Μέσα σ΄όλο το πεζογραφικό έργο του Θεοτόκη, ο Τουρκόγιαννος (ο Κατάδικος) είναι ένας ξεχωριστός τύπος μιας, σχεδόν εκτός κόσμου, πραγματικότητας. Αν ο τίτλος έχει μια βαθύτερη συμβολική σημασία, η βαριά απαισιοδοξία που διαπνέει όλο το βιβλίο δεν απορρέει από ηθικούς, κοινωνικούς ή άλλους νόμους, αλλά μοιάζει σαν μια μοιραία άνωθεν επιλογή που σφραγίζει άτομα που δεν ανήκουν στην καθημερινότητα και δεν γίνονται κατανοητά στην τρέχουσα αντίληψη.
Η βιοθεωρία του Τουρκόγιαννου (αν μπορούμε να μιλάμε για "βιοθεωρία") εκφράζεται ως η ηθική της πλήρους αυταπάρνησης, της άρνησης κάθε εγκόσμιας χαράς, είναι η απέραντη χωρίς αντίκρισμα καλοσύνη, η θυσία χωρίς ανταπόδοση, η απόλυτη εγκαρτέρηση, η παθητικότητα - στοιχεία που ανακαλούν δίκαια στον Κατάδικο ντοστογιεφσκικές και κυρίως τολστοϊκές αντιλήψεις της "μη αντίστασης".
Ο Κατάδικος, σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας, "είναι ένα πεζογράφημα της δημιουργικής, όχι ψυχολογίας, άλλα φαντασίας. Για έναν συγγραφέα που ασκήθηκε επίμονα στην αναπαραστατική πεζογραφία που αντιγράφει τη ζωή, η απόκλιση αυτή προς μιαν ιδεατή πραγματικότητα υπήρξε η απρόβλεπτη και κορυφαία επιτυχία και δικαίωση του".
Ήταν απόγιομα κι είχε έρθει το χινόπωρο. Την αυλή της φυλακής έλουζε ο ήλιος στο βαθυγάλαζον ουρανό, όπου ανάλαφρα ανάλαφρα εταξίδευαν άσπρα διαβατάρικα σύννεφα.
Κι οι κατάδικοι, συντροφιές συντροφιές, εκουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι, άλλοι κάνοντας περίπατο. Μαζί τους δεν ήταν πλια ούτε ο Κάης, που 'χε λάβει τη χάρη του, ούτε ο αγιογράφος που μήνες πίσω είχε χτικιάσει, είχε μολύνει κι άλλους κατάδικους, κι είχε πεθάνει μονάχος μία νύχτα στο κελί του, ούτε ο κλέφτης που 'χε καταφέρει να φύγει από τη φυλακή κι είχε πάει να ζήσει με τα φυλαμένα χρήματά του.
Κι από τους άλλους κάποιοι είχαν μετατεθεί σ' άλλες φυλακές, άλλοι ήταν ελεύτεροι, κι είχαν έρθει, αντίς, καινούρια πρόσωπα αυτές τες μέρες που το κακουργοδικείο πάλε εδούλευε, άλλοι για πολλά, άλλοι για λίγα χρόνια, ένας κιόλας για όλη του τη ζωή.
Κι αυτήν την ώρα ο Τουρκόγιαννος ήταν μέσα στο κελί του κι είχε ξαπλωθεί στο σκληρό του κρεβάτι συλλογισμένος. Αυτός ξακολουθούσε πάντα το έργο του, μα η φυλακή τον είχε γεράσει. Τα κομμένα μαλλιά του και το ακατάστατο μουστάκι του είχαν ασπρίσει, οι πλάτες του είχαν σκεβρώσει περισσότερο, το μέτωπό του είχε ζαρώσει, μα η όψη του ήταν πάντα φαιδρή, κι ήσυχα τα γαληνά του κι αθώα μάτια.
Η σιδερένια πόρτα άνοιξε και μαζί μ' ένα φύλακα εμπήκε μέσα ο Πέτρος Πέπονας. Είχε δικαστεί αυτήν την ημέρα.
Η βιοθεωρία του Τουρκόγιαννου (αν μπορούμε να μιλάμε για "βιοθεωρία") εκφράζεται ως η ηθική της πλήρους αυταπάρνησης, της άρνησης κάθε εγκόσμιας χαράς, είναι η απέραντη χωρίς αντίκρισμα καλοσύνη, η θυσία χωρίς ανταπόδοση, η απόλυτη εγκαρτέρηση, η παθητικότητα - στοιχεία που ανακαλούν δίκαια στον Κατάδικο ντοστογιεφσκικές και κυρίως τολστοϊκές αντιλήψεις της "μη αντίστασης".
Ο Κατάδικος, σημειώνει ο Γιάννης Δάλλας, "είναι ένα πεζογράφημα της δημιουργικής, όχι ψυχολογίας, άλλα φαντασίας. Για έναν συγγραφέα που ασκήθηκε επίμονα στην αναπαραστατική πεζογραφία που αντιγράφει τη ζωή, η απόκλιση αυτή προς μιαν ιδεατή πραγματικότητα υπήρξε η απρόβλεπτη και κορυφαία επιτυχία και δικαίωση του".
Ήταν απόγιομα κι είχε έρθει το χινόπωρο. Την αυλή της φυλακής έλουζε ο ήλιος στο βαθυγάλαζον ουρανό, όπου ανάλαφρα ανάλαφρα εταξίδευαν άσπρα διαβατάρικα σύννεφα.
Κι οι κατάδικοι, συντροφιές συντροφιές, εκουβέντιαζαν μεταξύ τους, άλλοι όρθιοι, άλλοι καθισμένοι, άλλοι κάνοντας περίπατο. Μαζί τους δεν ήταν πλια ούτε ο Κάης, που 'χε λάβει τη χάρη του, ούτε ο αγιογράφος που μήνες πίσω είχε χτικιάσει, είχε μολύνει κι άλλους κατάδικους, κι είχε πεθάνει μονάχος μία νύχτα στο κελί του, ούτε ο κλέφτης που 'χε καταφέρει να φύγει από τη φυλακή κι είχε πάει να ζήσει με τα φυλαμένα χρήματά του.
Κι από τους άλλους κάποιοι είχαν μετατεθεί σ' άλλες φυλακές, άλλοι ήταν ελεύτεροι, κι είχαν έρθει, αντίς, καινούρια πρόσωπα αυτές τες μέρες που το κακουργοδικείο πάλε εδούλευε, άλλοι για πολλά, άλλοι για λίγα χρόνια, ένας κιόλας για όλη του τη ζωή.
Κι αυτήν την ώρα ο Τουρκόγιαννος ήταν μέσα στο κελί του κι είχε ξαπλωθεί στο σκληρό του κρεβάτι συλλογισμένος. Αυτός ξακολουθούσε πάντα το έργο του, μα η φυλακή τον είχε γεράσει. Τα κομμένα μαλλιά του και το ακατάστατο μουστάκι του είχαν ασπρίσει, οι πλάτες του είχαν σκεβρώσει περισσότερο, το μέτωπό του είχε ζαρώσει, μα η όψη του ήταν πάντα φαιδρή, κι ήσυχα τα γαληνά του κι αθώα μάτια.
Η σιδερένια πόρτα άνοιξε και μαζί μ' ένα φύλακα εμπήκε μέσα ο Πέτρος Πέπονας. Είχε δικαστεί αυτήν την ημέρα.