Ο Τζόζεφ Κόνραντ (1857 – 1924) ήταν Πολωνός συγγραφέας που έγραψε στην αγγλική γλώσσα και θεωρείται ένας από τους σημαντικότερους αγγλόφωνους μυθιστοριογράφους.
Έζησε δεκαέξι χρόνια στη θάλασσα πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αγγλία. Μερικά από τα έργα του έχουν ονομαστεί «ρομαντικά», αλλά ο «ρομαντισμός» του εμποτίζεται με άγρια ειρωνεία και μια λεπτή αίσθηση της ανθρώπινης ικανότητας για αυτοεξαπάτηση.
Πολλοί κριτικοί τον θεωρούν ως πρόδρομο του μοντερνισμού. Το αφηγηματικό ύφος και οι υπαρξιακοί, αντι-ηρωικοί χαρακτήρες του, έχουν επηρεάσει πολλούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ντ. Χ. Λώρενς, Γκράχαμ Γκρην, Τζόζεφ Χέλλερ και Γέρζι Κοζίνσκι. Η ταινία «Αποκάλυψη τώρα» βασίστηκε στη νουβέλα του Η καρδιά του σκότους.
H καρδια του σκοτους
Στο ταξίδι του μέχρι το έσχατο πλωτό σημείο του ποταμού Κογκό, ως κυβερνήτης του ατμόπλοιου κάποιας αποικιακής εμπορικής εταιρίας, ο Τσάρλι Μάρλοου παρακολουθεί τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των αγρίων.
Παράλληλα το ταξίδι αυτό είναι και μια όχι λιγότερο εφιαλτική περιήγηση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι ακόμα, στο πρόσωπο του Κουρτς, ο Κόνραντ προδιαγράφει με μοναδική οξυδέρκεια, ως φυσική απόρροια του δυτικού πολιτισμού, τον τύπο των χαρισματικών ηγετών που αιματοκύλησαν την Ευρώπη λίγα χρόνια αργότερα.
Η Καρδιά του Σκότους, γραμμένη το 1900, στην εποχή της συνέβαλε σημαντικά στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις των Βέλγων στο Κογκό, αργότερα έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς στους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ.Σ. Έλιοτ και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα».
Μαύρες φιγούρες, κουλουριασμένες, καθιστές, ξαπλωμένες ανάμεσα στα δέντρα, γερμένες στους κορμούς, κολλημένες στο χώμα, αχνοδιακρίνονταν μέσα στο μισοσκόταδο σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και της απελπισίας. Άλλο ένα φουρνέλο έσκασε στο βράχο κι ένα ρίγος διαπέρασε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Τα έργα προχωρούσαν. Τα έργα! Κι αυτό εκεί ήταν το μέρος όπου κάποιοι από τους εργάτες τους είχαν αποσυρθεί για να πεθάνουν.
Αργοπέθαιναν – ήταν φανερό. Αυτοί δεν ήταν εχθροί, δεν ήταν ούτε κακοποιοί, δεν ήταν τίποτα του κόσμου τούτου πια – ήταν μονάχα μαύρες σκιές, φαντάσματα της πείνας και του λοιμού, σωριασμένα ανάκατα μες στο πρασινωπό σκοτάδι. Κουβαλημένοι από κάθε γωνιά της ακτής με όλη τη νομιμότητα των χρονικών συμβάσεων, χάνονταν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, τρέφονταν με ανοίκειες τροφές, αρρώσταιναν, γίνονταν άχρηστοι, και τότε τους επέτρεπαν να συρθούν λίγο πιο κει και να αναπαυθούν.
Αυτές οι ετοιμοθάνατες σκιές ήταν ελεύθερες σαν τον άνεμο – και το ίδιο άυλες. Άρχισα να διακρίνω το φέγγισμα των ματιών ανάμεσα στα δέντρα. Και κοιτάζοντας κάτω, είδα ένα πρόσωπο δίπλα στο χέρι μου. Ο μαύρος σκελετός ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, με τον ένα ώμο ακουμπισμένο στο δέντρο, και είδα τα βλέφαρα να αργοσηκώνονται, τα βουλιαγμένα μάτια να με κοιτάζουν, πελώρια και απλανή, κάτι σαν μουντή αναλαμπή που έσβησε πάλι αργά.
Έζησε δεκαέξι χρόνια στη θάλασσα πριν εγκατασταθεί οριστικά στην Αγγλία. Μερικά από τα έργα του έχουν ονομαστεί «ρομαντικά», αλλά ο «ρομαντισμός» του εμποτίζεται με άγρια ειρωνεία και μια λεπτή αίσθηση της ανθρώπινης ικανότητας για αυτοεξαπάτηση.
