Το 1857 εκδίδονται τα Άνθη του Κακού που καταδικάστηκαν ως προσβλητικά της δημοσίας αιδούς. Η εφημερίδα Le Figaro της 5ης Ιουλίου 1857 έγραψε σχετικά: «Σε ορισμένα σημεία αμφιβάλλουμε για την πνευματική υγεία του Κου Μπωντλαίρ. Όμως ορισμένα άλλα δεν μας επιτρέπουν περαιτέρω αμφιβολίες. Κυριαρχεί, ως επί το πλείστον, η μονότονη και επιτηδευμένη επανάληψη των ίδιων πραγμάτων, των ίδιων σκέψεων. Η αηδία πνίγει την αχρειότητα, για να την καταπολεμήσει σμίγει με το μόλυσμα».
Στο Σχεδίασμα της εισαγωγής για τα Άνθη του Κακού (Projet de Préface pour les Fleurs du Mal) ο Μπωντλαίρ γράφει: «Ο εκδότης μου αξιώνει πως θα ήταν χρήσιμο σε κείνον και σ’ εμένα να εξηγήσω γιατί και με ποιο τρόπο έκανα αυτό το βιβλίο, ποιος ήταν ο στόχος μου και τα μέσα που χρησιμοποίησα, ο σχεδιασμός και η μέθοδός μου. Μια ανάλογη κριτική εργασία θα μπορούσε ίσως να διασκεδάσει τα πνεύματα εκείνα που λατρεύουν τη βαθιά ρητορική» (Baudelaire, 1972, 233).
Και αρνείται κατηγορηματικά να αποκαλύψει τα μυστικά της τέχνης/τεχνικής του, επιχειρηματολογώντας ότι κανείς δεν αφήνει το πλήθος να μπει στο εργαστήριο του διακοσμητή ή στο καμαρίνι του ηθοποιού.
Να είστε πάντα μεθυσμένοι. Αυτό είναι όλο!
Επιτακτική ανάγκη!
Για να μην νιώθετε το φριχτό βάρος του χρόνου,
να συντρίβει τους ώμους, να σας γέρνει στην γη.
Μεθύστε και μείνετε μεθυσμένοι.
Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση, με αρετή, με ό,τι σας αρέσει!
Όμως μεθύστε.
Και αν τύχει κάποιες φορές να ξυπνήσετε,
Στα σκαλιά ενός παλατιού, Στο πράσινο γρασίδι ενός χαντακιού,
Μέσα στην βαρύθυμη μοναξιά του δωματίου σας,
Με το μεθύσι σας χαμένο ή ελαττωμένο
Ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,
Ρωτήστε οτιδήποτε φεύγει
Οτιδήποτε βογκάει, ή κυλάει ή τραγουδάει
Οτιδήποτε μιλάει, Ρωτήστε τι ώρα είναι;
Και ο άνεμος, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι, Θα σας απαντήσει:
Είναι ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
Μεθύστε,
Μείνετε μεθυσμένοι,
Με κρασί, με αρετή, με ποίηση, με ό,τι σας αρέσει
Μπωντλαίρ - Ο πρωτεργάτη της μοντερνιστικής ποίησης - Η υποσκέλιση του παραδοσιακού τρόπου μετάδοσης της σημασίας και σύνδεσης των λέξεων με τα πράγματα.
Η συλλογή του Μπωντλαίρ Τα Άνθη του Κακού παρουσιάζει τη μοναδικότητα της εξαιρετικά υψηλής συχνότητας του ρητορικού σχήματος της παρομοίωσης, εκτινάσσοντας στην πρώτη θέση το ομοιωματικό μόριο σαν (comme), το οποίο εμφανίζεται 331 φορές σε 126 ποιήματα (Baudelaire, 1970, 36-38). Αν μαζί με το σαν συνυπολογιστούν το όπως (ainsi que), το οποίο εμφανίζεται 33 φορές (Baudelaire, 1970, 4), και το όμοιος (pareil), τότε τα μόρια που δομούν την παρομοίωση φτάνουν τις 371 φορές (Baudelaire, 1970, 133)˙ αυτό σημαίνει ότι απαντώνται 3 παρομοιώσεις σχεδόν σε κάθε ποίημα. Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι έχει τεράστια σημασία η παρομοίωση στο εκφραστικό σύστημα του Μπωντλαίρ, και ότι αποτελεί στυλοβάτη της ποιητικής του και
διαγνωστικό εργαλείο της αντίληψής του για τη γλώσσα και τη δυνατότητά της να ονομάζει, να σημαίνει,να παραπέμπει, να νοηματοδοτεί˙ και να αναβαπτίζει τις λέξεις με νέες σημασίες.
Ο παραδοσιακός ορισμός της μεταφοράς του Κοϊντιλιανού ως συντετμημένης παρομοίωσης (in totum autem metaphora brevior est similitudo) προσδίδει στην παρομοίωση μια συντακτική ταυτότητα, αντίθετη, τουλάχιστον από ποσοτικής άποψης, σε σχέση με τη μεταφορά. Η παρομοίωση όμως είναι αντίθετη και από σημασιολογικής άποψης, αφού το σαν ή οποιοδήποτε άλλο συναφές ομοιωματικό μόριο λειτουργεί διαμεσολαβητικά μεταξύ του 1ου και του 2ου όρου, φέρνοντάς τους όσο το δυνατόν πιο κοντά, μέσω μιας κοινής προσδιοριστικής ιδιότητας, αλλά χωρίς ποτέ να μεταφέρει κάτι από τον έναν στον άλλο.
Ο αποστασιοποιητικός/αποξενωτικός ρόλος συνεπώς του σαν κατατάσσει την παρομοίωση σε κατώτερη θέση σε σχέση με τη μεταφορά, και μπορούμε να πούμε ότι η κλασική παρομοίωση λειτουργεί κυριολεκτικά εν αντιθέσει με την πολύπλοκη και πολύτροπη συντακτικά μεταφορά (Bouverot, 132-238).
Η παραδοσιακή δομή της αποτελείται από δύο τμήματα/όρους, το πρώτο ή δεικτικό μέρος από το οποίο εξαρτάται άμεσα συντακτικά το ρήμα/ρηματικό κατηγόρημα της κύριας πρότασης, ενώ η συνδετική λέξη σαν εισάγει τη δευτερεύουσα πρόταση που περιλαμβάνει το δεύτερο μέρος, το αναφορικό.
Από συντακτικής άποψης, συνεπώς, ο δεύτερος όρος της παρομοίωσης είναι ιεραρχικά κατώτερος σε σχέση με τον πρώτο. Σχετικά με τη σημασιολογική ταυτότητα της παρομοίωσης, ο Fontanier, μας διασαφηνίζει ότι πρέπει να κομίζει κάτι καινούριο και ενδιαφέρον στη φαντασία, και κυρίως «χρειάζεται το αντικείμενο από το οποίο εξάγεται και στο οποίο στηρίζεται να είναι πιο γνωστό από αυτό που θέλουμε να προσδιορίσουμε και να γνωρίσουμε σε βάθος» (Fontanier, 377-379).
Αυτό σημαίνει ότι ο δεύτερος όρος έχει σημασιολογικό προβάδισμα και ανωτερότητα, δεδομένου ότι ο φυσικός προσανατολισμός ροής του νοήματος της παρομοίωσης πηγαίνει από το πιο γνωστό στο λιγότερο γνωστό τμήμα. Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, το αναφορικό μέρος να φωτίζει περισσότερο το δεικτικό, προσδίδοντάς του στοιχεία διανοητικού εμπλουτισμού, μεγεθύνοντας τη σημασιολογική του υπόσταση και αυξάνοντας νοητικά την εμβέλειά του.
Εξετάζοντας τις παρομοιώσεις στα Άνθη του Κακού, παρατηρούμε ότι ανατρέπεται ο παραδοσιακός ορισμός, δεν ικανοποιείται η δεδομένη συντακτική συνθήκη και ακυρώνεται εν τω γίγνεσθαι αυτή
καθαυτή η λειτουργία της παρομοίωσης.
Πιο συγκεκριμένα, στο στίχο «Η μοίρα γοητευμένη τρέχει πίσω από τα μεσοφόρια σου σα σκύλος» («Le Destin charmé suit tes jupons comme un chien») από τον Ύμνο στην Ομορφιά (Μπωντλαίρ, 1990, 184), παρατηρούμε ότι το ρηματικό κατηγόρημα «τρέχω πίσω», ενώ συνδέεται συντακτικά με το υποκείμενο «η μοίρα», είναι ακατάλληλο γι’ αυτόν τον πρώτο όρο της παρομοίωσης, αφού έχει εξαχθεί από το σημασιολογικό πεδίο του 2ου και μεταφοροποιεί έτσι τη μοίρα. Η ανάδειξη εντοπισμός μιας συγκεκριμένης ιδιότητας όπως το τρέχω πίσω, που ανήκει αποκλειστικά στο σημασιολογικό πεδίο του σκύλου και δεν σχετίζεται διόλου με τον πρώτο όρο, καθιστά αδύνατη την εξεύρεση κοινού στοιχείου ομοιότητας μεταξύ των όρων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένα σημείο επαφής. Εξάλλου, αν το τρέχω πίσω υπαγόταν και στο σημασιολογικό πεδίο της μοίρας,
τότε αφενός θα εκπληρωνόταν η συνθήκη της ομοιότητας, απαραίτητη για τη λειτουργία της παρομοίωσης, και αφετέρου θα μεταφοροποιούνταν ο πρώτος όρος.
Υπάρχει επίσης διάσταση μεταξύ της σημασιολογικής και συντακτικής σύνδεσης του ρήματος, αφού το ρήμα συνδέεται συντακτικά με τη μοίρα αλλά σημασιολογικά με το σκύλο. Έτσι όμως δεν διευρύνεται γνωσιολογικά ο πρώτος όρος μέσω του δεύτερου, πράγμα που εξ ορισμού θεωρείται απαραίτητο, και χάνεται συνεπώς η δυνατότητα ικανοποίησης της συνθήκης για τη διανοητική διεύρυνσή του. Ο 2ος όρος (αναφορικό μέρος) δεν είναι πλέον σημασιολογικά ανώτερος, αλλά λειτουργεί αυθύπαρκτα και αυτόνομα. Τα σημασιολογικά πεδία και των δύο όρων διαχωρίζονται πλήρως, ενώ αμφότεροι οι όροι λειτουργούν αυτόνομα και αυτοτελώς, καταλύοντας την ιεράρχηση και υποταγή του ενός στον άλλο. Η σημασία δεν ακολουθεί τον συνήθη προσανατολισμό, ο
οποίος έχει αφετηρία τον λιγότερο γνωστό όρο, και καταλήγει στον περισσότερο γνωστό, δεδομένου ότι ο ένας όρος μεταφοροποιείται, ενώ ο άλλος αυτονομείται πλήρως και λειτουργεί ανεξάρτητα.
Τα Άνθη του Κακού βρίθουν ανάλογων παραδειγμάτων:
α) «Αυτούς που […] και βυζαίνουν την Οδύνη σα μια καλή λύκαινα!» (ceux qui […] et tettent la Douleur comme une bonne louve») από τον Κύκνο (Μπωντλαίρ, 1990, 213)˙
β) «οι στεναγμοί των καρδιών […] κυλούν σαν το λιβάνι» («les soupirs des coeurs […] roulent comme l’encens») από το Ταξίδι στα Κύθηρα (Μπωντλαίρ, 1990, 141), όπου το ρήμα είναι σημασιολογικά ακατάλληλο τόσο για το δεικτικό όσο και για το αναφορικό μέρος, με αποτέλεσμα να
ακυρώνεται η διαφωτιστική λειτουργία του 2ου όρου, αλλά και αυτή καθαυτή η υπόσταση της παρομοίωσης.
Η συστηματική παραβίαση του καθεστώτος της παρομοίωσης επιτελείται από τον Μπωντλαίρ με μαθηματική ακρίβεια σχεδόν σε όλο το σώμα της ποιητικής συλλογής του, αφήνοντας ανολοκλήρωτη και ανεκπλήρωτη τη διαδικασία ομοιότητας. Ήδη με την ενσωμάτωση-εγκιβωτισμό της μεταφοράς μέσα στην παρομοίωση και την κατάργηση της ιδιότητας της παρομοίωσης να συνενώνει 2 λέξεις μέσω μιας κοινής ιδιότητας καταγγέλλει την περιορισμένη λειτουργία της γλώσσας να σημαίνει και να ονοματοποιεί με βάση μια κοινά αποδεκτή σύμβαση, προαναγγέλλοντας
τις θεωρητικές ανησυχίες του Ferdinand de Saussure (1857-1913) περί αυθαίρετης συνύπαρξης σημαίνοντος και σημαινόμενου, λέξης και πράγματος.
Ο Μπωντλαίρ κατ’ ουσίαν κρατά το παραδοσιακό μορφικό περίβλημα της παρομοίωσης, αλλά το υποσκάπτει, δημιουργώντας μια απόλυτα τεχνητή και ανατρεπτική συνένωση. Οι δύο όροι φαίνονται ενωμένοι, αλλά λειτουργούν αυτόνομα˙ συμβιώνουν προβληματικά μέσα στο ίδιο σχήμα, ανατρέποντας ο ένας τη σημασία του άλλου. Εξουδετερώνουν την έννοια της ομοιότητας, ακυρώνουν το μεταφυσικό και τυποποιημένο μηχανισμό ονοματοποίησης και διευρύνουν την έννοια της αναλογίας καθιστώντας την «παγκόσμια».
Έτσι, η μπωντλαιρική παρομοίωση, εγκιβωτίζοντας τη μεταφορά και αυτονομώντας τους όρους της γίνεται συνειδητά ανατρεπτική και απεικονίζει ρητά και αποτελεσματικά τη διάσταση/ διαφορά που αντιπροσωπεύει η διαχωριστική γραμμή στο κλάσμα σημαίνον/σημαινόμενο, καθιστώντας ορατό
το ρήγμα της γλώσσας. Η ανάλυση της συγκεκριμένης μικροδομής δεν αποτελεί απλώς ένα σημαντικό υφολογικό ζήτημα, αλλά εξηγεί συγχρόνως την πρωτοποριακή θέση που κατέχει ο Μπωντλαίρ και τα Άνθη του Κακού στο κίνημα του μοντερνισμού γενικά και ειδικότερα στην ιστορία της νεωτερικής λογοτεχνίας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αντίστοιχες πολύπλοκες ρητορικές τεχνικές συναντάμε και στον σουρεαλισμό.
Charles Pierre Baudelaire (1821 - 67) La Fanfarlo Paris, Bibliothèque Nationale |
Στο Σχεδίασμα της εισαγωγής για τα Άνθη του Κακού (Projet de Préface pour les Fleurs du Mal) ο Μπωντλαίρ γράφει: «Ο εκδότης μου αξιώνει πως θα ήταν χρήσιμο σε κείνον και σ’ εμένα να εξηγήσω γιατί και με ποιο τρόπο έκανα αυτό το βιβλίο, ποιος ήταν ο στόχος μου και τα μέσα που χρησιμοποίησα, ο σχεδιασμός και η μέθοδός μου. Μια ανάλογη κριτική εργασία θα μπορούσε ίσως να διασκεδάσει τα πνεύματα εκείνα που λατρεύουν τη βαθιά ρητορική» (Baudelaire, 1972, 233).
Και αρνείται κατηγορηματικά να αποκαλύψει τα μυστικά της τέχνης/τεχνικής του, επιχειρηματολογώντας ότι κανείς δεν αφήνει το πλήθος να μπει στο εργαστήριο του διακοσμητή ή στο καμαρίνι του ηθοποιού.
Να είστε πάντα μεθυσμένοι. Αυτό είναι όλο!
Επιτακτική ανάγκη!
Για να μην νιώθετε το φριχτό βάρος του χρόνου,
να συντρίβει τους ώμους, να σας γέρνει στην γη.
Μεθύστε και μείνετε μεθυσμένοι.
Αλλά με τι;
Με κρασί, με ποίηση, με αρετή, με ό,τι σας αρέσει!
Όμως μεθύστε.
Και αν τύχει κάποιες φορές να ξυπνήσετε,
Στα σκαλιά ενός παλατιού, Στο πράσινο γρασίδι ενός χαντακιού,
Μέσα στην βαρύθυμη μοναξιά του δωματίου σας,
Με το μεθύσι σας χαμένο ή ελαττωμένο
Ρωτήστε τον άνεμο, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι,
Ρωτήστε οτιδήποτε φεύγει
Οτιδήποτε βογκάει, ή κυλάει ή τραγουδάει
Οτιδήποτε μιλάει, Ρωτήστε τι ώρα είναι;
Και ο άνεμος, το κύμα, το αστέρι, το πουλί, το ρολόι, Θα σας απαντήσει:
Είναι ώρα να μεθύσετε!
Για να μην είστε οι βασανισμένοι σκλάβοι του Χρόνου,
Μεθύστε,
Μείνετε μεθυσμένοι,
Με κρασί, με αρετή, με ποίηση, με ό,τι σας αρέσει
Μπωντλαίρ - Ο πρωτεργάτη της μοντερνιστικής ποίησης - Η υποσκέλιση του παραδοσιακού τρόπου μετάδοσης της σημασίας και σύνδεσης των λέξεων με τα πράγματα.
Η συλλογή του Μπωντλαίρ Τα Άνθη του Κακού παρουσιάζει τη μοναδικότητα της εξαιρετικά υψηλής συχνότητας του ρητορικού σχήματος της παρομοίωσης, εκτινάσσοντας στην πρώτη θέση το ομοιωματικό μόριο σαν (comme), το οποίο εμφανίζεται 331 φορές σε 126 ποιήματα (Baudelaire, 1970, 36-38). Αν μαζί με το σαν συνυπολογιστούν το όπως (ainsi que), το οποίο εμφανίζεται 33 φορές (Baudelaire, 1970, 4), και το όμοιος (pareil), τότε τα μόρια που δομούν την παρομοίωση φτάνουν τις 371 φορές (Baudelaire, 1970, 133)˙ αυτό σημαίνει ότι απαντώνται 3 παρομοιώσεις σχεδόν σε κάθε ποίημα. Γίνεται συνεπώς αντιληπτό ότι έχει τεράστια σημασία η παρομοίωση στο εκφραστικό σύστημα του Μπωντλαίρ, και ότι αποτελεί στυλοβάτη της ποιητικής του και
διαγνωστικό εργαλείο της αντίληψής του για τη γλώσσα και τη δυνατότητά της να ονομάζει, να σημαίνει,να παραπέμπει, να νοηματοδοτεί˙ και να αναβαπτίζει τις λέξεις με νέες σημασίες.
Ο παραδοσιακός ορισμός της μεταφοράς του Κοϊντιλιανού ως συντετμημένης παρομοίωσης (in totum autem metaphora brevior est similitudo) προσδίδει στην παρομοίωση μια συντακτική ταυτότητα, αντίθετη, τουλάχιστον από ποσοτικής άποψης, σε σχέση με τη μεταφορά. Η παρομοίωση όμως είναι αντίθετη και από σημασιολογικής άποψης, αφού το σαν ή οποιοδήποτε άλλο συναφές ομοιωματικό μόριο λειτουργεί διαμεσολαβητικά μεταξύ του 1ου και του 2ου όρου, φέρνοντάς τους όσο το δυνατόν πιο κοντά, μέσω μιας κοινής προσδιοριστικής ιδιότητας, αλλά χωρίς ποτέ να μεταφέρει κάτι από τον έναν στον άλλο.
Ο αποστασιοποιητικός/αποξενωτικός ρόλος συνεπώς του σαν κατατάσσει την παρομοίωση σε κατώτερη θέση σε σχέση με τη μεταφορά, και μπορούμε να πούμε ότι η κλασική παρομοίωση λειτουργεί κυριολεκτικά εν αντιθέσει με την πολύπλοκη και πολύτροπη συντακτικά μεταφορά (Bouverot, 132-238).
Η παραδοσιακή δομή της αποτελείται από δύο τμήματα/όρους, το πρώτο ή δεικτικό μέρος από το οποίο εξαρτάται άμεσα συντακτικά το ρήμα/ρηματικό κατηγόρημα της κύριας πρότασης, ενώ η συνδετική λέξη σαν εισάγει τη δευτερεύουσα πρόταση που περιλαμβάνει το δεύτερο μέρος, το αναφορικό.
Από συντακτικής άποψης, συνεπώς, ο δεύτερος όρος της παρομοίωσης είναι ιεραρχικά κατώτερος σε σχέση με τον πρώτο. Σχετικά με τη σημασιολογική ταυτότητα της παρομοίωσης, ο Fontanier, μας διασαφηνίζει ότι πρέπει να κομίζει κάτι καινούριο και ενδιαφέρον στη φαντασία, και κυρίως «χρειάζεται το αντικείμενο από το οποίο εξάγεται και στο οποίο στηρίζεται να είναι πιο γνωστό από αυτό που θέλουμε να προσδιορίσουμε και να γνωρίσουμε σε βάθος» (Fontanier, 377-379).
Αυτό σημαίνει ότι ο δεύτερος όρος έχει σημασιολογικό προβάδισμα και ανωτερότητα, δεδομένου ότι ο φυσικός προσανατολισμός ροής του νοήματος της παρομοίωσης πηγαίνει από το πιο γνωστό στο λιγότερο γνωστό τμήμα. Θα περίμενε κανείς, λοιπόν, το αναφορικό μέρος να φωτίζει περισσότερο το δεικτικό, προσδίδοντάς του στοιχεία διανοητικού εμπλουτισμού, μεγεθύνοντας τη σημασιολογική του υπόσταση και αυξάνοντας νοητικά την εμβέλειά του.
Εξετάζοντας τις παρομοιώσεις στα Άνθη του Κακού, παρατηρούμε ότι ανατρέπεται ο παραδοσιακός ορισμός, δεν ικανοποιείται η δεδομένη συντακτική συνθήκη και ακυρώνεται εν τω γίγνεσθαι αυτή
καθαυτή η λειτουργία της παρομοίωσης.
Πιο συγκεκριμένα, στο στίχο «Η μοίρα γοητευμένη τρέχει πίσω από τα μεσοφόρια σου σα σκύλος» («Le Destin charmé suit tes jupons comme un chien») από τον Ύμνο στην Ομορφιά (Μπωντλαίρ, 1990, 184), παρατηρούμε ότι το ρηματικό κατηγόρημα «τρέχω πίσω», ενώ συνδέεται συντακτικά με το υποκείμενο «η μοίρα», είναι ακατάλληλο γι’ αυτόν τον πρώτο όρο της παρομοίωσης, αφού έχει εξαχθεί από το σημασιολογικό πεδίο του 2ου και μεταφοροποιεί έτσι τη μοίρα. Η ανάδειξη εντοπισμός μιας συγκεκριμένης ιδιότητας όπως το τρέχω πίσω, που ανήκει αποκλειστικά στο σημασιολογικό πεδίο του σκύλου και δεν σχετίζεται διόλου με τον πρώτο όρο, καθιστά αδύνατη την εξεύρεση κοινού στοιχείου ομοιότητας μεταξύ των όρων, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει κανένα σημείο επαφής. Εξάλλου, αν το τρέχω πίσω υπαγόταν και στο σημασιολογικό πεδίο της μοίρας,
τότε αφενός θα εκπληρωνόταν η συνθήκη της ομοιότητας, απαραίτητη για τη λειτουργία της παρομοίωσης, και αφετέρου θα μεταφοροποιούνταν ο πρώτος όρος.
Υπάρχει επίσης διάσταση μεταξύ της σημασιολογικής και συντακτικής σύνδεσης του ρήματος, αφού το ρήμα συνδέεται συντακτικά με τη μοίρα αλλά σημασιολογικά με το σκύλο. Έτσι όμως δεν διευρύνεται γνωσιολογικά ο πρώτος όρος μέσω του δεύτερου, πράγμα που εξ ορισμού θεωρείται απαραίτητο, και χάνεται συνεπώς η δυνατότητα ικανοποίησης της συνθήκης για τη διανοητική διεύρυνσή του. Ο 2ος όρος (αναφορικό μέρος) δεν είναι πλέον σημασιολογικά ανώτερος, αλλά λειτουργεί αυθύπαρκτα και αυτόνομα. Τα σημασιολογικά πεδία και των δύο όρων διαχωρίζονται πλήρως, ενώ αμφότεροι οι όροι λειτουργούν αυτόνομα και αυτοτελώς, καταλύοντας την ιεράρχηση και υποταγή του ενός στον άλλο. Η σημασία δεν ακολουθεί τον συνήθη προσανατολισμό, ο
οποίος έχει αφετηρία τον λιγότερο γνωστό όρο, και καταλήγει στον περισσότερο γνωστό, δεδομένου ότι ο ένας όρος μεταφοροποιείται, ενώ ο άλλος αυτονομείται πλήρως και λειτουργεί ανεξάρτητα.
Τα Άνθη του Κακού βρίθουν ανάλογων παραδειγμάτων:
α) «Αυτούς που […] και βυζαίνουν την Οδύνη σα μια καλή λύκαινα!» (ceux qui […] et tettent la Douleur comme une bonne louve») από τον Κύκνο (Μπωντλαίρ, 1990, 213)˙
β) «οι στεναγμοί των καρδιών […] κυλούν σαν το λιβάνι» («les soupirs des coeurs […] roulent comme l’encens») από το Ταξίδι στα Κύθηρα (Μπωντλαίρ, 1990, 141), όπου το ρήμα είναι σημασιολογικά ακατάλληλο τόσο για το δεικτικό όσο και για το αναφορικό μέρος, με αποτέλεσμα να
ακυρώνεται η διαφωτιστική λειτουργία του 2ου όρου, αλλά και αυτή καθαυτή η υπόσταση της παρομοίωσης.
Η συστηματική παραβίαση του καθεστώτος της παρομοίωσης επιτελείται από τον Μπωντλαίρ με μαθηματική ακρίβεια σχεδόν σε όλο το σώμα της ποιητικής συλλογής του, αφήνοντας ανολοκλήρωτη και ανεκπλήρωτη τη διαδικασία ομοιότητας. Ήδη με την ενσωμάτωση-εγκιβωτισμό της μεταφοράς μέσα στην παρομοίωση και την κατάργηση της ιδιότητας της παρομοίωσης να συνενώνει 2 λέξεις μέσω μιας κοινής ιδιότητας καταγγέλλει την περιορισμένη λειτουργία της γλώσσας να σημαίνει και να ονοματοποιεί με βάση μια κοινά αποδεκτή σύμβαση, προαναγγέλλοντας
τις θεωρητικές ανησυχίες του Ferdinand de Saussure (1857-1913) περί αυθαίρετης συνύπαρξης σημαίνοντος και σημαινόμενου, λέξης και πράγματος.
Ο Μπωντλαίρ κατ’ ουσίαν κρατά το παραδοσιακό μορφικό περίβλημα της παρομοίωσης, αλλά το υποσκάπτει, δημιουργώντας μια απόλυτα τεχνητή και ανατρεπτική συνένωση. Οι δύο όροι φαίνονται ενωμένοι, αλλά λειτουργούν αυτόνομα˙ συμβιώνουν προβληματικά μέσα στο ίδιο σχήμα, ανατρέποντας ο ένας τη σημασία του άλλου. Εξουδετερώνουν την έννοια της ομοιότητας, ακυρώνουν το μεταφυσικό και τυποποιημένο μηχανισμό ονοματοποίησης και διευρύνουν την έννοια της αναλογίας καθιστώντας την «παγκόσμια».
Έτσι, η μπωντλαιρική παρομοίωση, εγκιβωτίζοντας τη μεταφορά και αυτονομώντας τους όρους της γίνεται συνειδητά ανατρεπτική και απεικονίζει ρητά και αποτελεσματικά τη διάσταση/ διαφορά που αντιπροσωπεύει η διαχωριστική γραμμή στο κλάσμα σημαίνον/σημαινόμενο, καθιστώντας ορατό
το ρήγμα της γλώσσας. Η ανάλυση της συγκεκριμένης μικροδομής δεν αποτελεί απλώς ένα σημαντικό υφολογικό ζήτημα, αλλά εξηγεί συγχρόνως την πρωτοποριακή θέση που κατέχει ο Μπωντλαίρ και τα Άνθη του Κακού στο κίνημα του μοντερνισμού γενικά και ειδικότερα στην ιστορία της νεωτερικής λογοτεχνίας.
Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι αντίστοιχες πολύπλοκες ρητορικές τεχνικές συναντάμε και στον σουρεαλισμό.