Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Διγενής αποσπασμα - Η εγκατάσταση στην έπαυλη στις όχθες του Ευφράτη (στ. 1606-1694)

Ο Διγενής διηγείται, σε πρώτο πρόσωπο, τη συνάντησή του με έναν δράκο, τον οποίο τελικά σκοτώνει. Στη συνέχεια, σκοτώνει και ένα λιοντάρι που του επιτίθεται, καθώς και τους απελάτες που θέλουν να αρπάξουν τη γυναίκα του. Οι τρεις αρχηγοί των απελατών, ντροπιασμένοι, ζητούν βοήθεια από τη Μαξιμώ, την «πολεμική παρθένα», για να πάρουν εκδίκηση. Η Μαξιμώ επιτίθεται στον Διγενή, αλλά ηττάται και αναγνωρίζει την ανωτερότητά του. Του ζητά να την παντρευτεί, όμως αυτός συνδέεται ερωτικά μαζί της και στη συνέχεια επιστρέφει στην αγαπημένη του. Η πρωτοπρόσωπη διήγηση του ήρωα τελειώνει εδώ.
 
Ὡς ἔχει ἡ νεότης πάντοτε τὴν ἡδονὴν εἰς κόρον
καὶ συνεπαίρνεται πολλὰ εἰς πλοῦτον καὶ εἰς δόξαν,
πάντα ἐσυνετέλεσεν ὁ Διγενής Ἀκρίτης.
Ἦτον πάντοτε ἐξάκουστος εἰς ἀριστείας μεγάλας,
 
 
     
1610
ἀπὸ γὰρ τὴν ἀνατολὴν μέχρι τοῦ ἡλίου τὴν δύσιν
τὸ ὄνομάν του ἐξήγουν το εἰς ἅπαντα τὸν κόσμον.
Καὶ ἀφῶν τὸν ἐφοβήθηκεν ἡ Οἰκουμένη ὅλη,
καὶ ἀμιράδας ὑπέταξεν πολλοὺς καὶ Ἀραβίτας
καὶ ἀρχιληστὰς ἐφόνευσεν καὶ ὅλους τοὺς ἀπελάτας,
  
1615
καὶ ἀφῶν ἀπομερίμνησεν τὸ κρούειν καὶ τὸ λαμβάνειν,
καὶ μέριμναν οὐδέν εἰχεν περὶ ἄλλας ἐμνοστίας,
ἔδοξεν τὸν νεώτερον εἰς κάμπον κατοικῆσαι.
Πᾶσαν κατεψηλάφησεν τὴν παραποταμίαν
καὶ οὐκ ηὗρεν τόπον ἀρεστὸν νὰ κατοικήση Ἀκρίτης

 
1620
καὶ εἰς τὸν Ἀφράτην ποταμὸν ἠράσθη κατοικῆσαι
καὶ ὡς ἤθελεν καὶ ἐπόθει <το> ἐκεῖ ἔποικεν τὰ κάστρη·
καὶ ἀνέδραμεν τοῦ ποταμοῦ πᾶσαν τοποθεσίαν·
καὶ εἰς τόπον ὑπολίβαδον ἦτον πολὺς δενδριώνας
καὶ γύρωθεν ἐστέκασιν ὡραῖα κατάσκια δένδρη
  
1625
καὶ ὕδατα πανώραια ἐκ τὰ ὄρη κατεβαίνουν
κ’ ἐφαίνετο ἡ τοποθεσία πανώραια ὡς παραδείσιν.
Καὶ ἐδίωξε τὸν ποταμὸν ἐξ αὖτον τὸ λιβάδιν
καὶ ἐποίησεν τόπον πάντερπνον καὶ ὡραῖον παραδείσιν
καὶ ἐποίησεν περίχωρον.
 
1630
Τείχια τοῦ ἔκτισεν λαμπρὰ μετὰ τοὺς προμαχῶνας
καὶ ἀπ’ ἔξω ὀρθομαρμάρωσις φαίνεται ἀπὸ μακρόθεν,
πάντερπνος, ξενοχάραγος, ἐξέχωρος ἐκ πάντων.
[Καὶ κατὰ ρίζα τοῦ δενδροῦ πηγάδιν ἀναβλύζει.]
Καὶ ἀπέκλεισεν τὰ τέσσερα τοῦ ποταμοῦ κλωνάρια
 
1635
καὶ ἀρδεύει τὸ παράβουνον καὶ ὅλον τὸ ἀνατρέχει.
Φισκίνας ἔστησε πολλάς, ἀπὸ χυτοῦ οἰκονομημένας,
διὰ τὸ ποτίζειν ἐξ αὐτὰς τόπους ἀποκλεισθέντας
<καὶ> ἐποίησεν βιβάρια πανθαύμαστα ἰχθύων.

1641
Καὶ ἐφύτευσαν φοινίκια εἰς αὐτὸν τὸ παραδείσιν
 
1640
καὶ ἐφέρασιν τὸν βάρσαμον ἐκ τῆς Αἰγύπτου χώρας:
  
1642
τὰ φύλλα του εἶναι πράσινα καὶ κόκκινον τὸ ἄνθος
καὶ ἡ ρίζα του εἶναι πιθαμὴ καὶ ὅλη ξυλαλόη
καὶ ὁ καρπός του ἔν’ μόσχος
 
1645
καὶ οἱ κλῶνοι του εἶναι κόκκινοι καὶ φιλωτὰ κλωσμένοι
καὶ ἐξέρχεται ἐκ τὴν ρίζαν του ὕδωρ κ’ ἔναι χιονάτο,
μυρίζει δὲ ὡς ροδόσταμον καὶ ἀπολιγώνει ἀνθρώπους.
Καὶ αὐλὴν ἐποῖκεν θαυμαστήν, πανώραιαν φισκίναν,
καὶ τά ’μπροσθεν … μεμυρισμένα δένδρη.

