Ειδικά σε ό,τι αφορά τη νεοελληνική λογοτεχνία, τα απομνημονεύματα συνδέονται κυρίως με τους αγωνιστές και την Επανάσταση του 1821. Πολλοί θέλησαν να καταθέσουν μια γραπτή μαρτυρία για τα σπουδαία γεγονότα το οποία έζησαν και αρκετοί από αυτούς κατόρθωσαν να αφήσουν σημαντικά κείμενα.
Αξιες αναφορας ειναι οι προσπάθειες των Χρ. Περραιβού, Εμμανουήλ Ξάνθου, Παναγή Σκουζέ, Παλαιών Πατρών Γερμανού, Φωτάκου κ.ά.
Ωστόσο, τα κείμενα που παρουσιάζουν το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, τόσο από ιστορικής όσο και από λογοτεχνικής πλευράς, είναι τρία: .
τα Στρατιωτικά Ενθυμήματα του Κασομούλη, τα Απομνημονεύματα του Μακρυγιάννη και η Διήγησις συμβάντων της ελληνικής φυλής, που είναι μια προφορική αφήγηση του Θ. Κολοκοτρώνη καταγραμμένη από το λόγιο της εποχής Γεώργιο Τερτσέτη (ο ίδιος κατέγραψε και τις αφηγήσεις του Νικηταρά και του Δήμου Τσέλιου). .
Μακρυγιάννης Στρατηγός
Απομνημονεύματα
ΕΙΣΑΓΩΓΗ
1829 Φλεβαρίου 26, Ἄργος. Εἶμαι διορισμένος ἀπὸ τὴν κυβέρνηση τοῦ Κυβερνήτη Καποδίστρια Γενικὸς Ἀρχηγὸς τῆς Ἐκτελεστικῆς δύναμης τῆς Πελοπόννησος καὶ Σπάρτης.[1] Ὁ σταθμός μου εἶναι ἐδῶ εἰς Ἄργος. Κάθομαι καὶ ἀγροικιῶμαι μὲ τὴν Κυβέρνηση καὶ παντοῦ εἰς τὴς ἐπαρχίες μ' ἀρχὲς κι' ἀξιωματικοὺς καὶ ὅποτε κάνει χρεία, φέρνω καὶ γύρα σὲ ὅλα τὰ μέρη αὐτὰ διὰ τὴν γενικὴ ἡσυχία καὶ ξακολουθῶ τὰ χρέη μου καθήμενος τὸν περισσότερον καιρὸν ἐδῶ. Καὶ γιὰ νὰ μὴν τρέχω εἰς τοὺς καφφενέδες καὶ σὲ ἄλλα τοιοῦτα καὶ δὲν τὰ συνηθῶ - (ἤξερα ὀλίγον γράψιμον, ὅτι δὲν εἶχα πάγῃ εἰς δάσκαλο ἀπὸ τὰ αἴτια ὁποῦ θὰ ξηγηθῶ, μὴν ἔχοντας τοὺς τρόπους) περικαλοῦσα τὸν ἕναν φίλον καὶ τὸν ἄλλον καὶ μ' ἔμαθαν κάτι περισσότερον ἐδῶ εἰς Ἄργος, ὁποῦ κάθομαι ἄνεργος. Ἀφοῦ λοιπὸν καταγίνηκα ἕνα δυὸ μῆνες νὰ μάθω ἐτοῦτα τὰ γράμματα ὀποῦ βλέπετε, ἐφαντάστηκα νὰ γράψω τὸν βίον μου, ὅσα ἔπραξα εἰς τὴν μικρή μου ἡλικία καὶ ὅσα εἰς τὴν κοινωνία, ὅταν ἦρθα σὲ ἡλικία, καὶ ὅσα διὰ τὴν πατρίδα μου, ὁποῦ μπῆκα εἰς τῆς Ἑταιρίας τὸ μυστήριον διὰ τὸν ἀγῶνα τῆς λευτεριᾶς μας καὶ ὅσα εἶδα καὶ ξέρω ὁποὔγιναν εἰς τὸν Ἀγῶνα, καὶ σὲ ὅσα κατὰ δύναμη συμμέθεξα κ' ἐγὼ κ' ἔκαμα τὸ χρέος μου, ἐκεῖνο ὁποῦ μποροῦσα. Δὲν ἔπρεπε νὰ ἔμπω εἰς αὐτὸ τὸ ἔργον ἕνας ἀγράμματος, νὰ βαρύνω τοὺς τίμιους ἀναγνῶστες καὶ μεγάλους ἄντρες καὶ σοφοὺς τῆς κοινωνίας καὶ νὰ τοὺς βάλω σὲ βάρος, νὰ τοὺς κινῶ τὴν περιέργειά τους καὶ νὰ χάνουν τὴς πολυτίμητες στιμὲς εἰς αὐτά. Ἀφοῦ ὅμως ἔλαβα καὶ ἐγὼ ὡς ἄνθρωπος αὐτείνη τὴν ἀδυναμίαν, σᾶς ζητῶ συγνώμη εἰς τὸ βάρος ὁποῦ θὰ σᾶς δώσω. Ἂν εἶμαι τίμιος ἄνθρωπος, θέλω γράψῃ τὴν ἀλήθεια, καθὼς ἔγιναν τὰ γραφόμενα, ὁποῦ θὰ σημειώσω. Ὅλοι οἱ ἀναγνῶστες ἔχετε χρέος πρῶτα νὰ 'ρευνήσετε διὰ τὴν διαγωγή μου, πῶς φέρθηκα εἰς τὴν κοινωνία καὶ Ἀγῶνα, καὶ ἂν τιμίως φέρθηκα, βάλετε βάση καὶ εἰς τὰ γραφόμενά μου˙ ἂν ἀτίμως φέρθηκα, μὴν πιστεύετε τίποτας. Καὶ ἀφοῦ μάθετε ὅτι φέρθηκα τιμίως καὶ ἰδῆτε σημειωμένα ἔγγραφα καὶ ἀπόδειξες[2], ἀρχὴ καὶ τέλος, ἀπὸ διαφόρους, ἀπὸ κυβέρνησες καὶ ἀπὸ ἀρχὲς καὶ ἀπὸ ἄλλους πολλούς, ὅθεν χρημάτισα ἐγὼ μὲ τοὺς ἀδελφούς μου συναγωνιστάς, ὁποῦ μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς νὰ ἔχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου, ὅλο καλύτερούς μου εἰς τὸν ἀγῶνα καὶ εἰς ὑπηρεσίες, ὅθεν διατάχτηκα. Μὲ δεκοχτὼ ἀνθρώπους πρωτοκινήθηκα[3] εἰς τὸν ἀγῶνα˙ ὡς τοὺς χίλιους τετρακόσιους μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς νἄχω εἰς τὴν ὁδηγίαν μου. Ποτὲ δὲν μολύθηκαν τ' ἀρχεῖα τῆς πατρίδος μου˙ οὔτε εἰς τὴν κυβέρνησιν, οὔτε εἰς ἐπαρχίες, οὔτε εἰς ἄτομα, ὁποῦ ἀγωνιστήκαμεν εἰς τὴν Ρούμελη, Πελοπόννησον καὶ νησιὰ καὶ Σπάρτη, δὲν εἶναι πουθενὰ κατηγορία παραμικρὴ διὰ ἐμᾶς. Εὐκαριστήρια θὰ ἰδῆτε ἀπ' οὗλα τὰ μέρη πλῆθος ἐδῶ μέσα σημειωμένα, καὶ παντοῦ εἰς τὸ κράτος καὶ εἰς τ' ἀρχεῖα τῆς κυβέρνησης φαίνονται αὐτά. Καὶ μ' ὅσους ἀνθρώπους μ' ἀξίωσε ὁ Θεὸς καὶ διοίκησα, διάφορες ἀκαταστασίες καὶ ἁρπαγὲς ηὗραν τὴν πατρίδα, ἀρχὴ καὶ τέλος, δοξασμένο νὰ εἶναι τὸ πανάγαθον ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ἐμᾶς δὲν μᾶς ἄφησε νὰ μολυθοῦμεν. Καὶ αὐτὲς τὴς χάριτες πρέπει νὰ τὴς χρωστάγῃ ἡ πατρὶς εἰς τοὺς ἀξιότιμους καὶ ἀγαθοὺς καὶ γενναίους πατριῶτες τοὺς συναγωνιστάς μου, ὁποὖχα εἰς τὴν ὁδηγίαν μου εἰς τὸν ἀγῶνα, ὁποῦ συνεισφέραμεν καὶ ἐμεῖς κατὰ δύναμιν εἰς τὴς ἀνάγκες πατρίδος. Εἶναι ἡ ἀρετὴ καὶ ὁ πατριωτισμός, ὁποῦ ἔδειξαν, αὐτείνων τῶν καλῶν πατριώτων, ὄχι ἐμένα. Ὅτι ἐγὼ δὲν εἶχα αὐτείνη τὴν ἀρετή, οὔτε τὴν ἔχω ἀκόμα˙ καθὼς εἰς τοὺς πολέμους, καὶ τώρα εἰς τὴν 'πηρεσίαν εἶναι αὐτεῖνοι οἱ καλύτεροί μου. Εἶναι καὶ τώρα εἰς τὴν 'πηρεσία, εἰς τὴν ὁδηγία μου, οἱ γενναῖγοι καὶ ἀγαθοὶ ἀξιωματικοὶ Μισολογγιοῦ μὲ τὸν ἀγαθὸν καὶ γενναῖον ἀρχηγόν τους Μῆτρο Ντεληγιώργη, φρούραρχο εἰς τὸν ἀγῶνα τοῦ Μισολογγιοῦ.[4] Εἶναι πολλοὶ γενναῖγοι καὶ ἀξιότιμοι νησιῶτες καὶ Πελοποννήσιοι, ἀγαθοὶ ἀγωνισταί˙ εἶναι Ρουμελιῶτες. Εἶναι οἱ ἀγαθοὶ καὶ φιλόπατροι νοικοκυραῖοι καὶ ἀξιωματικοὶ Ἀθηνῶν, ὁποῦ ἀγωνιζόμαστε εἰς τὸ κάστρο τῶν Ἀθηνῶν καὶ ἀλλοῦ εἰς τοὺς ἀγῶνες τῆς πατρίδος. Καὶ ἡ ἀρετὴ αὐτείνων ὅλων τῶν καλῶν πατριώτων -ἡ ἀγαθότη πρῶτα του Θεοῦ- μᾶς γλύτωσε ἀπ' ὅσα βλάβουν τὴν πατρίδα. Ἡ ἀφεντειά σας, ἀγαθοὶ ἀναγνῶστες, σᾶς περικαλῶ, ἂν καὶ θέλετε νὰ μάθετε τὴν ἀλήθεια, 'ρευνήσετε ὅλα αὐτὰ ὁποῦ θὰ ἰδῆτε, ἂν εἶναι ἀλήθεια ἢ ψέματα. Ἕνα σᾶς περικαλῶ, ὅλους τοὺς ἀξιότιμους ἀναγνῶστες˙ δὲν ἔχετε τὸ δικαίωμα νὰ φέρετε καμμίαν κρίση οὔτε ὑπέρ, οὔτε κατά, ἂν δὲν τὸ διαβάσετε ὅλο -καὶ τότε εἶστε νοικοκυραῖοι νὰ κάμετε ὅ,τι κρίση θέλετε ἢ ὑπέρ, εἴτε κατά. Ὅταν τὸ διαβάσετε ὅλο, ἀρχὴ καὶ τέλος, τότε νὰ κάμετε τὴν κρίση γιὰ ὅσους φέραν δυστυχήματα εἰς τὴν πατρίδα καὶ ἐμφύλιους πολέμους διὰ τὰ ἀτομικὰ τοὺς νιτερέσια καὶ τὴν 