Το έργο με το οποίο συνήθως αρχίζουν οι γραμματολογίες της νεοελληνικής λογοτεχνίας, ο επικός/μυθιστορηματικός Διγενής Ακρίτης, δεν μας σώζεται στην αρχική του εκδοχή και δεν γνωρίζουμε τη γλωσσική μορφή που είχε ούτε αυτό το έργο ούτε τα ακριτικά τραγούδια που αποτέλεσαν την πρώτη ύλη για τη σύνθεσή του.
Τα ακριτικά ήταν δημοτικά τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία, κατά τον 10ο αιώνα, είχαν ως κεντρικό πρόσωπο τον υπερ-ήρωα Βασίλειο Διγενή Ακρίτη και για τα οποία εικάζεται, όπως οι διαθέσιμες ενδείξεις μαρτυρούν, ότι κατά τον 12ο αιώνα κάποιος άγνωστος λόγιος τα συνέλεξε και τα επεξεργάστηκε, ώστε να συνθέσει ένα εκτενές επικό ποιητικό έργο με μυθιστορηματικό χαρακτήρα.
Σώζονται έξι μεταγενέστερες διασκευές του έργου: από αυτές, οι δύο αρχαιότερες και πιο μελετημένες είναι της Grottaferrata (G) και του Escorial (E), που παραδίδονται στα αντίστοιχα χειρόγραφα, το πρώτο στο ομώνυμο μοναστήρι έξω από τη Ρώμη και το δεύτερο στο ομώνυμο μοναστήρι στη Μαδρίτη.
Και οι δύο αυτές διασκευές είναι γραμμένες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αλλά, παρόλο που προέρχονται από το κοινό γραπτό αρχέτυπο, έχουν σημαντικές μεταξύ τους διαφορές: η G είναι πολύ εκτενέστερη, έχει υποστεί σαφώς λόγια επεξεργασία, γράφτηκε σε υψηλότερο γλωσσικό επίπεδο και έχει πιο περίτεχνο ύφος, ενώ παρουσιάζει εμφανέστερες επιδράσεις από τα μυθιστορήματα της ύστερης αρχαιότητας και ενσωματώνει διαφορετικά ιδεολογικά στοιχεία (π.χ. για το ήθος της βυζαντινής αριστοκρατίας του 12ου αι.).
Aπό την άλλη, η Ε έχει λιγότερη από τη μισή έκταση, χαρακτηρίζεται από οικονομία στο ύφος, γοργό ρυθμό στην αφήγηση και ζωντάνια στις εικόνες, έχει εντονότερα ίχνη της προφορικής καταγωγής του αρχετύπου (μεταξύ άλλων οι πολλοί λογότυποι) και το γλωσσικό της επίπεδο είναι δύσκολο να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, καθώς έχει ως βάση του τη δημώδη, αλλά με εμφανή την παρουσία στοιχείων της «μεικτής» γλώσσας της εποχής.
Τα ακριτικά ήταν δημοτικά τραγούδια, τα περισσότερα από τα οποία, κατά τον 10ο αιώνα, είχαν ως κεντρικό πρόσωπο τον υπερ-ήρωα Βασίλειο Διγενή Ακρίτη και για τα οποία εικάζεται, όπως οι διαθέσιμες ενδείξεις μαρτυρούν, ότι κατά τον 12ο αιώνα κάποιος άγνωστος λόγιος τα συνέλεξε και τα επεξεργάστηκε, ώστε να συνθέσει ένα εκτενές επικό ποιητικό έργο με μυθιστορηματικό χαρακτήρα.
Σώζονται έξι μεταγενέστερες διασκευές του έργου: από αυτές, οι δύο αρχαιότερες και πιο μελετημένες είναι της Grottaferrata (G) και του Escorial (E), που παραδίδονται στα αντίστοιχα χειρόγραφα, το πρώτο στο ομώνυμο μοναστήρι έξω από τη Ρώμη και το δεύτερο στο ομώνυμο μοναστήρι στη Μαδρίτη.
Και οι δύο αυτές διασκευές είναι γραμμένες σε ιαμβικό δεκαπεντασύλλαβο στίχο, αλλά, παρόλο που προέρχονται από το κοινό γραπτό αρχέτυπο, έχουν σημαντικές μεταξύ τους διαφορές: η G είναι πολύ εκτενέστερη, έχει υποστεί σαφώς λόγια επεξεργασία, γράφτηκε σε υψηλότερο γλωσσικό επίπεδο και έχει πιο περίτεχνο ύφος, ενώ παρουσιάζει εμφανέστερες επιδράσεις από τα μυθιστορήματα της ύστερης αρχαιότητας και ενσωματώνει διαφορετικά ιδεολογικά στοιχεία (π.χ. για το ήθος της βυζαντινής αριστοκρατίας του 12ου αι.).
Aπό την άλλη, η Ε έχει λιγότερη από τη μισή έκταση, χαρακτηρίζεται από οικονομία στο ύφος, γοργό ρυθμό στην αφήγηση και ζωντάνια στις εικόνες, έχει εντονότερα ίχνη της προφορικής καταγωγής του αρχετύπου (μεταξύ άλλων οι πολλοί λογότυποι) και το γλωσσικό της επίπεδο είναι δύσκολο να ενταχθεί σε μια συγκεκριμένη κατηγορία, καθώς έχει ως βάση του τη δημώδη, αλλά με εμφανή την παρουσία στοιχείων της «μεικτής» γλώσσας της εποχής.