ως επιστήμονας, πρέπει να απαρνηθεί «όλα τα οράματα που διακρίνει στην πεισματάρικη φαντασμαγορία της χορευτικής και ελαφριάς φλόγας, όλους τους ρεμβασμούς που προκαλούν σε αυτόν ο μαγικός καθρέφτης του ήσυχου νερού, η χάρη του τρεχούμενου νερού που κυλάει σαν φίδι ή η τραγουδιστή φωνή του ρυακιού που μουρμουρίζει στη σιωπή της εξοχής.
Πρέπει να ξορκίσει το ‘μυστήριο του ανέμου’ (...), ‘τη δύναμη των φτερών’ που ύμνησε ο Πλάτων στο Φαίδρο και την έμμονη ιδέα του γαλάζιου χρώματος του ουρανού (...). Πρέπει να διακόψει τους δεσμούς του με τη γη, να ξεχάσει την προγονική εξοικείωσή του με την πέτρα που βαραίνει και συντρίβει και που ο φόβος της διαφαίνεται ακόμη στο μύθο του Σισύφου. Πρέπει ταυτόχρονα να ελευθερωθεί από όλα αυτά τα συμπλέγματα που του δημιούργησαν τα παραπάνω στοιχεία» (Γκαστόν Μπασελάρ).
Ανάμεσα στην τέχνη και την επιστήμη υπάρχουν κοινά σημεία. Συγκεκριμένα: Και οι δύο προσπαθούν να μας αποκαλύψουν έναν κόσμο κρυμμένο πίσω από την κατ’ αίσθηση εμπειρία. Η επιστήμη αναζητεί τους νόμους που διέπουν τα φαινόμενα και η τέχνη τη μυστική αρμονία που κρύβεται πίσω από αυτά και που αξίζει να απαθανατιστεί σε συγκεκριμένες καλλιτεχνικές μορφές.
Paul Gauguin, Where do we come from? What are we? Where are we going?, 1897-98 (Museum of Fine Arts, Boston) |
Εξάλλου, υπάρχουν γεωμετρικά σχήματα με αναμφισβήτητη αισθητική αξία και, όπως είναι γνωστό, ο Πλάτων έβλεπε στην καθαρότητα των μορφών τους το αξιολογικά υπέρτερο είδος της κατ’ αίσθηση ομορφιάς.
Κατά τον Πουανκαρέ, το συναίσθημα που δοκιμάζει ο γεωμέτρης ενώπιον του έργου του είναι το ίδιο με το συναίσθημα του καλλιτέχνη ενώπιον του δημιουργήματός του. Είναι και τα δύο της ίδιας φύσης και έχουν την ίδια ένταση. Και δεν είναι τυχαίο το ότι πολλοί επιστήμονες αναγνωρίζουν το ρόλο της δημιουργικής φαντασίας στη διατύπωση τολμηρών υποθέσεων και στη συγκρότηση θεωριών για την υφή και τη δομή της πραγματικότητας.
Ωστόσο, δεν πρέπει να υπερτιμούμε τις αναλογίες ανάμεσα στην αισθητική και στην επιστημονική θεώρηση του κόσμου. Μεταξύ τους υπάρχουν σημαντικές διαφορές, που έχουν ως αποτέλεσμα η αλήθεια και η ομορφιά να κατατάσσονται σε διαφορετικό αξιολογικό χώρο. Συγκεκριμένα:
Η τέχνη αναφέρεται στο συγκεκριμένο. Και όταν ακόμη το εξιδανικεύει ή το φορτίζει με κάθε λογής σημασίες (θρησκευτικές, πολιτικές, φιλοσοφικές, πολιτικές), επιστρέφει τελικά σε αυτό, γιατί μόνο μέσα από το συγκεκριμένο μπορεί να αισθητοποιήσει και να συμβολίσει το πνευματικό. Αντίθετα, η επιστήμη, ενώ ξεκινά από τη μελέτη του συγκεκριμένου (του φαινομένου), επιδιώκει να το υπερβεί, για να συλλάβει το “αόρατο” και το γενικό, δηλαδή την αιτία που το προκαλεί και το νόμο που το διέπει.
Η τέχνη δεν αναπαράγει πιστά την πραγματικότητα, αλλά την “ξαναπλάθει”. Ο καλλιτέχνης “ζυμώνει” το έργο του με το προσωπικό του στοιχείο. Έτσι διοχετεύει στο δημιούργημά του ένα μεγάλο μέρος από τους προσωπικούς αγώνες και τις αγωνίες του, από τα βιώματα και τις συγκινήσεις του, από τα πάθη και τα οράματά του.
Όπως πολύ ωραία είπε ο Φρ. Βάκων, τέχνη είναι «ο άνθρωπος που έχει προστεθεί στη φύση» («homo additus naturae»). Αντίθετα, η επιστημονική θεώρηση της πραγματικότητας είναι όσο το δυνατόν περισσότερο απρόσωπη και αντικειμενική.
Caspar David Friedrich |
Η στάση του καλλιτέχνη είναι κυρίως συνθετική. Αντίθετα, η στάση του επιστήμονα είναι κατά βάση αναλυτική (μολονότι χρησιμοποιεί και συνθετικές θεωρήσεις και μεθόδους). Το ενιαίο, το συγκροτημένο και το σύνθετο, ο επιστήμονας επιδιώκει να το αναλύσει στα συστατικά του στοιχεία, ώστε να απαλλαχθεί από την ψευδαίσθηση των ποιοτήτων και να μελετήσει τα ποσοτικά δεδομένα που δημιουργούν και υποβαστάζουν την υφή τους.
Ο καλλιτέχνης, αντίθετα, είναι με τον τρόπο του ένας «πλάστης» του κόσμου, του οποίου αναζητεί τη μυστική ορμή και τη ζωντανή ενότητα, ώστε να ξεφύγει από τον άψυχο και μηχανικό χώρο του ποσοτικού και να εμφυσήσει στα πράγματα τη γοητεία και το μυστήριο της ποιοτικής τους ιδιαιτερότητας.
Ενώ λοιπόν ο κόσμος του καλλιτέχνη είναι ποικίλος, “έγχρωμος”, ονειρικός, συγκινησιακά ερεθιστικός, ο κόσμος του επιστήμονα είναι κατά το δυνατόν απλός, αυστηρός, αντικειμενικός, προσηλωμένος στην ακρίβεια του μαθηματικού λογισμού. Στόχος του επιστήμονα είναι προπάντων η εξήγηση, ενώ του καλλιτέχνη η πραγμάτωση και η ανάδειξη της αισθητικής αξίας.
Οσο κεφαλαιώδης και αν είναι η σημασία της αισθητικής στάσης ως πολιτιστικού επιτεύγματος που «καθαίρει» την ψυχή υψώνοντάς την σε υπέρτερη συγκινησιακή σφαίρα καθώς και ως παράγοντα αυτογνωσίας, ο ρόλος της στην καλλιέργεια του επιστημονικού πνεύματος μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να αποβεί ανασταλτικός.
Η αισθητική θεώρηση του κόσμου αποπροσανατολίζει συχνά τον άνθρωπο από επιστημονική άποψη, γιατί τον συνηθίζει στην αναζήτηση και στην αποτίμηση ποιοτήτων, ενώ της επιστήμης έργο είναι η αναγωγή των ποιοτήτων στα ποσοτικά στοιχεία τους. Για το λόγο αυτό, όταν κανείς σκέπτεται και ενεργεί ως επιστήμονας, πρέπει να απαρνηθεί «όλα τα οράματα που διακρίνει στην πεισματάρικη φαντασμαγορία της χορευτικής και ελαφριάς φλόγας, όλους τους ρεμβασμούς που προκαλούν σε αυτόν ο μαγικός καθρέφτης του ήσυχου νερού, η χάρη του τρεχούμενου νερού που κυλάει σαν φίδι ή η τραγουδιστή φωνή του ρυακιού που μουρμουρίζει στη σιωπή της εξοχής.
Πρέπει να ξορκίσει το ‘μυστήριο του ανέμου’ (...), ‘τη δύναμη των φτερών’ που ύμνησε ο Πλάτων στο Φαίδρο και την έμμονη ιδέα του γαλάζιου χρώματος του ουρανού (...). Πρέπει να διακόψει τους δεσμούς του με τη γη, να ξεχάσει την προγονική εξοικείωσή του με την πέτρα που βαραίνει και συντρίβει και που ο φόβος της διαφαίνεται ακόμη στο μύθο του Σισύφου. Πρέπει ταυτόχρονα να ελευθερωθεί από όλα αυτά τα συμπλέγματα που του δημιούργησαν τα παραπάνω στοιχεία» (Γκαστόν Μπασελάρ).