Στις αρχές του 19ου αιώνα το ενδιαφέρον των συνθετών και του κοινού στρέφεται στην όπερα με νέα θέματα, που εκφράζουν συναισθήματα, ιδέες και πραγματικές καταστάσεις και ήρωες που βρίσκονται πιο κοντά στην καθημερινότητα.
Τα νέα αυτά θέματα αντανακλούν την αλλαγή των καιρών. Στην Ιταλία η επιρροή του Γκλουκ (1714-1787) θα εμπνεύσει πολλούς μικρότερους συνθέτες.
Ο Ροσίνι (1792-1868) επέφερε αρκετές καινοτομίες, όπως τον εμπλουτισμό της ορχήστρας και των οργανικών μερών, ενώ συνέχιζε να εμπνέεται από την παραδοσιακή κωμική όπερα (όπερα μπούφα).
Στη Γαλλία θα κυριαρχήσουν η λεγόμενη «μεγάλη όπερα» και η γαλλική κωμική όπερα σαν ιδανική έκφραση της αστικής τάξης της Παλινόρθωσης και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Χρησιμοποίησαν υποθέσεις από τα μυθιστορήματα του Δουμά και του Ουγκώ, θέματα με τραγικό περιεχόμενο, παρμένα από το Μεσαίωνα, φαντάσματα, σκοτεινά εγκλήματα. Χρησιμοποίησαν μεγάλες αποθεωτικές χορωδιακές σκηνές που συνοδεύουν επαναστατικές πράξεις ή αιώνιους έρωτες. Δημιούργησαν το λυρικό δράμα.
Στη Γερμανία αναπτύχθηκε ένα ξεχωριστό είδος όπερας που χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία και την επανάληψη ενός βασικού θέματος . Στο είδος αυτό κυριαρχεί το μουσικό δράμα του Βάγκνερ.
Ματίλντε Βέζεντονκ, Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Ο Βάγκνερ, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει το ποιητικό κείμενο για τον «Τριστάνο» και να δουλεύει τη μουσική του, συνέθεσε τη μουσική για πέντε ποιήματα της Ματίλντε, τα Wesendonck Lieder, από τον Νοέμβριο του 1857 έως τον Μάιο του 1858.
Για το Βάγκνερ η όπερα δεν είναι απλά ένας τόπος διασκέδασης, αλλά ένα τραγουδιστό θέατρο. Πρέπει να αποτελεί τον τόπο συνάντησης όλων των τεχνών. Πώς μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο; Με την κατάργηση των παραδοσιακών μορφών της όπερας, δηλαδή της απαγγελίας και του τραγουδιού. Στη θέση τους, ο Βάγκνερ χρησιμοποίησε το «λαϊτμοτίβ», δηλαδή μια σταθερή μουσική φράση που συμβολίζει ένα χαρακτήρα ή μία ιδέα και επανέρχεται σταθερά κατά τη διάρκεια του έργου.
Ένας ακόμα συνθέτης, που πετυχαίνει μια προσωρινή ανανέωση της όπερας στην Ιταλία, είναι ο Βέρντι, ο συνθέτης της ιταλικής ενοποίησης.
Τα νέα αυτά θέματα αντανακλούν την αλλαγή των καιρών. Στην Ιταλία η επιρροή του Γκλουκ (1714-1787) θα εμπνεύσει πολλούς μικρότερους συνθέτες.
Ο Ροσίνι (1792-1868) επέφερε αρκετές καινοτομίες, όπως τον εμπλουτισμό της ορχήστρας και των οργανικών μερών, ενώ συνέχιζε να εμπνέεται από την παραδοσιακή κωμική όπερα (όπερα μπούφα).
Στη Γαλλία θα κυριαρχήσουν η λεγόμενη «μεγάλη όπερα» και η γαλλική κωμική όπερα σαν ιδανική έκφραση της αστικής τάξης της Παλινόρθωσης και της Δεύτερης Αυτοκρατορίας. Χρησιμοποίησαν υποθέσεις από τα μυθιστορήματα του Δουμά και του Ουγκώ, θέματα με τραγικό περιεχόμενο, παρμένα από το Μεσαίωνα, φαντάσματα, σκοτεινά εγκλήματα. Χρησιμοποίησαν μεγάλες αποθεωτικές χορωδιακές σκηνές που συνοδεύουν επαναστατικές πράξεις ή αιώνιους έρωτες. Δημιούργησαν το λυρικό δράμα.
Στη Γερμανία αναπτύχθηκε ένα ξεχωριστό είδος όπερας που χαρακτηρίστηκε από την κυριαρχία και την επανάληψη ενός βασικού θέματος . Στο είδος αυτό κυριαρχεί το μουσικό δράμα του Βάγκνερ.
Ματίλντε Βέζεντονκ, Ρίχαρντ Βάγκνερ.
Ο Βάγκνερ, ενώ είχε ήδη ξεκινήσει να γράφει το ποιητικό κείμενο για τον «Τριστάνο» και να δουλεύει τη μουσική του, συνέθεσε τη μουσική για πέντε ποιήματα της Ματίλντε, τα Wesendonck Lieder, από τον Νοέμβριο του 1857 έως τον Μάιο του 1858.
Για το Βάγκνερ η όπερα δεν είναι απλά ένας τόπος διασκέδασης, αλλά ένα τραγουδιστό θέατρο. Πρέπει να αποτελεί τον τόπο συνάντησης όλων των τεχνών. Πώς μπορεί να πετύχει κάτι τέτοιο; Με την κατάργηση των παραδοσιακών μορφών της όπερας, δηλαδή της απαγγελίας και του τραγουδιού. Στη θέση τους, ο Βάγκνερ χρησιμοποίησε το «λαϊτμοτίβ», δηλαδή μια σταθερή μουσική φράση που συμβολίζει ένα χαρακτήρα ή μία ιδέα και επανέρχεται σταθερά κατά τη διάρκεια του έργου.
Ένας ακόμα συνθέτης, που πετυχαίνει μια προσωρινή ανανέωση της όπερας στην Ιταλία, είναι ο Βέρντι, ο συνθέτης της ιταλικής ενοποίησης.