Αναμνηστική πλακέτα, 12 Rue de la Plaza, Παρίσι, που αναφέρει "Το 1922 η Σύλβια Μπητς δημοσίευσε τον «Οδυσσέα» του Τζέιμς Τζόις σ' αυτό το σπίτι.", αρχική θέση του Σαίξπηρ & Co. |
Αυτή η αργοπορία επιστροφής συνιστά την μοναδική ομοιότητα με το αρχαϊκό πρότυπο. Ο Λεοπόλδος Μπλουμ περνάει μέσα από μια αντιστοιχία περιπετειών ανάλογων με κείνες του Οδυσσέα.
Το κατέβασμα στον Άδη βρίσκει την αντιστοιχία του στη μετάβαση του Μπλουμ στο νεκροταφείο, το οποίο επισκέπτεται συνοδεύοντας στην τελευταία του κατοικία ένα φίλο που πέθανε απροσδόκητα.
Το νησί του Αιόλου βρίσκει την αντιστοιχία του στα γραφεία μιας εφημερίδας, όπου φυσάνε όλοι οι άνεμοι.
Οι Σειρήνες είναι τα κορίτσια του μπαρ του Ξενοδοχείου Όρμοντ, στο οποίο καταφεύγει ο Μπλουμ για ένα καθυστερημένο γεύμα και ακούει από τη διπλανή αίθουσα μερικούς φίλους να τραγουδούν με τη συνοδεία πιάνου.
Η σπηλιά του Κύκλωπα είναι το μπαρ του Μπάρνεϊ Κίερναμ, όπου συχνάζει κάποιος φανατικός εθνικιστής που κατονομάζεται ως Πολίτης και που διακηρύσσει τη μισαλλοδοξία του απέναντι σε καθετί που δεν είναι ιρλανδέζικο και που προκαλεί ένα μικρής έκτασης πογκρόμ στον Μπλουμ ο οποίος είναι εβραϊκής καταγωγής.
Η Κίρκη είναι το πορνείο της νυχτερινής πόλης, το οποίο επισκέπτεται ο Μπλουμ για να βοηθήσει έναν μισοπεθαμένο νεαρό που συνάντησε πριν από λίγο και που νιώθει γι' αυτόν ένα ισχυρό αίσθημα πατρικής φροντίδας.
Η δράση είναι ελάχιστη, όμως η τεχνική του «εσωτερικού μονολόγου» που επινοεί ο συγγραφέας για την έκθεση της αφήγησής του, του παρέχει τη δυνατότητα να σχολιάσει με λεπτομέρειες όλο το πλέγμα των σχέσεων των προσώπων που λαμβάνουν μέρος σ' αυτό το σε μικρογραφία έπος.
Ο μεσήλικας κύριος Μπλουμ, καθώς και ο νεαρός Στίβεν Ντένταλους (που παίζει τον ρόλο του ομηρικού Τηλέμαχου), ανασυνθέτουν και επανεξετάζουν μέσα στους συλλογισμούς τους όλα τα προβλήματα που θίγει και ο έλληνας ποιητής.
Το ενδιαφέρον του σύγχρονου αναγνώστη εστιάζεται τόσο στις ομοιότητες του μύθου όσο και στις διαφορές και στις ανατροπές του, οι οποίες τον βοηθούν στην εξαγωγή συμπερασμάτων κατ' αρχάς για μια σύγκριση του κόσμου μας με τον κλασικό κόσμο και κατά δεύτερον για την ανίχνευση της ηθικής και πνευματικής πορείας του σύγχρονου κόσμου μας μέσα στον οποίο ζούμε.
Λογοκρισία
Γραμμένο κατά την επταετή περίοδο από το 1914 έως το 1921, το μυθιστόρημα εξέδωσε σε επεισόδια η αμερικανική εφημερίδα The Little Review από το 1918 μέχρι το 1920, όταν η δημοσίευση του επεισοδίου της Ναυσικάς είχε σαν αποτέλεσμα δίωξη για χυδαιότητα
Το 1919, τμήματα από το μυθιστόρημα εμφανίστηκαν επίσης στη λογοτεχνική εφημερίδα του Λονδίνου The Egoist, αλλά το ίδιο το μυθιστόρημα είχε απαγορευτεί στο Ηνωμένο Βασίλειο μέχρι τη δεκαετία του 1930.
