Ένας αυτοδίδακτος, ένας άνθρωπος ταπεινής καταγωγής, που βρέθηκε στην Αυλή της Βαϊμάρης ως βοηθός και φίλος του μεγαλύτερου Γερμανού ποιητή, του Γκαίτε – αυτός είναι ο Γιόχανν Πέτερ Έκερμανν (1792-1854).
O Έκερμανν έμεινε στην Ιστορία γιατί συνέγραψε «το καλύτερο γερμανικό βιβλίο» σύμφωνα με τον Νίτσε, τις Συνομιλίες με τον Γκαίτε – ένα βιβλίο το οποίο συνεχίζει να προκαλεί, όπως και ο συγγραφέας του, το ενδιαφέρον τόσο του αναγνωστικού κοινού όσο και των ειδικών.
Πάνω από χίλιες φορές συνάντησε ο Έκερμανν τον Γκαίτε, κρατώντας σημειώσεις των συζητήσεων που είχε μαζί του. Οι συνομιλίες αυτές δεν αφορούν αποκλειστικά τον Γκαίτε ή το έργο του, αλλά περιλαμβάνουν μια εξαιρετική ποικιλία θεμάτων: λογοτεχνία φυσικά, αλλά και αρχιτεκτονική, ζωγραφική, μουσική, θέατρο και πολλά άλλα. Ο Γκαίτε μιλούσε αναλυτικά για τα έργα του και για τα έργα άλλων, για τη ζωή του, τα ταξίδια του, τους φίλους του, αλλά και για επιστημονικά και φιλοσοφικά ερωτήματα που τον απασχολούσαν, όπως και για ζητήματα αισθητικής και τέχνης.
Ο Έκερμανν παρακολουθεί και καταγράφει τη διαδικασία με την οποία αναπτύσσεται και εξελίσσεται η δημιουργικότητα του ποιητή, δηλαδή διαβάζοντας και ερμηνεύοντας κείμενα άλλων, αρχαίων, νεότερων και σύγχρονων, στοχαζόμενος και αναλύοντας διαρκώς παλαιότερά του κείμενα, κάνοντας σκέψεις και δοκιμάζοντας ιδέες, μεθόδους, τεχνικές, πειραματιζόμενος με τις πιθανές εκδοχές των υπό δημιουργία κειμένων του.
Οι Συνομιλίες, επομένως, αποτελούν ένα είδος επίσκεψης στο «εργαστήριο» ενός ποιητή και μας επιτρέπουν να παρατηρήσουμε ένα δημιουργό επί τω έργω, είναι μια –με σημερινούς όρους– «εκ βαθέων συνέντευξη» με έναν μεγάλο συγγραφέα, μια συνέντευξη που περιστρέφεται γύρω από τον τρόπο με τον οποίο αυτός εργάζεται για να γράψει όσα γράφει…
Ο Γκαίτε και η εποχή του
Και τι εποχή: ο Γκαίτε έχει ζήσει την Αμερικανική Επανάσταση, τη Γαλλική Επανάσταση, τους Ναπολεόντειους Πολέμους. Έχει γνωρίσει προσωπικά ή –στην περίπτωσή του ισχύει μάλλον το αντίθετο– τον έχουν γνωρίσει προσωπικά κορυφαίες προσωπικότητες της εποχής, από τον Μότσαρτ και τον Ναπολέοντα (που κουβαλούσε στις εκστρατείες του τον Βέρθερο), μέχρι τον Σίλλερ (με τον οποίο συνεργαζόταν για χρόνια στο θέατρο της Βαϊμάρης), τον Χέγκελ και τη μαμά Σοπενχάουερ, την πιο διάσημη, τότε, γερμανόφωνη συγγραφέα. Αλληλογραφούσε συστηματικά με τους πιο περίβλεπτους συγγραφείς της εποχής του, όπως ο λόρδος Μπάιρον (στις Συνομιλίες έχει την τιμητική του – ο Γκαίτε δεν φείδεται επαίνων για τον Άγγλο ρομαντικό, τον θεωρεί «αναμφίβολα το μεγαλύτερο ταλέντο του αιώνα») και ο Γουόλτερ Σκοτ.
Ειδικά για την αγγλική λογοτεχνία, δεν έχει λόγια: τον Σαίξπηρ τον θεωρεί «ένα ον υψηλότερου είδους, που εγώ είμαι υποχρεωμένος να σηκώσω τα μάτια ψηλά για να το κοιτάξω», ενώ παραδέχεται πως «κατά μεγάλο βαθμό η δική μας γραμματεία προήλθε από τη δική τους». Για τον Σαίξπηρ συνεχίζει λέγοντας πως «μας προσφέρει σε ασημένιες φρουτιέρες χρυσά μήλα. Με τη μελέτη των έργων του πετυχαίνουμε τώρα εμείς την ασημένια φρουτιέρα, μόνο που μέσα της δεν έχουμε να βάλουμε παρά πατάτες, αυτό είναι το κακό!».
Γενικά, η αγωνία της επίδρασης είναι διάχυτη στη σκέψη του Γκαίτε, που πρώτος έκανε λόγο για τη Weltliteratur, την παγκόσμια λογοτεχνία που γεννιέται στη νεότερη εποχή με την αλληλεπίδραση λαών, εθνών και γλωσσών («Η εθνική Λογοτεχνία δεν έχει πλέον μεγάλη αξία ως έννοια, έχει έρθει η ώρα της παγκόσμιας Λογοτεχνίας» – σήμερα, η πιο σύγχρονη μορφή της παγκόσμιας λογοτεχνίας θα μπορούσε να θεωρηθεί το κυβερνοπάνκ και γενικότερα η λογοτεχνία του κυβερνοχώρου).
Συνάμα ο ποιητής σχολιάζει όλα του τα έργα, με αποκορύφωμα τον Φάουστ, το δεύτερο (και καλύτερο) μέρος του οποίου έγραφε τα τελευταία χρόνια της ζωής του (αυτό το αριστουργηματικό έργο είναι ομολογουμένως άνισο, αλλά αυτό είναι μια άλλη ιστορία). Γενικότερα, οι παρατηρήσεις του Γκαίτε είναι συχνά ιδιαίτερα ειρωνικές, ιδίως όταν στρέφεται ενάντια στους συγχρόνους του Γερμανούς. Ο λογοτεχνικός θαυμασμός του στρέφεται προπαντός προς τους αρχαίους Έλληνες, προβλέποντας πως «εμείς οι φουκαράδες Ευρωπαίοι θα ασχολούμαστε αιώνες και αιώνες μαζί τους και θα ξημεροβραδιαζόμαστε» με τα σπαράγματά τους.
Βαθιά πιστός στον Θεό, ο Γκαίτε ασκεί εντούτοις δριμεία κριτική στους εκκλησιαστικούς θεσμούς: «Υπάρχει μπόλικη ανοησία στα άρθρα της Εκκλησίας. Στόχος της όμως είναι η επιβολή και διατήρηση της κυριαρχίας της, οπότε είναι αναγκασμένη να συντηρεί ένα κοντόθωρο ποίμνιο».
Πέραν αυτής της βαρυσήμαντης κριτικής, τον Γκαίτε διακρίνει (προτεστάντης γαρ) ένας αντιρομαντικός πραγματισμός τον οποίο εκτιμήσαμε ιδιαίτερα: «αυτός που πιστεύει στη μετά θάνατον ζωή μπορεί κάλλιστα να είναι ευτυχής μέσα του, δεν έχει όμως κανένα λόγο να το κάνει και μεγάλο ζήτημα. [...] δεν θα είχα καμιά αντίρρηση να μας δωρίζεται μετά τη ζωή αυτή ακόμα μία, αρκεί να μη συναντήσω εκεί κανέναν απ’ αυτούς που είχαν πιστέψει σ’ αυτήν εδώ, πάνω στη γη. […]
Ένας άνθρωπος άξιος όμως και ικανός, που σκοπεύει να κάνει εδώ, πάνω στη γη, κάτι το άξιο λόγου και που γι’ αυτό είναι υποχρεωμένος καθημερινά να μοχθεί, να αγωνίζεται, να δημιουργεί, αυτός αφήνει τον μελλοντικό κόσμο στην ησυχία του και δραστηριοποιείται σε τούτον εδώ». |
Η έκδοση αφορά το διδακτικό μέρος της Θεωρίας των Χρωμάτων του μεγάλου Γερμανού λογοτέχνη και φυσιοδίφη. Περιέχει τη διδασκαλία του για την προέλευση, τη δημιουργία και τους κανόνες που διέπουν την αρμονία των χρωμάτων.
Πρόκειται για μια ολοκληρωμένη θεωρία, την οποία διαμόρφωσε μετά από έρευνες, πειράματα και παρατηρήσεις πολλών ετών και σε συνεχή αντιδιαστολή προς την αντίστοιχη θεωρία του Νεύτωνα.
Το βιβλίο παρουσιάζει ιδιαίτερο ενδιαφέρον τόσο για τους ερευνητές της φύσης, που προσεγγίζουν το θέμα θεωρητικά, όσο και για τους καλλιτέχνες τους οποίους αγγίζει η αισθητική πλευρά του ζητήματος, αλλά και για τον κάθε σκεπτόμενο αναγνώστη που δεν διστάζει να δει την επιστήμη των χρωμάτων μέσα από ένα διαφορετικό πρίσμα από αυτό που χρησιμοποιεί η σύγχρονη επιστήμη.
Ο Goethe μάς προσφέρει μια συνολική εικόνα, μια ολιστική θεωρία περί χρωμάτων που δεν υπόκειται στους περιορισμούς της σύγχρονης σκέψης. Η θεωρία του για τα χρώματα συνιστά μια πραγματεία όχι μόνο επιστημονική, αλλά και ταυτόχρονα φιλοσοφική και αισθητική.
Η έκδοση συμπληρώνεται από μια εξαιρετική εισαγωγή και σχόλια του Rudolf Steiner, καθώς και από έγχρωμους πίνακες που διευκολύνουν την παρακολούθηση των περιγραφομένων πειραμάτων.