'διοτέλειά τους καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ἔπαθε καὶ παθαίνει ὡς σήμερον ἡ δυστυχισμένη πατρίδα καὶ οἱ τίμιοι ἀγωνισταί. Θὰ σημειώσω γυμνὴ τὴν ἀλήθεια καὶ χωρὶς πάθος. Ἀλλὰ ἡ ἀλήθεια εἶναι πικρὴ καὶ ὅσοι κάμαμεν τὸ κακό μᾶς κακοφαίνεται, ὅτι καὶ τὸ κακὸ τὸ θέλομε καὶ τὸ νιτερέσιον νὰ τὸ κάνωμε καὶ καλοὺς πατριῶτες θέλομε νὰ μᾶς λένε. Καὶ αὐτὸ δὲν γίνεται, οὔτε θὰ τὸ κρύψω ἐγὼ καὶ νὰ μείνῃ κρυμμένο, ὅτι ἡ πατρὶς ζημιώθη, διατιμήθη[5] καὶ ὅλο 'σ αὐτὸ κατανταίνει· ὅτι μᾶς ηὗρε ὅλους θερία. Καὶ τὰ αἴτια τοῦ κακοῦ θὰ τὰ εἰποῦνε κ' ἱστορίες καὶ 'φημερίδες καθημερινῶς τὰ λένε. Καὶ δὲν σημαίνουν τὰ δικά μου· καὶ πρέπει νὰ τὰ γράφουνε προκομμένοι κι' ὄχι ἁπλοὶ ἀγράμματοι˙ καὶ νὰ τὰ γλέπουν οἱ νεώτεροι˙ καὶ οἱ μεταγενέστεροι νἄχουν περισσότερη ἀρετὴ καὶ πατριωτισμόν. Ἡ πατρίδα τοῦ κάθε ἀνθρώπου καὶ ἡ θρησκεία εἶναι τὸ πᾶν καὶ πρέπει νὰ θυσιάζῃ καὶ πατριωτισμὸν καὶ νὰ ζῆ αὐτὸς καὶ οἱ συγγενεῖς του ὡς τίμιοι ἄνθρωποι εἰς τὴν κοινωνία. Καὶ τότε λέγονται ἔθνη, ὅταν εἶναι στολισμένα μὲ πατριωτικὰ αἰστήματα˙ τὸ ἀναντίον λέγονται παλιόψαθες τῶν ἐθνῶν καὶ βάρος γῆς. Καὶ διὰ τοῦτο ὡς πατρίδα γενικὴ τοῦ κάθε ἑνοῦ καὶ ἔργο τῶν ἀγώνων τοῦ μικρότερου καὶ ἀδύνατου πολίτη, ἔχει κι' αὐτὸς τὰ συμφέροντά του εἰς αὐτείνη τὴν πατρίδα, εἰς αὐτείνη τὴν θρησκεία. Δὲν πρέπει ὁ ἄνθρωπος νὰ βαρύνεται καὶ νὰ ἀμελῇ αὐτά˙ καὶ ὁ προκομμένος πρέπει νὰ φωνάζῃ ὡς προκομμένος τὴν ἀλήθεια, τὸ ἴδιον καὶ ὁ ἁπλός. Ὅτι κρικέλλα δὲν ἔχει ἡ γῆς νὰ τὴν πάρῃ κανεὶς εἰς τὴν πλάτη του[6], οὔτε ὁ δυνατός, οὔτε ὁ ἀδύνατος˙ καὶ ὅταν εἶναι ὁ καθεὶς ἀδύνατος εἰς ἕνα πρᾶμα καὶ μόνος του δὲν μπορῇ νὰ πάρῃ τὸ βάρος καὶ παίρνῃ καὶ τοὺς ἄλλους καὶ βοηθοῦν, τότε νὰ μὴν φαντάζεται νὰ λέγῃ ὁ αἴτιος ἐγώ˙ νὰ λέγῃ ἐμεῖς. Ὅτι βάναμε ὅλοι τὴς πλάτες, ὄχι ἕνας. Οἱ ἄρχοντές μας, οἱ ἀρχηγοί μας ἔγιναν «Ἐκλαμπρότατοι», ἔγιναν «Γενναιότατοι» καὶ οἱ ντόπιοι καὶ οἱ φερτικοί, ὅμως τίποτας δὲν τοὺς ἀναπεύει. Ἤμασταν φτωχοί, ἐγίναμεν πλούσιοι. Ἦταν ὁ Κιαμίλμπεγης ἐδῶ εἰς τὴν Πελοπόννησο καὶ οἱ ἄλλοι οἱ Τοῦρκοι πλουσιώτατοι, ἔγινε ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ ἄλλοι οἱ συγγενεῖς καὶ φίλοι πλούσιοι ἀπὸ γές, ἀργαστήρια, μύλους, σπίτια, σταφίδες καὶ ἄλλα πλούτη τῶν Τούρκων. Ὅταν ὁ Κολοκοτρώνης καὶ οἱ συντρόφοι του ἦρθαν ἀπὸ τὴν Ζάκυθο, δὲν εἶχαν οὔτε πιθαμὴ γῆς˙ τώρα φαίνεται τί ἔχουν. Τὸ ἴδιον καὶ εἰς τὴν Ρούμελη˙ Γκούρας καὶ Μαμούρης, Κριτζώτης[7], Γριβαῖγοι, Στάικος καὶ οἱ ἄλλοι, Τζαβελαῖγοι καὶ ἄλλοι πολλοί. Καὶ τί ζητοῦνε ἀπὸ τὸ ἔθνος; Μιλλιούνια ἀκόμα διὰ τὴς μεγάλες δούλεψες. Καὶ σὲ αὐτὰ ποτὲς δὲν ἀναπεύονται˙ ὅλο νόμους καὶ φατρίες διὰ τὸ καλό τῆς πατρίδος, ὅλο αὐτὸ πασκίζουν. Ὅσα ἔπαθε ἡ πατρὶς διὰ τοὺς «νόμους» καὶ τὸ καλὸ αὐτεινῶν καὶ ὅσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δὲν τἄπαθε ἡ πατρὶς εἰς τὸν ἀγῶνα τῶν Τούρκων. Κατοικίσαμεν τοὺς κατοίκους μέσα τὰ σπήλαια καὶ ζοῦνε μὲ τὰ θερία καὶ ρημώσαμε τοὺς τόπους καὶ ἐγίναμε ἡ παραλυσία τοῦ κόσμου.
Ὅλα αὐτά μου δῶσαν ἀφορμὴ νὰ μάθω γράμματα εἰς τὰ γεράματα, νὰ τὰ σημειώσω ὅλα. Ἕνας ἀπὸ αὐτοὺς ἤμουν καὶ ἐγώ. Ἃς γράψῃ ἄλλος διὰ 'μένα ὅ,τι γνωρίζῃ. Ἐγὼ τὴν ἀλήθεια θὰ τὴν εἰπῶ γυμνή. Ὅτι ἔχω τὸ μερίδιό μου˙ 'σ αὐτείνη τὴν πατρίδα θὰ ζήσω ἐγὼ καὶ τὰ παιδιά μου. Ὅτ' ἤμουν νέος καὶ στραβογέρασα ἀπὸ αὐτὰ τὰ δεινά της πατρίδας˙ πέντε πληγὲς πῆρα εἰς τὸ σῶμα μου εἰς διάφορους ἀγῶνες πατρίδος καὶ ἀποκαταστάθηκα μισὸς ἄνθρωπος καὶ τὸν περισσότερον καιρὸ εἶμαι εἰς τὰ ροῦχα ἀστενὴς ἀπὸ αὐτά. Δοξάζω τὸν Θεὸν ὁποῦ δὲν μοῦ σήκωσε τὴν ζωή μου καὶ εὐκαριστῶ καὶ τὴν πατρίδα μου ὁποῦ μὲ τίμησε βαθμολογῶντας κατὰ τὴν τάξη, κατὰ τὴς περίστασες, ὡς τὸν βαθμὸν τοῦ στρατηγοῦ καὶ ζῶ ὡς ἄνθρωπος μ' ἐκεῖνο ὁποῦ εὐλόγησε ὁ Θεὸς χωρὶς νὰ μὲ τύπτῃ ἡ συνείδησή μου, χωρὶς νὰ γυμνώσω κανέναν οὔτε μίαν πιθαμὴ γῆς.