Στον πινακα του Monet βλέπουμε την αφιξη των τρενων από την επαρχια με κοσμο που αναζητει δουλεια. Ο καπιταλισμος γεννιεται.
Πολεις και επαρχια - Σκληρες συνθήκες εργασιας
Βιομηχανικη επανασταση και ανακατανομη του πληθυσμου.
Ταχεία ανάπτυξη των πόλεων. Τα αστικα κεντρα γεμιζουν με κοσμο και εργατικο δυναμικο.
Στις πρώτες βιομηχανικές πόλεις, υπήρχαν 30 ως 40 εργοστάσια.
Ο μεσος ορος ζωης ενός εργατη είναι ο μισος από τον μεσο ορο ζωης των ανωτερων ταξεων.
Οι επιχειρηματίες προσπαθώντας να εξασφαλίσουν πειθαρχημένο και φθηνό εργατικό δυναμικό στράφηκαν σε νέες εργατικές δυνάμεις. Το καινούργιο εργατικό δυναμικό αποτελούνταν, πλέον, κυρίως από γυναίκες και παιδιά.
Στις βιομηχανικες εγκαταστασεις το 30% των εργαζομενων αποτελείται από νεους ηλικιας από 13 μεχρι 18 ετων, και το 13% από παιδια κατω των 12 ετων.
Η βιομηχανική επανάσταση και ο ανταγωνισμός οδήγησαν σε μια συνεχόμενη και σημαντική πτώση της τιμής των προϊόντων αλλά όχι και πτώση του κόστους παραγωγής. Η μείωση του περιθωρίου κέρδους έπρεπε να αντιμετωπιστεί, κάτι που μπορούσε να προκύψει μόνο με τον περιορισμό των δαπανών. Το μεγαλύτερο μέρος των αυτών, πλέον, ήταν τα ημερομίσθια, το κόστος των οποίων ανερχόταν στο τριπλάσιο εκείνου των πρώτων υλών.
Η βιομηχανία πιέστηκε πολύ από την μείωση περιθωρίων κέρδους, ώστε έπρεπε να προχωρήσει σε περαιτέρω μείωση δαπανών σε εργατικά χέρια, οργάνωση και επέκταση της παραγωγής και των πωλήσεων. Οι αποδοχές των εργατών μειώνονταν σταθερά, από το 1815 κι εφεξής, μέχρι του σημείου των προθύρων λιμοκτονίας των εργατών.
Mια ανεκτίμητη πηγή πληροφοριών για την κατάσταση του προλεταριάτου στο Λονδίνο του 19ου αιώνα και, ιδιαίτερα, των γυναικών, είναι η πρώτη και ίσως σημαντικότερη κοινωνιολογική μελέτη της «κουλτούρας της φτώχειας», του Henry Mayhew, με τίτλο «London Labour and the London Poor». Δημοσιεύτηκε σε μορφή άρθρων στην εφημερίδα Morning Chronicle, από το 1839 ως το 1850. O Mayhew έκανε επιτόπια έρευνα, έπαιρνε συνεντεύξεις και παρέθετε στατιστικά στοιχεία για τις αποδοχές και τις συνθήκες εργασίας και διαβίωσης εργατών και εργατριών που δούλευαν φασόν σε ραφτάδικα, υποδηματοποιεία, επιπλοποιεία, καπελάδικα, βυρσοδεψία, ακόμα και σε μπορντέλα, αφού πολλές γυναίκες κατέφευγαν στην πορνεία, είτε για να συμπληρώνουν τα προς το ζην, είτε γιατί δεν μπορούσαν να βρουν άλλη εργασία.
Περιγράφει λοιπόν ως εξής τον «ιδιωτικό» χώρο μιας εργάτριας που δούλευε φασόν στα πουκάμισα: «H γυναίκα ζούσε πάνω από μια καρβουναποθήκη, σε ένα μικρό δωμάτιο στο πίσω μέρος του σπιτιού. Σε μια γωνιά του πατώματος ήταν τυλιγμένο ένα στρώμα. Πλάι στο παράθυρο, μια καρέκλα και πάνω μια λεκάνη... Ένα τραπέζι... και πάνω τα ψίχουλα του γεύματός της, ένα κομμάτι ξερό ψωμί και μισό φλυτζάνι καφέ. H εργάτρια είπε: «Αρχίζω δουλειά γύρω στις 5 το πρωί και σταματάω στις 9 το βράδυ. Το καλοκαίρι από τις 4 ως τις 10 αν μπορώ να βλέπω ακόμη. Mετά, γυρίζω κατάκοπη εδώ. »
Mια άλλη, αδύνατη, γερασμένη εργάτρια, ζούσε σ’ ένα δωμάτιο, μ’ ένα αχυρένιο στρώμα τυλιγμένο στη γωνιά […]. «Pάβω στολές για τους κατάδικους εδώ και 15 χρόνια... Tο εμπόριο δεν πάει καλά και πεινάμε. Πούλησα ό,τι είχα και δεν είχα. Δουλεύω από το πρωί ως τις 11 το βράδυ, όταν έχει δουλειά.»
Η εργασιακη μερα φτανει τις 16 ωρες, ενω οι μισθοι κυμαινονται στα ορια της φτώχειας μεχρι την δεκαετια του εξηντα.
Aγροτική Εργασία.
Tο 1850, η κ. Barrows έγραφε στα μέλη του Γυναικείου Συνεταιριστικού Σωματείου: «Στα οχτώ μου χρόνια άρχισα να δουλεύω 14 ώρες τη μέρα στα χωράφια, μαζί με άλλα μικρότερα παιδιά. Ένας ηλικιωμένος άνδρας με βούρδουλα στο χέρι μας επέβλεπε... Για να φτάσουμε στον χώρο της δουλειάς από τα χαράματα, περπατούσαμε δύο και πολλές φορές πέντε χιλιόμετρα, κι άλλα τόσα για να γυρίσουμε. Ποτέ δεν έφτανα σπίτι πριν τις εφτά το βράδυ... Δούλεψα για τέσσερα χρόνια, χειμώνα καλοκαίρι, σ’ αυτές τις ομάδες κι ένοιωσα σαν να βρέθηκα στον παράδεισο όταν με πήγαν στο Leeds και με βάλαν να δουλέψω σ’ ένα εργοστάσιο.»
H εργασία στα ανθρακωρυχεία.
H εργασία των γυναικών μέσα στις στοές ήταν να φορτώνουν τα βαγόνια με κάρβουνο και, όπου η οροφή ήταν πολύ χαμηλή και δεν χωρούσαν τα ζώα, να τα σέρνουν οι ίδιες στις εξόδους. Δούλευαν 12 με 16 ώρες την ημέρα, με κατώτερο ημερομίσθιο από τους άνδρες. Οι παρακάτω μαρτυρίες είναι καταγεγραμμένες στα γνωστά Blue Books των κοινοβουλευτικών επιτροπών: Betty Harris, 37 ετών.
«H δουλειά μου είναι να σέρνω βαγόνια. Δουλεύω από τις έξι το πρωί ως τις έξι το βράδυ. Για μεσημεριανό τρώω ψωμί με λίπος. Δεν μου δίνουν τίποτα να πιώ. Έχω δυο παιδιά, πολύ μικρά για να δουλέψουν. Φοράω μια ζώνη στη μέση μου και μια αλυσίδα που περνάει ανάμεσα στα μπούτια μου και ενώνεται με τα βαγόνια. 33 Σέρνομαι στα τέσσερα. Tο άνοιγμα είναι πολύ ανηφορικό και πρέπει να κρατιόμαστε από ένα σκοινί. Aν δεν υπάρχει σκοινί απ’ ό,τι βρούμε. Είναι πολύ σκληρή δουλειά για γυναίκα. Oι στοές είναι πολύ υγρές και το νερό σκεπάζει τα ξυλοπάπουτσά μας, καμιά φορά φτάνει ως τους γοφούς μας. Όλη μέρα είμαστε βρεγμένες ως το κόκκαλο. Έχω σύρει βαγόνια ώσπου να βγει όλο το πετσί μου. H ζώνη και οι αλυσίδες είναι φρικτές όταν είμαστε έγκυες.»
Η παιδική εργασία κατά τον 19ο αιώνα
«Ανάμεσα στα παιδιά που απασχολούνται στα ορυχεία της Αγγλίας υπάρχουν πάντα και παντού μερικά που είναι μικρότερα από έξι ετών. Τα παιδιά μπαίνουν συνήθως στα ορυχεία στις τέσσερις το πρωί μαζί με τους άντρες και μένουν εκεί έντεκα με δώδεκα ώρες. Αυτά τα δυστυχισμένα πλάσματα στερούνται τον καθαρό αέρα, είναι κακοντυμένα και έχουν κακή διατροφή. Χλωμά πρόσωπα, κοκκινισμένα μάτια, πρησμένα κορμιά, βαθουλωμένα μάγουλα, δερματικά εξανθήματα και άσθμα τα διακρίνουν από πλευράς υγείας από άλλα παιδιά της ίδιας κοινωνικής τάξης ».
Lein Weissensteiner, Zeitbilder. Geschichte und Sozialkunde 7 [=Εικόνες Εποχών. Ιστορία και Κοινωνιολογία 7], Βιέννη 1988.
H Elizabeth Dickson, έδωσε την εξής μαρτυρία στην κοινοβουλευτική επιτροπή: «Οι επιστάτες κακομεταχειρίζονται πολύ τα παιδιά. Tα κλωτσούν, τα χτυπούν, τα ρίχνουν κάτω στο χώμα. Αυτό το έχω δει να συμβαίνει στα ίδια μου τα παιδιά ... H κόρη μου Jemima έπιασε δουλειά όταν ήταν έξι χρονών. Ξερίζωνε ράπες. Γύριζε σπίτι ένα πτώμα. Μια μέρα, όταν ήταν δεκάμισι χρονών, γύρισε σπίτι και μου παραπονέθηκε πως πονούσε το κεφάλι της και τα κόκκαλά της. Σε 15 μέρες πέθανε.»