Ο Τζόις είχε αποφασίσει να δημοσιευθεί το βιβλίο στο τεσσαρακοστά του γενέθλια, στις 2 Φεβρουαρίου 1922, και η Σύλβια Μπητς, εκδότης του Τζόις στο Παρίσι, έλαβε τα πρώτα τρία αντίτυπα από τον εκτυπωτή εκείνο το πρωί.
Η δίωξη του 1920 στις ΗΠΑ, έγινε μετά τη δημοσίευση από την εφημερίδα The Little Review ενός αποσπάσματος από το βιβλίο που ασχολείται με τον κύριο χαρακτήρα να αυνανίζεται. Ο νομικός ιστορικός Έντουαρντ ντε Γκράτσια (Edward de Grazia) υποστήριξε ότι λίγοι μόνο αναγνώστες θα έχουν πλήρη επίγνωση της οργασμικής εμπειρίας από το κείμενο, με δεδομένη τη χρήση μεταφορικής γλώσσας.
Η Ειρήνη Γκάμμελ (Irene Gammel) επεκτείνει αυτό το επιχείρημα, και δείχνει ότι η κατηγορίες εναντίον της The Little Review για χυδαιότητα επηρεάστηκαν από τα πολύ πιο περιγραφικά ποιήματα της Βαρόνης Elsa von Freytag-Loringhoven, τα οποία είχαν εμφανιστεί μαζί με τα επεισόδια του Οδυσσέα.
Ο Σύλλογος της Νέας Υόρκης για την Καταστολή της Φαυλότητας, η οποία αμφισβήτησε το περιεχόμενο του βιβλίου, ανέλαβε δράση για να προσπαθήσει να εμποδίσει την κυκλοφορία του βιβλίου στις Ηνωμένες Πολιτείες.
Σε μια δίκη το 1921 στο περιοδικό ανακηρύχθηκε άσεμνο και, ως αποτέλεσμα, ο Οδυσσέας ουσιαστικά απαγορεύθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες. Καθ' όλη τη δεκαετία του 1920, τα Ταχυδρομεία των Ηνωμένων Πολιτειών έκαιγαν αντίτυπα του μυθιστορήματος.
Το 1933, η εκδοτική εταιρεία Random House και ο δικηγόρος Μόρρις Ερνστ (Morris Ernst) κανόνισε να εισαχθεί η γαλλική έκδοση και να κατασχεθεί ένα αντίγραφο από τις τελωνειακές αρχές όταν ξεφόρτωνε το πλοίο. Στη συνέχεια ο εκδότης αμφισβήτησε τη νομιμότητα της κατάσχεσης. Στην υπόθεση «Ηνωμένες Πολιτείες εναντίον Ενός Βιβλίου με τίτλο ο Οδυσσέας, ο επαρχιακός Δικαστής Τζον Μ. Γούλσεϊ των ΗΠΑ, αποφάνθηκε στις 6 Δεκεμβρίου του 1933, ότι το βιβλίο δεν ήταν πορνογραφικό και ως εκ τούτου δεν θα μπορούσε να είναι άσεμνο, μια απόφαση που ονομάστηκε «κοσμοϊστορική» από τον Γκίλμπερτ Στιούαρτ.
Το Δεύτερο Εφετείο επιβεβαίωσε την απόφαση του 1934. Οι ΗΠΑ λοιπόν, έγινε η πρώτη αγγλόφωνη χώρα, όπου το βιβλίο ήταν ελεύθερα διαθέσιμο. Αν και ο Οδυσσέας ποτέ δεν απαγορεύτηκε στην Ιρλανδία, δεν ήταν διαθέσιμος εκεί.
Λογοτεχνική σημασία και υποδοχή από τους κριτικούς
Σε μια κριτική στο The Dial, ο T. S. Eliot έγραψε για τον Οδυσσέα: «Θεωρώ ότι το βιβλίο αυτό είναι η πιο σημαντική έκφραση που έχει βρεθεί στην σημερινή εποχή, είναι ένα βιβλίο στο οποίο είμαστε όλοι υπόχρεοι, και από το οποίο κανείς μας δεν μπορεί να ξεφύγει.» Στη συνέχεια επιβεβαίωσε ότι δεν ήταν λάθος του Τζόις αν οι αναγνώστες του δεν το καταλαβαίνουν: «Η επόμενη γενεά θα είναι υπεύθυνη για τη δική της ψυχή, ένας ιδιοφυής άνθρωπος είναι υπεύθυνος προς τους ομότιμούς του, όχι προς ένα δωμάτιο γεμάτο αμόρφωτους και απείθαρχους λειροφόρους."
Το βιβλίο είχε τους επικριτές του, η Βιρτζίνια Γουλφ δήλωσε ότι «ο Οδυσσέας ήταν μια αξέχαστη καταστροφή—τεράστια σε τόλμη, καταπληκτική σε καταστροφή.»
Ο Οδυσσέας έχει χαρακτηριστεί «ο σημαντικότερος σταθμός στην μοντερνιστική λογοτεχνία», ένα έργο όπου οι πολυπλοκότητες της ζωής απεικονίζονται με «άνευ προηγουμένου, απαράμιλλη, γλωσσική και υφολογική δεξιοτεχνία». Το ύφος αυτό έχει αναφερθεί ως το καλύτερο παράδειγμα της χρήσης ροής συνείδησης στη σύγχρονη μυθοπλασία, με τον συντάκτη να πηγαίνει όλο και πιο μακριά από κάθε άλλο συγγραφέα στο χειρισμό του εσωτερικού μονολόγου. Αυτή η τεχνική έχει επαινεθεί για την πιστή αναπαράσταση της ροής της σκέψης, του συναισθήματος, τoυ ψυχικού προβληματισμού, καθώς και των μεταβολών της διάθεσης.
Ο κριτικός Έντμουντ Γουίλσον σημειώνει ότι ο Οδυσσέας επιχειρεί να καταστήσει με «όσο μεγαλύτερη ακρίβεια και αμεσότητα όσο είναι δυνατόν να γίνει με λόγια, με τι μοιάζει η συμμετοχή μας στη ζωή — ή μάλλον, αυτό που φαίνεται από στιγμή σε στιγμή που ζούμε.»
Ο Γκίλμπερτ Στιούαρτ είπε ότι οι «προσωπικότητες του Οδυσσέα είναι όχι φανταστικοί», αλλά ότι «αυτοί οι άνθρωποι είναι όπως πρέπει να είναι, ενεργούν, βλέπουν, σύμφωνα με κάποιο lex eterna, μια αναπόφευκτη κατάσταση της ίδιας τους της ύπαρξης». Μέσα από αυτούς τους χαρακτήρες ο Τζόις «επιτυγχάνει μια συνεκτική και αναπόσπαστη ερμηνεία της ζωής».
Ο Τζόις χρησιμοποιεί μεταφορές, σύμβολα, ασάφειες, και χροιά που σταδιακά ενώνονται, έτσι ώστε να σχηματίζουν ένα δίκτυο συνδέσμων το οποίο συνδέει το σύνολο του έργου. Αυτό το σύστημα των συνδέσεων δίνει στο μυθιστόρημα μια ευρεία, πιο καθολική σημασία, και «ο Λέοπολντ Μπλουμ, γίνεται ένας σύγχρονος Οδυσσέας, ο Καθένας του Δουβλίνου, το οποίο γίνεται μια μικρογραφία του πραγματικού κόσμου." Ο Έλιοτ περιγράφει αυτό το σύστημα, ως η «μυθική μέθοδος»: «ένας τρόπος ελέγχου, τάξης, που δίνει μορφή και σημασία στο απέραντο πανόραμα ματαιότητας και αναρχίας που είναι η σύγχρονη ιστορία».
«Αυτό που είναι τόσο εντυπωσιακό στον Οδυσσέα είναι το γεγονός ότι πίσω από χίλια πέπλα τίποτα δεν μένει κρυφό, που να στρέφεται ούτε προς το μυαλό, ούτε προς τον κόσμο, αλλά, σαν το φεγγάρι που κοιτά από το κοσμικό διάστημα, επιτρέπει το δράμα της ανάπτυξης και της φθοράς, για να συνεχίσει την πορεία του.» (Καρλ Γιούνγκ)
Κάπου στην ανατολή. Νωρίς το πρωί. Να παίρνεις δρόμο τα χαράματα, να ταξιδεύεις συνέχεια μπροστά από τον ήλιο, να του ξεκλέβεις μιας μέρας περπάτημα.
Αν βαστήξεις για πάντα έτσι, από τεχνική άποψη, μιλώντας, δε θα γεράσεις ποτέ. Περπάτημα σε μιαν ακρογιαλιά, σε άγνωστη χώρα, άφιξη στην πύλη μιας πολιτείας, σ' έναν φρουρό, γέρο στρατιώτη κι αυτόν, με τα μουστάκια του γέρο Τουήντυ, ακουμπισμένον σε μια μακριά λόγχη.
Να περιπλανιέσαι σε δρομάκια σκεπασμένα με τέντες. Να περνάνε δίπλα σου μορφές με τουρμπάνια. Σκοτεινές σπηλιές χαλιών μαγαζιά, άντρας ψηλός, ο Τούρκος ο τρομερός, καθισμένος σταυροπόδι καπνίζοντας το ναργιλέ του. Κραυγές πωλητών στους δρόμους.
Να πίνεις νερό αρωματισμένο με μάραθο, σερμπέτι. Να περιπλανιέσαι όλη μέρα. Θα μπορούσες να συναντούσες και κάνα δυο ληστές. Ε, και λοιπόν; Ας τους συναντούσες.
Πλησιάζοντας το απόβραδο. Σκιές των τζαμιών κατά μήκος των κιόνων. Ο ιμάμης με την περγαμηνή, τυλιγμένη ρολό. Μια ανατριχίλα πάνω στα δέντρα, σύνθημα, ο εσπερινός άνεμος.
Προχωρώ. Χρυσωμένος ουρανός, ξεθωριασμένος. Μια μητέρα κοιτάζει από την πόρτα της. Καλεί στη σκοτεινή τους γλώσσα τα παιδιά της να μπούνε στο σπίτι.
Ψηλός τοίχος, πίσω του έτριξαν χορδές. Φεγγάρι νυχτερινού ουρανού, μωβ, στο ίδιο χρώμα με τις ζαρτιέρες της Μόλλυ.
Έγχορδα. Άκου. Ένα κορίτσι παίζει κάποιο απ' αυτά τα όργανα.
Πώς το λένε; Σαντούρι.
Προχωρώ
-----------------------------------------------------------------------
Κοίταζε τα γελάδια, ακαθόριστα μέσα στην ασημένια ζέστη. Ασημοσκεπασμένα λιόφυλλα. Γαλήνιες ατέλειωτες μέρες· κλάδεμα και ωρίμανση. Οι ελιές συσκευάζονται σε βάζα, έτσι δεν είναι; Έχουν μείνει μερικά από τον Άντριους. Η Μόλλυ τις φτύνει. Τώρα ξέρει πώς είναι η γεύση τους. Τα πορτοκάλια τυλίγονται σε τσιγαρόχαρτο και συσκευάζονται σε καφάσια. Το ίδιο και τα κίτρα. Αναρωτιέμαι αν ζει ακόμα ο φουκαράς ο Κίτρον που έμενε στη λεωφόρο Σαιν Κέβιον. Και ο Μαστιάνσκυ με την παλιά κιθάρα του. Τότε περνάγαμε φίνα τα βράδια μας. Η Μόλλυ καθότανε στην ψάθινη καρέκλα του Κίτρον. Είναι ωραίο να κρατάς ένα δροσερό κερωμένο φρούτο, να το κρατάς στο χέρι, να το φέρνεις στα ρουθούνια σου και να μυρίζεις το άρωμα. Έτσι, βαρύ, γλυκό, άγριο άρωμα. Πάντα το ίδιο, χρόνος βγαίνει, χρόνος μπαίνει. Ο Μόιζελ μου έλεγε ότι κατάφεραν να εξασφαλίσουν ικανοποιητικές τιμές.
Πλατεία Άρμπουτους· ευχάριστοι δρόμοι· ευχάριστες περασμένες εποχές. Μου έλεγε ότι δεν πρέπει να έχουν μήτε ένα ψεγάδι. Και πρέπει να κάμουν ένα τόσο μακρύ ταξίδι· Ισπανία, Γιβραλτάρ, Μεσόγειος, Λεβάντε. Καφάσια αραδιασμένα στις αποβάθρες της Γιάφφας, ο λογιστής τα κατέγραφε σ› ένα κατάστιχο, οι αχθοφόροι με βρώμικες κελεμπίες τα μεταφέρανε. Να σου από κοντά κι εκείνος ο τύπος, ο πώς τον λένε. Τι κάνετε; Δεν με πρόσεξε.
Κάποιος που τον ξέρεις αρκετά για να του πεις ένα γεια σου, αν και είναι βαρετός. Και από πίσω ολόφτυστος μ’ εκείνον τον Νορβηγό πλοίαρχο. Αν τον έβλεπα σήμερα, τάχα θα τον αναγνώριζα; Ο δημοτικός καταβρεχτήρας. Για να προκαλέσει τη βροχή. Επί γης, ως και εις τους ουρανούς.
(Τζόυς)