 
1650
Ἐποίησεν καὶ ἀνώγαιον, αὐλὴν δὲ ὑπερῶον
καὶ τὴν ἐπερικύκλωσεν ὅλην τριγύρου γύρου
καὶ ἐπέστησεν ὁλόχρυσα καὶ ὁλάργυρα ζωδία,
λέοντας, πάρδους καὶ ἀετούς, πέρδικας καὶ νεράδας
καὶ χύνουν ἐκ τοῦ στόματος καὶ ἐκ τῶν πτερουγίων
  
1655
νερὸν καθάριον, κρούσταλλον, ὕδωρ μεμυρισμένον,
<μὲ> ταῦτα δὲ ἐμπαίνουσιν εἰς πανωραίας φισκίνας.
Καὶ ἐκρέμασεν χρυσόκλωβα εἰς τοῦ δενδροῦ τοὺς κλώνους
κ’ ἔχουν ὡραίους ψιττακοὺς καὶ κιλαδοῦν καὶ λέγουν:
«Χαίρου, Ἀκρίτη, χαίρου μετὰ τῆς ποθητῆς σου».
 
1660
Ἐποίησεν γέφυραν τερπνὴν ἀπάνω εἰς τὸν Εὐφράτην·
βαστᾶ την μονοκέρατον ἀπὸ πέρα ἕως πέρα
κ’ ἔκτισε τετρακάμαρον ’ς τὴν γέφυραν ἀπάνω,
ὑπόθολον, πανθαύμαστον, μετὰ λευκῶν μαρμάρων·
βαστοῦν το κιόνια πάντερπνα, πράσινα, πανωραῖα
 
1665
 
 
1669α
καὶ κάτωθεν ὑπέστησεν κιβούριν τοῦ θανάτου,
εὐθὺς ἵνα ἀποτεθῆ τὸ σῶμα τοῦ νεωτέρου.
Ἀκούσατε, θαυμάσατε τὸν τάφον τοῦ νεωτέρου,
ὅτι ἦτον θαυμαστὸς πολλά, παρὰ τοὺς ἄλλους πλέον,
παρὰ τοῦ βασιλεύσαντος εἰς τὴν Περσίαν χώραν,
<ὁποὺ>
  
 
1670
ἐποίησεν πολυμήχανον καὶ πανωραῖον τάφον
καὶ ἐτέθην ἡ βασίλισσα τοῦ πρὸς Παρασογάρδου.
Οὗτος γὰρ ὁ παγκάλλιστος καὶ πανωραῖος τάφος,
μὴ τὸν δοκεῖτε, οἱ ἄρχοντες, ὅτι ψευδὴς ὑπάρχει,
ἀλλ’ ἐκ παντὸς πιστεύετε ὅτι ἀληθὴς ὑπάρχει,
 
  
1675
ὅτι βεβαίως εἴρηται εἰς πάντα ἀληθεύων.
Οὐ μόνον εἰς τὸν θάνατον,
ἀπάνω εἰς τὸν τάφον του ἐν ἀληθείᾳ τὸ λέγω.
Εἰς τὸ κουβούκλιν δὲ σιμά, ἔμπροσθεν τῆς φισκίνας,
εἰς τὸ ἀποσκίασμα τοῦ δενδροῦ ὡραῖον κρεβάτιν στέκει·
 
1680
οἱ ρίζες ἦσαν σμάραγδοι καὶ τὰ κανόνια κρύα
καὶ τὰ ποδάρια ὁλόχρυσα, διὰ λίθων πολυτίμων·
ἡ μέση δὲ τοῦ κράβατου θεμένη ὀξὺν μετάξιν
καὶ κεῖται σαρακήνικον μεταξωτὸν τὸ πεύχιν
καὶ ἀπάνω κεῖται πιλωτόν, ὀξὺν πρασινοβούλιν
 
  
1685
καὶ ὑφάπλωμα σωληνωτὸν μὲ τὰς χρυσὰς νεράδας
καὶ κεῖται ἀπάνω ὁ Διγενὴς πλάγιον ἀκουμπισμένος.
Καὶ ἔμπροσθεν τῶν γονάτων του κάθεται ἡ ποθητή του
καὶ τριγύρου του στέκουσιν τριακόσια παλληκάρια
καὶ οἱ τριακόσιοι εἶν’ ἔμορφοι καὶ κόκκινα φοροῦσιν·
 
1690
βαστοῦν σπαθιὰ ὁλοψήφωτα καὶ στέκουν ἔμπροσθέν του,
τοὺς εἶχεν πάντας φύλακας εἰς τὰς στενὰς κλεισούρας
καὶ ἐφύλαττον τὴν Ρωμανίαν ἀπὸ <τὰ> βάρβαρα ἔθνη.
Καὶ ὡσὰν πουλίτσια πάντερπνα, ὅταν ἀποπετάσουν,
ἐκφέρουν κτύπον πάντερπνον τὸν θαυμαστὸν Ἀκρίτην.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου