(στ. 147-184)
ΕΡΩ.
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ’μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΝ.
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρʼ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σʼ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σʼ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μʼ απολησμονήσεις.
ΕΡΩ.
Oϊμένα, νά ʼβρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ʼδωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τʼ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝ.
Τούτο ας γενεί σʼ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν ένʼ και δεν κατέχω
πως μήδʼ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσʼ ελπίδες μου τσʼ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩ.
Τούτό ʼναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ʼκαμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τʼ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ νʼ αρματωθού, να ʼρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπʼ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
ΕΡΩ.
Τόσες δεν είναι οι ομορφιές, τόσα δεν είν’ τα κάλλη,
μα τούτο εκ την αγάπη σου γεννάται τη μεγάλη.
Μα γή όμορφή ’μαι γή άσκημη, Πανάρετε ψυχή μου,
για σέναν εγεννήθηκε στον κόσμο το κορμί μου.
ΠΑΝ.
Νερό δεν έσβησε φωτιά ποτέ, βασίλισσά μου,
καθώς τα λόγια τα γροικώ σβήνουσι την πρικιά μου.
Μ’ όλον ετούτο, αφέντρα μου, μα την αγάπη εκείνη,
που μας ανάθρεψε μικρά, και πλια παρʼ άλλη εγίνη
πιστή και δυνατότατη σʼ εμένα κι εις εσένα,
και τα κορμιά μας σʼ άμετρο πόθο κρατεί δεμένα,
περίσσα σε παρακαλώ ποτέ να μην αφήσεις
να σε νικήσει ο βασιλιός, να μʼ απολησμονήσεις.
ΕΡΩ.
Oϊμένα, νά ʼβρω δε μπορώ ποιαν αφορμή ποτέ μου
σου ʼδωκα στην αγάπη μου φόβο, Πανάρετέ μου,
να πιάνεις τόσα δυνατό, σα να μηδέ γνωρίζεις
το πως το νου και την ψυχή και την καρδιά μου ορίζεις.
Έρωτα, απείς τʼ αφέντη μου τ’ αμμάτια δε μπορούσι
πόσα πιστά και σπλαχνικά τον αγαπώ να δούσι,
μιαν απού τσι σαΐτες σου φαρμάκεψε και ρίξε
μέσα στα φυλλοκάρδια μου και φανερά του δείξε
με τον πρικύ μου θάνατο πως ταίρι του απομένω,
και μόνο πως για λόγου του στον Άδη κατεβαίνω.
ΠΑΝ.
Τούτο ας γενεί σʼ εμένα ομπρός, φόβο κιανένα αν έχω
στον πόθο σου, νεράιδα μου, γή αν ένʼ και δεν κατέχω
πως μήδʼ ο θάνατος μπορεί να κάμει να σηκώσεις
τον πόθο σου από λόγου μου κι αλλού να τόνε δώσεις.
Μα δεν κατέχω ποια αφορμή με κάνει και τρομάσσω,
το πράμα, που στο χέρι μου κρατώ σφικτά, μη χάσω,
κι εκείνο, απού παρηγοριά πρέπει να μου χαρίζει,
τσʼ ελπίδες μου τσʼ αμέτρητες σε φόβο μού γυρίζει.
ΕΡΩ.
Τούτό ʼναι απού το ξαφνικό μαντάτο που μας δώσα,
μα μην πρικαινομέστανε, Πανάρετέ μου, τόσα,
γιατί ουρανός, απού ʼκαμε κι εσμίξαμεν αντάμι,
να στέκομε παντοτινά ταίρια μάς θέλει κάμει.
Τον ουρανό, τη θάλασσα, τη γη και τον αέρα,
τʼ άστρα, τον ήλιο το λαμπρό, τη νύκτα, την ημέρα,
παρακαλώ νʼ αρματωθού, να ʼρθουν αντίδικά μου,
την ώρα οπʼ άλλος θέλει μπει πόθος εις την καρδιά μου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου