Το θέαμα που πρόσφερε το κοινό των δρόμων μιας μεγαλούπολης δεν επιδρούσε σε όλους μεθυστικά. Πολύ πριν γράψει ο Μπωντλαίρ το πεζό ποίημα «Les foules», ο Φρήντριχ Ένγκελς είχε επιχειρήσει να περιγράψει την κίνηση των λονδρέζικων δρόμων.
«Μια πόλη, όπως το Λονδίνο, όπου μπορεί κανείς να περπατάει ώρες ολόκληρες χωρίς να φτάνει ούτε καν στην αρχή του τέλους, χωρίς να συναντάει το παραμικρό σημάδι που θα του επέτρεπε να υποθέσει ότι πλησιάζει στην ύπαιθρο, είναι πράγματι κάτι το ιδιαίτερο.
Αυτή η κολοσσιαία συγκέντρωση, αυτή η συσσώρευση τρεισήμισι εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ ένα σημείο, εκατονταπλασίασε τη δύναμη των τρεισήμισι εκατομμυρίων. Όμως τις θυσίες που κόστισε αυτό τις ανακαλύπτει κανείς αργότερα. Αφού τριγυρίσει λίγες μέρες στα λιθόστρωτα των κεντρικών οδών, τότε μόνο αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής τους για να φέρουν εις πέρας όλα τα θαύματα του πολιτισμού από τα οποία βρίθει η πόλη τους, ότι εκατοντάδες δυνάμεις που φώλιαζαν μέσα τους έμειναν αδρανείς και καταπνίγηκαν.
Το τσιμεντένιο τούνελ του Τάμεση ήταν η πρώτη υποθαλάσσια σήραγγα παγκοσμίως και άνοιξε για το κοινό το 1843
Ήδη η οχλαγωγία των δρόμων έχει κάτι το αποκρουστικό, κάτι που εναντίον του εξεγείρεται η ανθρώπινη φύση. Τούτες οι εκατοντάδες χιλιάδες από κάθε κοινωνική τάξη και σειρά που διαγκωνίζονται για να προσπεράσουν ο ένας τον άλλο, δεν είναι άραγε όλοι τους άνθρωποι με τις ίδιες ιδιότητες και ικανότητες και με την ίδια έγνοια να βρουν την ευτυχία;... Κι όμως προσπερνούν ορμητικά ο ένας τον άλλο, σαν να μην είχαν τίποτε κοινό, καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους, κι όμως η μόνη συμφωνία μεταξύ τους είναι η σιωπηρή εκείνη, ότι καθένας μένει στην πλευρά του πεζοδρομίου που έχει στα δεξιά του, έτσι ώστε τα δύο διασταυρούμενα ρεύματα του συνωστισμού να μην ανακόπτουν το ένα το άλλο.
Κι όμως δεν περνάει από το νου κανενός να αφιερώσει στον άλλον έστω και μια ματιά. Η βάναυση αδιαφορία, η απαθής απομόνωση κάθε ατόμου μέσα στα ιδιωτικά του συμφέροντα προβάλλει τόσο πιο αποκρουστική και προσβλητική όσο περισσότερα είναι τούτα τα άτομα που συνωστίζονται στον μικρό χώρο».
Friedrich Engels, The Condition of the Working Class in England
Στο κείμενο απεικονίζονται οι ετοιμόρροπες, χωρίς αποχωρητήρια κατοικίες των εργαζομένων που σε συνδυασμό με την έλλειψη καθαριότητας προκάλεσε την έξαρση της χολέρας. Φυσικά το ότι σε ένα σπίτι μπορούσαν να μένουν μέχρι και δύο οικογένειες έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η διατροφή τους ήταν φτωχή σε θρεπτικές ουσίες και κατά βάση ήταν όσα η αστική τάξη αρνούταν να καταναλώσει είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω χαμηλής ποιότητας της τροφής.
