Ο όρος "τέχνη για την τέχνη" αποτελεί κατά λέξη μετάφραση του αντίστοιχου γαλλικού όρου («l' art pour l' art») και προσπαθεί να εκφράσει με τρόπο λακωνικό μία ορισμένη άποψη για την τέχνη: ότι, δηλαδή, κάθε έργο τέχνης χαρακτηρίζεται από αυτάρκεια και αυτονομία.
Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τους υποστηρικτές αυτής της άποψης, το έργο τέχνης αποτελεί έναν ξεχωριστό κόσμο, μοναδικό και ανεπανάληπτο, με δική του συνοχή, και, συνεπώς, είναι ένα αντικείμενο που πρέπει να το απολαμβάνουμε καθαυτό χωρίς καμία αναφορά σε οποιοδήποτε εξωτερικό στοιχείο.
Μ' άλλα λόγια, η τέχνη δε χρησιμεύει σε κάτι, δεν είναι ένα μέσο για να φτάσουμε σε κάποιον άλλο εξωτερικό στόχο, αλλά είναι ταυτόχρονα μέσο και στόχος.
Η άποψη αυτή φαίνεται ότι ξεκίνησε απ' τους Γερμανούς ρομαντικούς αλλά τη συναντάμε και στη Γαλλία και στην Αγγλία, ήδη από τις πρώτες δεκαετίες του 19ου αιώνα.
Μάλιστα, το 1818 διατυπώνεται για πρώτη φορά και ο όρος «τέχνη για την τέχνη» από το Γάλλο στοχαστή Victor Cousin.
Οι συγγραφείς του Αισθητισμού χρησιμοποιούσαν το σύνθημα «Η Τέχνη για την Τέχνη» (Art for Art's Sake), που διαμορφώθηκε από το φιλόσοφο Βικτόρ Κουζέν (Victor Cousin) και το οποίο προώθησε ο Τεοφίλ Γκωτιέ (Theophile Gautier) στη Γαλλία, διακηρύσσοντας ότι η τέχνη δεν συνδέεται με την ηθική.
Πίστευαν ότι ο ρόλος οποιασδήποτε μορφής τέχνης είναι να παρέχει εκλεπτυσμένη αισθησιακή ηδονή παρά να εκφράζει ηθικά ή συναισθηματικά μηνύματα. Συνεπώς, δεν δεχόντουσαν τις ωφελιμιστικές θεωρίες των Τζων Ράσκιν (John Ruskin) και του Μάθιου Άρνολντ (Matthew Arnold), σύμφωνα με τις οποίες η τέχνη είναι κάτι ηθικό ή χρήσιμο.
Αντ' αυτού, πίστευαν ότι η Τέχνη δεν έχει κάποιο διδακτικό σκοπό, αλλά χρειάζεται απλά να είναι όμορφη. Ο Αισθητισμός ανέπτυξε τη λατρεία της ομορφιάς, την οποία θεωρούσε το βασικότερο παράγοντα στην τέχνη.
Υποστήριζε ότι η ζωή πρέπει να αντιγράφει την τέχνη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του κινήματος ήταν : πρόταση αντί δήλωσης, φιληδονία, μαζική χρήση συμβόλων και συναισθησιακή ισχύ, που σημαίνει εναρμόνιση μεταξύ λέξεων, χρωμάτων και μουσικής.
Ειδικά σε ό,τι αφορά τη λογοτεχνία, ο όρος «τέχνη για την τέχνη» αναφέρεται κυρίως στην ποίηση. Πάντα στη Γαλλία, ποιητές όπως ο Charles Baudelaire και ο Theophile Gautier, επηρεασμένοι και από τις απόψεις του Αμερικανού Edgar Allan Poe, αντιμετωπίζουν την ποίηση ως μια προσπάθεια βίωσης της καθαρής ομορφιάς, μέσα από το ρυθμό και τις λέξεις, με πλήρη αδιαφορία για τα εξωτερικά στοιχεία. Τις απόψεις αυτές υιοθετούν ως ένα βαθμό αργότερα οι συμβολιστές, και ειδικά οι υποστηρικτές της λεγόμενης καθαρής ποίησης.
Στα ίδια περίπου πλαίσια κινείται και ο Βρετανός A. C. Bradley, που το 1901 εκφράζει την άποψη ότι η εμπειρία της ποίησης είναι αυτοσκοπός και ότι η ποιητική αξία συνδέεται αποκλειστικά με την αισθητική απόλαυση και όχι με την πραγματικότητα, με την οποία το ποίημα δε συναντιέται ποτέ, αφού είναι ένας αυτόνομος, παράλληλος κόσμος, με δικούς του κανόνες.
Είναι γεγονός ότι τις πρώτες δεκαετίες του 20ου αιώνα, οι ιδέες αυτές είχαν πολύ μεγάλη απήχηση μεταξύ των λογοτεχνών και των καλλιτεχνών. Ειδικά στον άγγλο-σαξονικό κόσμο, γύρω στο 1920, το σύνθημα «η τέχνη για την τέχνη» ήταν η κυρίαρχη άποψη.
Από το συγκεκριμένο σύνθημα επηρεάστηκαν ως ένα βαθμό και αρκετοί κριτικοί του 20ου αιώνα, που υποστήριξαν σθεναρά την άποψη ότι τα λογοτεχνικά κείμενα συνιστούν κόσμους αυτόνομους και αυτάρκεις και προσφέρονται μόνο για εσωτερική μελέτη, χωρίς καμία αναφορά σε στοιχεία εξωτερικά. Σχολές όπως ο ρωσικός φορμαλισμός, η αγγλο-αμερικανική νέα κριτική ή ο δομισμός, δεν ανατρέχουν σε βιογραφικά, ιστορικά, κοινωνιολογικά, ψυχολογικά ή άλλα εξωτερικά στοιχεία αλλά ερμηνεύουν τα κείμενα με βάση τα εσωτερικά τους χαρακτηριστικά και τους νόμους που διέπουν τον κόσμο της λογοτεχνίας.