Ο Μαρί-Ανρί Μπεϊγέ (1783 – 1842), γνωστότερος με το φιλολογικό του ψευδώνυμο Σταντάλ (Stendhal), ήταν Γάλλος συγγραφέας.
Οι βαθύτατες ψυχολογικές αναλύσεις του στα «μυθιστορήματα μαθητείας» που έγραψε, τον τοποθετούν στην πρώτη σειρά των μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα.
Τα περιφημότερα από τα μυθιστορήματα αυτά, Το Κόκκινο και το Μαύρο και Το μοναστήρι της Πάρμας, αναφέρονται σε νέους με ρομαντικούς πόθους, δύναμη αισθημάτων και όνειρα δόξας.
Το 1818 ο Σταντάλ βγαίνει μόλις από μια βαθιά προσωπική κρίση, συνέπεια του τέλους της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του μετά την πτώση του Ναπολέοντα, το 1814.
Μέσω ενός κοινού γνωστού γνωρίζει τη Ματίλντε Ντεμπόβσκι, μια γυναίκα είκοσι οκτώ ετών, χωρισμένη με δύο παιδιά, όχι μόνον ωραία αλλά και εξαιρετικά υπερήφανη, που ζει αποτραβηγμένη στο σπίτι της στο Μιλάνο.
Ωστόσο, ο έρωτας που αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή γι' αυτήν ο Σταντάλ κάθε άλλο παρά ασυγκίνητη την αφήνει. Πιστεύει ότι εκείνος ο παχύς και διόλου όμορφος Γάλλος διαφέρει από τους επηρμένους Μιλανέζους που την πολιορκούν με ανούσια κομπλιμέντα.
Του εκδηλώνει, λοιπόν, μια συγκρατημένη εύνοια. Όμως ο Σταντάλ, παρασυρμένος από το πάθος του, επιδεικνύει μια αδέξια και ασυνάρτητη συμπεριφορά, ώστε η Μετίλντ (έτσι την αποκαλεί ο συγγραφέας), καχύποπτη πια, αποσύρει ξαφνικά την εύνοια της και γίνεται παγερή και απόμακρη.
Η απόρριψη αυτή στρέφει τον απελπισμένο Σταντάλ προς έναν άλλο δρόμο: τη μυθοπλασία. Στις 29 Δεκεμβρίου 1819 συλλαμβάνει ξαφνικά μια "μεγαλοφυή" ιδέα: θα πνίξει το προσωπικό μέσα στο απρόσωπο και θα μιλήσει για το άτυχο πάθος του μέσα από γενικές σκέψεις και απόψεις.
Το Περί έρωτος είναι ουσιαστικά λοιπόν μια εξομολόγηση. Εντούτοις, αυτός ο "εγωτικός" χαρακτήρας του έργου δεν αποκλείει τις γενικές ιδέες' αντίθετα, το ένα είναι καρπός του άλλου, αφού ο Σταντάλ είναι πάνω απ' όλα ένας μοραλιστής. Όπως γράφει ο ίδιος:
"Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για ν/χ είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράφει έναν αναστεναγμό, εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια".
Περί έρωτος
ΕΝ ΜΕΣΩ του πιο σφοδρού και εμποδισμένου πάθους, έρχονται στιγμές όπου κανείς πιστεύει ότι ξαφνικά δεν αγαπά πια, είναι σαν μια πηγή γλυκού νερού καταμεσής στη θάλασσα. Σχεδόν δεν βρίσκει πια ευχαρίστηση στο να συλλογίζεται την αγαπημένη του, και όσο καταρρακωμένος κι αν είναι εξαιτίας της άρνησης της, αισθάνεται ακόμη πιο δυστυχισμένος επειδή τίποτα πλέον στη ζωή δεν τον ενδιαφέρει. Το πιο θλιβερό και απογοητευτικό μηδέν διαδέχεται μια κατάσταση αναστάτωσης οπωσδήποτε, αλλά που έδειχνε όλη τη φύση από μια καινούρια πλευρά, ενδιαφέρουσα, παθιασμένη.
Είναι επειδή η τελευταία σας επίσκεψη σ' αυτήν που αγαπάτε σας έφερε σε μια θέση στην οποία, παλαιότερα, η φαντασία σας θέριζε όλες τις δυνατές αισθήσεις που μπορούσε να σας δώσει. Για παράδειγμα, ύστερα από μια περίοδο ψυχρότητας εκείνη σας φέρεται καλύτερα και σας αφήνει να συλλάβετε τον ίδιο ακριβώς βαθμό προσδοκίας και με τα ίδια εξωτερικά σημάδια όπως σε παλαιότερη εποχή, όλα αυτά χωρίς ίσως η ίδια να το υποψιάζεται. Όταν η φαντασία βρει στον δρόμο της τη μνήμη και τις θλιβερές κρίσεις της, η κρυστάλλωση παύει αυτοστιγμεί.
Μου συνιστούν να αφαιρέσω αυτή τη λέξη ή αν, ελλείψει λογοτεχνικού ταλέντου, δεν μπορώ να το καταφέρω, να υπενθυμίζω συχνά ότι, λέγοντας κρυστάλλωση, εννοώ μια ορισμένη έξαψη της φαντασίας, η οποία κάνει αγνώριστο ένα αντικείμενο αρκετά συνηθισμένο τις περισσότερες φορές και το μετατρέπει σ' ένα ξεχωριστό όν. Στις ψυχές που δεν γνωρίζουν άλλον δρόμο από της ματαιοδοξίας για να φτάσουν στην ευτυχία, είναι απαραίτητο ο άνδρας που επιδιώκει να προκαλέσει ετούτη την έξαψη να φορά άψογα τη γραβάτα του και να έχει διαρκώς τον νου του σε χίλιες δυο λεπτομέρειες που αποκλείουν κάθε ατημελησία. Οι γυναίκες του κόσμου παραδέχονται το αποτέλεσμα, αρνούμενες συγχρόνως ή μη βλέποντας την αιτία.
Οι βαθύτατες ψυχολογικές αναλύσεις του στα «μυθιστορήματα μαθητείας» που έγραψε, τον τοποθετούν στην πρώτη σειρά των μυθιστοριογράφων του 19ου αιώνα.
Τα περιφημότερα από τα μυθιστορήματα αυτά, Το Κόκκινο και το Μαύρο και Το μοναστήρι της Πάρμας, αναφέρονται σε νέους με ρομαντικούς πόθους, δύναμη αισθημάτων και όνειρα δόξας.
Το 1818 ο Σταντάλ βγαίνει μόλις από μια βαθιά προσωπική κρίση, συνέπεια του τέλους της στρατιωτικής σταδιοδρομίας του μετά την πτώση του Ναπολέοντα, το 1814.
Μέσω ενός κοινού γνωστού γνωρίζει τη Ματίλντε Ντεμπόβσκι, μια γυναίκα είκοσι οκτώ ετών, χωρισμένη με δύο παιδιά, όχι μόνον ωραία αλλά και εξαιρετικά υπερήφανη, που ζει αποτραβηγμένη στο σπίτι της στο Μιλάνο.
Ωστόσο, ο έρωτας που αισθάνθηκε από την πρώτη στιγμή γι' αυτήν ο Σταντάλ κάθε άλλο παρά ασυγκίνητη την αφήνει. Πιστεύει ότι εκείνος ο παχύς και διόλου όμορφος Γάλλος διαφέρει από τους επηρμένους Μιλανέζους που την πολιορκούν με ανούσια κομπλιμέντα.
Του εκδηλώνει, λοιπόν, μια συγκρατημένη εύνοια. Όμως ο Σταντάλ, παρασυρμένος από το πάθος του, επιδεικνύει μια αδέξια και ασυνάρτητη συμπεριφορά, ώστε η Μετίλντ (έτσι την αποκαλεί ο συγγραφέας), καχύποπτη πια, αποσύρει ξαφνικά την εύνοια της και γίνεται παγερή και απόμακρη.