Οι έμποροι με αυτόν τον τρόπο πουλούσαν τα φτωχά σε θρεπτικά συστατικά τρόφιμα, που δεν επρόκειτο να αγοράσουν οι εύποροι, στους εργάτες και είχαν κέρδος, ιδιαίτερα με τη χρήση «λάθος» ρυθμισμένης ζυγαριάς που έδειχνε περισσότερο από το πραγματικό βάρος. Οι οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να απασχολούν όλα τα μέλη τους είχαν άλλες διατροφικές συνήθειες, με ένα πιο πλούσιο διαιτολόγιο. Αντίθετα, τα άτομα που ήταν μόνα και δε μπορούσαν να αγοράσουν την τροφή τους αναγκαζόταν είτε να ζητιανέψουν είτε να κλέψουν
(Engels F., 2001, σσ, 59, 61, 62, 64, 65).
Η υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, η κακή ποιότητα του πόσιμου νερού, η απουσία λειτουργικού δικτύου αποχέτευσης, οι μικρές αποστάσεις ενός σπιτιού από το άλλο προκάλεσαν διάφορες πνευμονολογικές παθήσεις και η γρήγορη διάδοση τους είχαν ως αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά θανάτων. Ιδιαίτερα τα παιδιά ήταν η πιο ευάλωτη ομάδα που μάλιστα δεν έχαιρε της απαραίτητης προσοχής, αφού οι γονείς εργάζονταν και αναγκάζονταν να αφήσουν το παιδί στο σπίτι. Επιπλέον, η κατάχρηση αλκοόλ από τους άντρες και τα παιδιά αλλά και η χρήση σκευασμάτων προτεινόμενων από μη αρμόδιους με ιατρική πιστοποίηση «γιατρούς», είχαν ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση αυτών των φαρμάκων από τα παιδιά τα οποία κατέληγαν να πεθαίνουν. Η οικονομική αδυναμία των εργατών δεν τους επέτρεπε να χρηματοδοτήσουν τις υπηρεσίες ενός πιστοποιημένου γιατρού.
(Engels F. 2001, σ.68, 69, 70, 71, 72, 73, 74,76)
«Μια πόλη, όπως το Λονδίνο, όπου μπορεί κανείς να περπατάει ώρες ολόκληρες χωρίς να φτάνει ούτε καν στην αρχή του τέλους, χωρίς να συναντάει το παραμικρό σημάδι που θα του επέτρεπε να υποθέσει ότι πλησιάζει στην ύπαιθρο, είναι πράγματι κάτι το ιδιαίτερο.
Αυτή η κολοσσιαία συγκέντρωση, αυτή η συσσώρευση τρεισήμισι εκατομμυρίων ανθρώπων σ’ ένα σημείο, εκατονταπλασίασε τη δύναμη των τρεισήμισι εκατομμυρίων. Όμως τις θυσίες που κόστισε αυτό τις ανακαλύπτει κανείς αργότερα. Αφού τριγυρίσει λίγες μέρες στα λιθόστρωτα των κεντρικών οδών, τότε μόνο αντιλαμβάνεται ότι αυτοί οι Λονδρέζοι χρειάστηκε να θυσιάσουν το καλύτερο κομμάτι της ανθρώπινης υπόστασής τους για να φέρουν εις πέρας όλα τα θαύματα του πολιτισμού από τα οποία βρίθει η πόλη τους, ότι εκατοντάδες δυνάμεις που φώλιαζαν μέσα τους έμειναν αδρανείς και καταπνίγηκαν.
Το τσιμεντένιο τούνελ του Τάμεση ήταν η πρώτη υποθαλάσσια σήραγγα παγκοσμίως και άνοιξε για το κοινό το 1843
Ήδη η οχλαγωγία των δρόμων έχει κάτι το αποκρουστικό, κάτι που εναντίον του εξεγείρεται η ανθρώπινη φύση. Τούτες οι εκατοντάδες χιλιάδες από κάθε κοινωνική τάξη και σειρά που διαγκωνίζονται για να προσπεράσουν ο ένας τον άλλο, δεν είναι άραγε όλοι τους άνθρωποι με τις ίδιες ιδιότητες και ικανότητες και με την ίδια έγνοια να βρουν την ευτυχία;... Κι όμως προσπερνούν ορμητικά ο ένας τον άλλο, σαν να μην είχαν τίποτε κοινό, καμιά απολύτως σχέση μεταξύ τους, κι όμως η μόνη συμφωνία μεταξύ τους είναι η σιωπηρή εκείνη, ότι καθένας μένει στην πλευρά του πεζοδρομίου που έχει στα δεξιά του, έτσι ώστε τα δύο διασταυρούμενα ρεύματα του συνωστισμού να μην ανακόπτουν το ένα το άλλο.
Κι όμως δεν περνάει από το νου κανενός να αφιερώσει στον άλλον έστω και μια ματιά. Η βάναυση αδιαφορία, η απαθής απομόνωση κάθε ατόμου μέσα στα ιδιωτικά του συμφέροντα προβάλλει τόσο πιο αποκρουστική και προσβλητική όσο περισσότερα είναι τούτα τα άτομα που συνωστίζονται στον μικρό χώρο».
Friedrich Engels, The Condition of the Working Class in England
Στο κείμενο απεικονίζονται οι ετοιμόρροπες, χωρίς αποχωρητήρια κατοικίες των εργαζομένων που σε συνδυασμό με την έλλειψη καθαριότητας προκάλεσε την έξαρση της χολέρας. Φυσικά το ότι σε ένα σπίτι μπορούσαν να μένουν μέχρι και δύο οικογένειες έκανε τα πράγματα χειρότερα. Η διατροφή τους ήταν φτωχή σε θρεπτικές ουσίες και κατά βάση ήταν όσα η αστική τάξη αρνούταν να καταναλώσει είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω χαμηλής ποιότητας της τροφής.
Οι έμποροι με αυτόν τον τρόπο πουλούσαν τα φτωχά σε θρεπτικά συστατικά τρόφιμα, που δεν επρόκειτο να αγοράσουν οι εύποροι, στους εργάτες και είχαν κέρδος, ιδιαίτερα με τη χρήση «λάθος» ρυθμισμένης ζυγαριάς που έδειχνε περισσότερο από το πραγματικό βάρος. Οι οικογένειες που είχαν τη δυνατότητα να απασχολούν όλα τα μέλη τους είχαν άλλες διατροφικές συνήθειες, με ένα πιο πλούσιο διαιτολόγιο. Αντίθετα, τα άτομα που ήταν μόνα και δε μπορούσαν να αγοράσουν την τροφή τους αναγκαζόταν είτε να ζητιανέψουν είτε να κλέψουν
(Engels F., 2001, σσ, 59, 61, 62, 64, 65).
Η υψηλή ατμοσφαιρική ρύπανση, η κακή ποιότητα του πόσιμου νερού, η απουσία λειτουργικού δικτύου αποχέτευσης, οι μικρές αποστάσεις ενός σπιτιού από το άλλο προκάλεσαν διάφορες πνευμονολογικές παθήσεις και η γρήγορη διάδοση τους είχαν ως αποτέλεσμα υψηλά ποσοστά θανάτων. Ιδιαίτερα τα παιδιά ήταν η πιο ευάλωτη ομάδα που μάλιστα δεν έχαιρε της απαραίτητης προσοχής, αφού οι γονείς εργάζονταν και αναγκάζονταν να αφήσουν το παιδί στο σπίτι. Επιπλέον, η κατάχρηση αλκοόλ από τους άντρες και τα παιδιά αλλά και η χρήση σκευασμάτων προτεινόμενων από μη αρμόδιους με ιατρική πιστοποίηση «γιατρούς», είχαν ως αποτέλεσμα την υπερκατανάλωση αυτών των φαρμάκων από τα παιδιά τα οποία κατέληγαν να πεθαίνουν. Η οικονομική αδυναμία των εργατών δεν τους επέτρεπε να χρηματοδοτήσουν τις υπηρεσίες ενός πιστοποιημένου γιατρού.
(Engels F. 2001, σ.68, 69, 70, 71, 72, 73, 74,76)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου