Οι Κονδυλοφόροι είναι ένα σημαντικό ντοκουμέντο για τα κοινωνικά και λογοτεχνικά πράγματα της Αγγλίας κατά το τέλος του 19ου αιώνα. Ο George Gissing περιγράφει με μια σχεδόν νοσηρή αλλά ακατανίκητη δύναμη τις λεπτομέρειες της ανόδου και της πτώσης ενός ευαίσθητου μυθιστοριογράφου που επιχειρεί να κατακτήσει μια θέση στα αγγλικά γράμματα και ταυτόχρονα να επιβιώσει προσπαθώντας να συμμορφωθεί με τις επιταγές του εκδοτικού κατεστημένου.
Οι δολοπλοκίες των λογοτεχνικών σαλονιών, των λογοτεχνικών περιοδικών και εφημερίδων, η εκμετάλλευση που μετατρέπει το λογοτεχνικό έργο σε εμπόρευμα αποτελούν τη στυγνή πραγματικότητα μέσα στην οποία ο ήρωας, ο νεαρός Έντουιν Ρίρντον, προσπαθεί να πραγματοποιήσει το δημιουργικό του όνειρο και ταυτόχρονα να ζήσει τον έρωτα που θα ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες του.
Η τεράστια αυτή βιβλιοθήκη, που μεγάλωνε πέρα από κάθε όριο, που απειλούσε να γίνει μια απάτητη έρημος τυπωμένων γραμμάτων -πόσο ασήκωτα δε βάραινε στο πνεύμα!
Να μπορούσε κανείς να πάει και να δουλέψει με τα χέρια του, να κάνει την εργασία την πιο ταπεινή, την πιο κοινή, αλλά που τη χρειαζόταν πραγματικά ο κόσμος! Ήταν άθλιο να κάθεσαι εδώ μέσα και να υποστηρίζεις το μηδαμινό αυτό σφετερισμό διανοητικής αξιοπρέπειας.
Πριν από λίγες μέρες τα ξαφνιασμένα μάτια της είχαν πέσει σε μια διαφήμιση στην εφημερίδα, με τη λεζάντα «Λογοτεχνική Μηχανή» μήπως είχε τελικά επινοηθεί κάποιο αυτόματο που θα αντικαθιστούσε τα ταπεινά πλάσματα του είδους της, που θα παρήγαγε βιβλία και άρθρα;
Αλίμονο! Ήταν απλώς ένα μηχάνημα για το καλύτερο κράτημα των βιβλίων, ώστε να διευκολύνεται ακόμα περισσότερο η παραγωγή. Αλλά χωρίς αμφιβολία δε θ' αργούσε η ώρα που κάποιος Έντισον θα κατασκεύαζε το πραγματικό αυτόματο συγκριτικά το πρόβλημα έπρεπε να είναι πολύ εύκολο.
Απλώς θα έριχνες μέσα συγκεκριμένο αριθμό παλιών βιβλίων, θα τα έκοβες, θα τα έραβες, θα τα εκσυγχρόνιζες και τελικά θα έβγαινε από την άλλη άκρη άλλο ένα, για την κατανάλωση της ημέρας.
Οι δολοπλοκίες των λογοτεχνικών σαλονιών, των λογοτεχνικών περιοδικών και εφημερίδων, η εκμετάλλευση που μετατρέπει το λογοτεχνικό έργο σε εμπόρευμα αποτελούν τη στυγνή πραγματικότητα μέσα στην οποία ο ήρωας, ο νεαρός Έντουιν Ρίρντον, προσπαθεί να πραγματοποιήσει το δημιουργικό του όνειρο και ταυτόχρονα να ζήσει τον έρωτα που θα ικανοποιήσει τις ανθρώπινες ανάγκες του.
Η τεράστια αυτή βιβλιοθήκη, που μεγάλωνε πέρα από κάθε όριο, που απειλούσε να γίνει μια απάτητη έρημος τυπωμένων γραμμάτων -πόσο ασήκωτα δε βάραινε στο πνεύμα!
Να μπορούσε κανείς να πάει και να δουλέψει με τα χέρια του, να κάνει την εργασία την πιο ταπεινή, την πιο κοινή, αλλά που τη χρειαζόταν πραγματικά ο κόσμος! Ήταν άθλιο να κάθεσαι εδώ μέσα και να υποστηρίζεις το μηδαμινό αυτό σφετερισμό διανοητικής αξιοπρέπειας.
Πριν από λίγες μέρες τα ξαφνιασμένα μάτια της είχαν πέσει σε μια διαφήμιση στην εφημερίδα, με τη λεζάντα «Λογοτεχνική Μηχανή» μήπως είχε τελικά επινοηθεί κάποιο αυτόματο που θα αντικαθιστούσε τα ταπεινά πλάσματα του είδους της, που θα παρήγαγε βιβλία και άρθρα;
Αλίμονο! Ήταν απλώς ένα μηχάνημα για το καλύτερο κράτημα των βιβλίων, ώστε να διευκολύνεται ακόμα περισσότερο η παραγωγή. Αλλά χωρίς αμφιβολία δε θ' αργούσε η ώρα που κάποιος Έντισον θα κατασκεύαζε το πραγματικό αυτόματο συγκριτικά το πρόβλημα έπρεπε να είναι πολύ εύκολο.
Απλώς θα έριχνες μέσα συγκεκριμένο αριθμό παλιών βιβλίων, θα τα έκοβες, θα τα έραβες, θα τα εκσυγχρόνιζες και τελικά θα έβγαινε από την άλλη άκρη άλλο ένα, για την κατανάλωση της ημέρας.