Η απόρριψη αυτή στρέφει τον απελπισμένο Σταντάλ προς έναν άλλο δρόμο: τη μυθοπλασία. Στις 29 Δεκεμβρίου 1819 συλλαμβάνει ξαφνικά μια "μεγαλοφυή" ιδέα: θα πνίξει το προσωπικό μέσα στο απρόσωπο και θα μιλήσει για το άτυχο πάθος του μέσα από γενικές σκέψεις και απόψεις.
Το Περί έρωτος είναι ουσιαστικά λοιπόν μια εξομολόγηση. Εντούτοις, αυτός ο "εγωτικός" χαρακτήρας του έργου δεν αποκλείει τις γενικές ιδέες' αντίθετα, το ένα είναι καρπός του άλλου, αφού ο Σταντάλ είναι πάνω απ' όλα ένας μοραλιστής. Όπως γράφει ο ίδιος:
"Καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια για ν/χ είμαι στεγνός. Θέλω να επιβάλω σιωπή στην καρδιά μου, που νομίζει ότι έχει πολλά να πει. Τρέμω διαρκώς μην τυχόν έχω γράφει έναν αναστεναγμό, εκεί που πιστεύω ότι έχω σημειώσει μιαν αλήθεια".
Περί έρωτος
ΕΝ ΜΕΣΩ του πιο σφοδρού και εμποδισμένου πάθους, έρχονται στιγμές όπου κανείς πιστεύει ότι ξαφνικά δεν αγαπά πια, είναι σαν μια πηγή γλυκού νερού καταμεσής στη θάλασσα. Σχεδόν δεν βρίσκει πια ευχαρίστηση στο να συλλογίζεται την αγαπημένη του, και όσο καταρρακωμένος κι αν είναι εξαιτίας της άρνησης της, αισθάνεται ακόμη πιο δυστυχισμένος επειδή τίποτα πλέον στη ζωή δεν τον ενδιαφέρει. Το πιο θλιβερό και απογοητευτικό μηδέν διαδέχεται μια κατάσταση αναστάτωσης οπωσδήποτε, αλλά που έδειχνε όλη τη φύση από μια καινούρια πλευρά, ενδιαφέρουσα, παθιασμένη.
Είναι επειδή η τελευταία σας επίσκεψη σ' αυτήν που αγαπάτε σας έφερε σε μια θέση στην οποία, παλαιότερα, η φαντασία σας θέριζε όλες τις δυνατές αισθήσεις που μπορούσε να σας δώσει. Για παράδειγμα, ύστερα από μια περίοδο ψυχρότητας εκείνη σας φέρεται καλύτερα και σας αφήνει να συλλάβετε τον ίδιο ακριβώς βαθμό προσδοκίας και με τα ίδια εξωτερικά σημάδια όπως σε παλαιότερη εποχή, όλα αυτά χωρίς ίσως η ίδια να το υποψιάζεται. Όταν η φαντασία βρει στον δρόμο της τη μνήμη και τις θλιβερές κρίσεις της, η κρυστάλλωση παύει αυτοστιγμεί.
Μου συνιστούν να αφαιρέσω αυτή τη λέξη ή αν, ελλείψει λογοτεχνικού ταλέντου, δεν μπορώ να το καταφέρω, να υπενθυμίζω συχνά ότι, λέγοντας κρυστάλλωση, εννοώ μια ορισμένη έξαψη της φαντασίας, η οποία κάνει αγνώριστο ένα αντικείμενο αρκετά συνηθισμένο τις περισσότερες φορές και το μετατρέπει σ' ένα ξεχωριστό όν. Στις ψυχές που δεν γνωρίζουν άλλον δρόμο από της ματαιοδοξίας για να φτάσουν στην ευτυχία, είναι απαραίτητο ο άνδρας που επιδιώκει να προκαλέσει ετούτη την έξαψη να φορά άψογα τη γραβάτα του και να έχει διαρκώς τον νου του σε χίλιες δυο λεπτομέρειες που αποκλείουν κάθε ατημελησία. Οι γυναίκες του κόσμου παραδέχονται το αποτέλεσμα, αρνούμενες συγχρόνως ή μη βλέποντας την αιτία.