Η ακαδημαϊκή περίοδος (1800-1940), χαρακτηρίστηκε από την ανάγκη τεχνικής εκπαίδευσης των νέων μελών της επιστημονικής κοινότητας και αποδοτικότερης διαχείρισης της επιστημονικής γνώσης. Ως αποτέλεσμα, η βασική έρευνα και η επιστημονική εργασία έτεινε να συγκεντρωθεί μέσα στα πανεπιστήμια.
Είναι στον δέκατο ένατο αιώνα οπου γεννιέται μια φιγούρα παράξενη, άγνωστη στα προηγούμενα χρονια, αυτήν του επαγγελματία φιλοσοφου, καθηγητή πανεπιστημίου.
Ο Αριστοτέλης, ο κατ εξοχήν φιλόσοφος, ασχολούνταν με την γνώση γενικά, από την κίνηση των ζώων μέχρι την φυση των ουρανιων σωμάτων. Στα χρονια του μεσαίωνα υπήρξαν καθηγητές πανεπιστημίων, και ήταν θεολόγοι, δάσκαλοι της λογικής και της ρητορικής, αλλά κανίς τους δεν έκανε μόνο φιλοσοφία.
Giuseppe Pellizza da Volpedo, Il Quarto stato, 1898 - 1901.
Σ αυτόν τον πίνακα ο Pellizza αναπαραστει μια εικόνα κοινωνικής ζωής των χρονων του, μια στιγμή απεργίας και διαμαρτυρίας. Αλλα ο πίνακας είναι και η αλληγορία ενός λαού που προχωρά ενωμένος και αποφασισμένος προς το μέλλον, αφήνοντας πισω του τα χρονια της καταπίεσης.
Στην Αναγέννηση φιλοσοφούσαν ανακαλύπτοντας τα αρχαία γραπτά και προτείνοντας καινούρια εννοιολογικά εργαλεία για να διερευνήσουν τον φυσικο κοσμο, συζητώντας για ιατρική, αστρονομία, μηχανική. Οι Μπεικον, Γαλιλαιος, Καρτεσιος, Πασκαλ η ο Λοκ, δεν είχανε πολλά κοινα με έναν καθηγητή φιλοσοφίας του 19ου αιωνα.
Στον δέκατο όγδοο αιωνα το να φιλοσοφείς ήταν μια ηθική επιλογή, και όχι επαγγελματική. Στον δέκατο ενατο αιωνα αντίθετα, φαίνεται πως εκείνες οι φυσικές επιστήμες που έναν καιρο ήταν το αντικείμενο του φιλοσοφικού ενδιαφέροντος, έχουν οριστικά παραμεληθει και η φιλοσοφία αναζητά ένα χώρο αποκλειστικά δικο της. Θα μπορούσε, και μάλιστα κάποιες σχολές το κάνουν, να μεταλλαχθεί σε απορία σχετικά με την επιστημονική μέθοδο η με τις μαθηματικές δομές, μα σε άλλες περιπτώσεις παρουσιάζεται ως γνώση αυτόνομη και ανώτερη, ως ο μοναδικός τρόπος για την κατανόηση του πραγματικού.
Ο Καντ αφήνει στον καινούριο αιωνα μια θεμελιώδη πρόταση. Αν έχουμε εμπειρία του κόσμου, είναι γιαπί στο υποκείμενο υπάρχουν βασικές γνωστικές λειτουργείες, οι οποίες δεν είναι η αντανάκλαση του κόσμου, αλλά ο πρωταρχικός του ταξιθέτης.
Κατά τον Καντ, που είναι και ο δημιουργός της κριτικής σχολής, για να γνωρίσουμε επιστημονικά τον εξωτερικό κόσμο, πρέπει οπωσδήποτε να έχουμε στη διάθεσή μας εμπειρικό υλικό. Αυτό το εμπειρικό υλικό, που βέβαια δεν είναι έμφυτο στον άνθρωπο, αλλά προέρχεται από την επαφή του με τον εξωτερικό κόσμο, ο Καντ το ονομάζει υλικό α posteriori («εκ των υστέρων»). Χωρίς αυτό, η γνώση του εξωτερικού κόσμου θα ήταν ανέφικτη. Αυτό όμως το a posteriori, το εμπειρικό υλικό, δεν αρκεί για να εξασφαλίσει τη γνώση. Πρέπει προηγουμένως να υποβληθεί σε επεξεργασία από τις λειτουργίες της αντιληπτικής και της νοητικής μας ικανότητας. Οι λειτουργίες αυτές είναι προεμπειρικές, έμφυτες, και ο Καντ τις ονομάζει α priori («εκ των προτέρων»). Ανάμεσα στην αντικειμενική πραγματικότητα και στη γνώση που κατακτούμε σχετικά με αυτήν παρεμβάλλονται διαρκώς με τη ρυθμιστική επενέργειά τους οι a priori δομές της αντιληπτικής και της νοητικής μας ικανότητας. Αλλά αυτή η παρεμβολή είναι, κατά κάποιο τρόπο, «παραμορφωτική». Άρα γνωρίζουμε τα πράγματα του εξωτερικού κόσμου όχι όπως ακριβώς είναι έξω από τη συνείδησή μας, αλλά όπως μας επιτρέπουν οι έμφυτες ικανότητές μας να τα γνωρίσουμε. Όχι «καθ’ εαυτά» αλλά απλώς ως φαινόμενα. Η πραγματικότητα σε ό,τι πιο εσωτερικό και πιο ιδιότυπο τη χαρακτηρίζει θα παραμείνει απροσπέλαστη στη γνωστική μας ικανότητα. Το «πράγμα καθ’ εαυτό» («Ding an sich») δε θα μπορέσουμε να το συλλάβουμε ποτέ.
Στην φιλοσοφία τίθεται έτσι το πρόβλημα για το πως αυτό το υποκείμενο δημιουργεί και μετατρέπει τον κόσμο. Θέλει να καταλάβει, όχι το πως είναι ο κόσμος, αλλά ποιες είναι οι λειτουργείες εκείνες με τις οποίες το υποκείμενο τον υλοποιεί, και αυτό μπορεί να γίνει μόνο με φιλοσοφικό στοχασμό. Αν κάποτε η φιλοσοφία ήταν υπηρέτρια της θεολογίας, τώρα κάθε μορφή γνώσης, πρέπεi να γίνει υπηρέτρια της φιλοσοφίας..
Ο 19ος αιώνας είναι o αιώνας των κατακτήσεων και της προόδου, υπερήφανος για τις επιτεύξεις του, που πιστεύει πως στην ανθρώπινη ανάγκη για γνώση δεν πρέπει να τίθενται όρια.
Πιστεύει στον άνθρωπο κατακτητή που μεταλλάζει την φύση. Πείθεται πως οι αλλαγές δεν είναι προσωπική υπόθεση κάποιων, αλλά μια απόλυτη επιταγή του είδους για την επικράτηση του πιο δυνατού.
Είναι ο αιώνας που ο άνθρωπος νιώθει νικητής, ανεξάρτητα του αν προέρχεται απ τον πίθηκο, ακριβώς επειδή είναι ο φορέας αυτής της εξέλιξης.
Πνευμα - Κουλτουρα - Ουτοπια
"Η διαλεκτική μου μέθοδος -γράφει ο Μαρξ- δεν είναι μόνο διαφορετική από εκείνη του Χέγκελ, αλλά είναι ακριβώς το αντίθετο της. Για το Χέγκελ, η διαδικασία της νόησης –που με το όνομα “Ιδέα” το μετατρέπει σε αυθύπαρκτο υποκείμενο– είναι ο δημιουργός του πραγματικού κόσμου και ο πραγματικός κόσμος αποτελεί μονάχα την εξωτερική φαινομενική μορφή της ιδέας. Για εμένα αντίθετα, το ιδεατό δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο υλικός κόσμος όπως αντανακλάται στο ανθρώπινο μυαλό και μεταφράζεται σε μορφές σκέψης".
Οι λεγόμενοι ιδεαλιστές φιλόσοφοι δεν σκέφτηκαν ποτέ ότι ο κόσμος είναι αποκλειστικά φαινομενικός.
Ο Ιδεαλισμός είναι στενά συνδεδεμένος με την ιδέα του πνεύματος, της Συνείδησης. και είτε άμεσα είτε έμμεσα όλες οι ιδεαλιστικές φιλοσοφίες καταλήγουν στην ύπαρξη κάποιας ανώτερης δύναμης ανεξάρτητης από τον άνθρωπο. Αυτή η δύναμη μπορεί να πάρει διάφορα ονόματα αλλά παρουσιάζεται πάντα ως κοινωνική ενέργεια (κουλτούρα) ικανή να καθορίζει τον κόσμο με τρόπο διαρκώς καινούριο, δημιουργώντας την ιστορία. Κράτος, έθνος, λαός, είναι φιγούρες αυτής της δύναμης, που δεν σταματά να αλλάζει τα πράγματα και να τα καλυτερεύει (πάντα) με το πέρασμα του χρόνου.
Υπό το πρίσμα αυτής της οπτικής οι ιδεαλιστές δεν διαφέρουν από τους υλιστές εκτός του ότι για τους ιδεαλιστές ο κόσμος δεν γνωρίζει οπισθοδρόμηση επειδή οτιδήποτε είναι πραγματικό είναι και λογικό.
Χέγκελ
Ακρογωνιαίος λίθος του συστήματός του είναι το ακόλουθο αξίωμα: «Καθετί το πραγματικό είναι λογικό και καθετί το λογικό είναι πραγματικό». Σε γενικές γραμμές αυτό σημαίνει το εξής:
Οτιδήποτε υπάρχει πραγματικά μπορεί να εξηγηθεί με βάση ορισμένες αρχές που τις θέτει το πνεύμα, ώστε να βρεθεί το αίτιο, από το οποίο προέκυψε (ποιητικό αίτιο) και ο σκοπός στον οποίο κατατείνει (τελικό αίτιο). Άρα καθετί το πραγματικό είναι λογικό.
Καθετί που η σκέψη μπορεί να το εξηγήσει λογικά, δηλαδή να βρει το αίτιο από το οποίο προέρχεται και το σκοπό για τον οποίο δημιουργήθηκε, υπάρχει πραγματικά. Άρα καθετί το λογικό είναι πραγματικό.
Στον Χέγκελ, με άλλα λόγια, είναι και ιδέα ταυτίζονται. Η ιδέα είναι η ουσία των όντων. Αλλά η σκέψη μας αποτελεί μέρος της ιδέας. «Μετέχει» σε αυτήν και είναι «ομοούσια» προς αυτήν. Άρα την αλήθεια για τα πράγματα μόνο με τη σκέψη μας μπορούμε να τη συλλάβουμε.
Οι υλιστές φιλόσοφοι υποστηρίζουν ότι, ο υλικός κόσμος είναι αυθύπαρκτος, μετασχηματίζεται από τις ιδέες όταν αυτές γίνονται πράξη, αλλά χωρίς αυτόν δεν μπορούν να γεννηθούν ιδέες. Στις ιδέες συγκαταλέγονται οι θρησκείες, οι πολιτικές αντιλήψεις, οι επιστήμες, οι τέχνες, όλη δηλαδή η ανθρώπινη δραστηριότητα πριν αυτή γίνει πράξη. ("η ανθρώπινη ύπαρξη δημιουργεί την συνείδηση και όχι η συνείδηση την ανθρώπινη ύπαρξη") (η ανθρώπινη συνείδηση διαμορφώνει την κοινωνική μας κατάσταση κι όχι η κοινωνική κατάσταση την συνείδηση μας)
Από την εποχή της Αναγέννησης και μετά εμφανίζονταν ουτοπίες αλλά ήταν καθαρά αναζητήσεις μιας άφταστης και ως εκ τούτου ανεκπλήρωτης τελειότητας. Στον δέκατο ένατο αιώνα αντίθετα, η Ουτοπία γίνεται κοινωνικός σκοπός. Η σκέψη για έναν καλύτερο κόσμο, ζητά να αλλάξει την υπάρχουσα ιστορία.
Ο ουτοπιστής που σχεδιάζει μια κοινωνία ισότιμων. ωθείται με την ίδια προοδευτική ενέργεια και ενθουσιασμό του επιστήμονα που αγωνίζεται για μια κοινωνία ανθρώπων ικανών να κυριαρχήσουν στην φύση τείθοντας την υπό έλεγχο.