Πολλοί κριτικοί τον θεωρούν ως πρόδρομο του μοντερνισμού. Το αφηγηματικό ύφος και οι υπαρξιακοί, αντι-ηρωικοί χαρακτήρες του, έχουν επηρεάσει πολλούς συγγραφείς, συμπεριλαμβανομένων των Έρνεστ Χέμινγουεϊ, Ντ. Χ. Λώρενς, Γκράχαμ Γκρην, Τζόζεφ Χέλλερ και Γέρζι Κοζίνσκι. Η ταινία «Αποκάλυψη τώρα» βασίστηκε στη νουβέλα του Η καρδιά του σκότους.
H καρδια του σκοτους
Στο ταξίδι του μέχρι το έσχατο πλωτό σημείο του ποταμού Κογκό, ως κυβερνήτης του ατμόπλοιου κάποιας αποικιακής εμπορικής εταιρίας, ο Τσάρλι Μάρλοου παρακολουθεί τον αδηφάγο και απάνθρωπο παραλογισμό που κρύβεται πίσω από το πρόσχημα του εκπολιτισμού των αγρίων.
Παράλληλα το ταξίδι αυτό είναι και μια όχι λιγότερο εφιαλτική περιήγηση στα σκοτεινά βάθη της ανθρώπινης ψυχής, στο άλυτο αίνιγμα της ανθρώπινης ύπαρξης. Κι ακόμα, στο πρόσωπο του Κουρτς, ο Κόνραντ προδιαγράφει με μοναδική οξυδέρκεια, ως φυσική απόρροια του δυτικού πολιτισμού, τον τύπο των χαρισματικών ηγετών που αιματοκύλησαν την Ευρώπη λίγα χρόνια αργότερα.
Η Καρδιά του Σκότους, γραμμένη το 1900, στην εποχή της συνέβαλε σημαντικά στο διεθνές κίνημα διαμαρτυρίας για τις καταχρήσεις των Βέλγων στο Κογκό, αργότερα έγινε κεντρικό σημείο αναφοράς στους «Κούφιους ανθρώπους» του Τ.Σ. Έλιοτ και τα τελευταία χρόνια χρησιμοποιήθηκε ως αφετηρία για την ταινία του Κόπολα «Αποκάλυψη τώρα».
Μαύρες φιγούρες, κουλουριασμένες, καθιστές, ξαπλωμένες ανάμεσα στα δέντρα, γερμένες στους κορμούς, κολλημένες στο χώμα, αχνοδιακρίνονταν μέσα στο μισοσκόταδο σε όλες τις στάσεις του πόνου, της εγκατάλειψης και της απελπισίας. Άλλο ένα φουρνέλο έσκασε στο βράχο κι ένα ρίγος διαπέρασε το έδαφος κάτω από τα πόδια μου. Τα έργα προχωρούσαν. Τα έργα! Κι αυτό εκεί ήταν το μέρος όπου κάποιοι από τους εργάτες τους είχαν αποσυρθεί για να πεθάνουν.
Αργοπέθαιναν – ήταν φανερό. Αυτοί δεν ήταν εχθροί, δεν ήταν ούτε κακοποιοί, δεν ήταν τίποτα του κόσμου τούτου πια – ήταν μονάχα μαύρες σκιές, φαντάσματα της πείνας και του λοιμού, σωριασμένα ανάκατα μες στο πρασινωπό σκοτάδι. Κουβαλημένοι από κάθε γωνιά της ακτής με όλη τη νομιμότητα των χρονικών συμβάσεων, χάνονταν σε ένα αφιλόξενο περιβάλλον, τρέφονταν με ανοίκειες τροφές, αρρώσταιναν, γίνονταν άχρηστοι, και τότε τους επέτρεπαν να συρθούν λίγο πιο κει και να αναπαυθούν.
Αυτές οι ετοιμοθάνατες σκιές ήταν ελεύθερες σαν τον άνεμο – και το ίδιο άυλες. Άρχισα να διακρίνω το φέγγισμα των ματιών ανάμεσα στα δέντρα. Και κοιτάζοντας κάτω, είδα ένα πρόσωπο δίπλα στο χέρι μου. Ο μαύρος σκελετός ήταν ξαπλωμένος κατάχαμα, με τον ένα ώμο ακουμπισμένο στο δέντρο, και είδα τα βλέφαρα να αργοσηκώνονται, τα βουλιαγμένα μάτια να με κοιτάζουν, πελώρια και απλανή, κάτι σαν μουντή αναλαμπή που έσβησε πάλι αργά.