Ο Walter Whitman, γνωστός ως Walt Whitman (1819 -1892), ήταν Αμερικανός ποιητής, συγγραφέας και δημοσιογράφος. Θεωρείται ο πατέρας της αμερικανικής ποίησης, ήταν ο πρώτος σύγχρονος ποιητής που χρησιμοποίησε τον ελεύθερο στίχο.
Την 4η Ιουλίου 1855 -εβδομήντα εννέα χρόνια μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αμερικής- κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Φύλλα χλόης. Πρόκειται για έναν λεπτό τόμο, που στο εξώφυλλό του απεικονίζει έναν νέο άντρα με εργατικά ρούχα, σηκωμένα τα μανίκια του πουκαμίσου και το χέρι στην τσέπη του παντελονιού. Ούτε στο εξώφυλλο ούτε στη ράχη του βιβλίου εμφανίζεται το όνομα του συγγραφέα.
Δεν ξενίζει τον αναγνώστη μόνο το πορτρέτο του ρωμαλέου άντρα, που δεν θυμίζει καθόλου ποιητή, αλλά και η εντύπωση που προκαλεί το ίδιο το βιβλίο στο άνοιγμά του: οι μακροπερίοδοι στίχοι και οι διασκελισμοί, οι ανισοσύλλαβοι στίχοι, η παρατακτική σύνδεση, η υιοθέτηση του καθημερινού λόγου, η ακανόνιστη στίξη, η απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας έρχονται σε αντίθεση με την παραδοσιακή ποιητική φόρμα.
Πέραν της μορφολογικής ρήξης με την παράδοση, οι απροκάλυπτες αναφορές στο γυναικείο και στο αντρικό σώμα και οι σαφείς υπαινιγμοί στον έρωτα σκανδαλίζουν τον αναγνώστη της εποχής. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το πρώτο από τα δώδεκα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην αρχική έκδοση των Φύλλων χλόης, το οποίο αργότερα θα λάβει τον τίτλο "Το τραγούδι του εαυτού μου".
Εκεί ο ποιητής αποκαλύπτει το όνομά του και αυτοπροσδιορίζεται ως εξής:
"Γουόλτ Γουίτμαν, ένας κόσμος, γιος τον Μανχάταν,
Απείθαρχος, σαρκικός, αισθησιακός, τρώει, πίνει και ζευγαρώνει,
Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς να στέκεται πάνω από άντρες και γυναίκες,
ούτε μακριά τους,
Εξίσου σεμνός όσο και αλαζόνας". [...]
Καθώς περπατώ δίπλα στο ποτάμι (ο πρωινός περίπατός μου, η ξεκούρασή μου),
Ψηλά στον ουρανό ένας έξαφνος πνιχτός ήχος, η ερωτοτροπία των αετών,
Η λάβρα ερωτική επαφή των δυο τους μέσα στο διάστημα,
Οι αρπάγες που γατζώνονται και συμπλέκονται, μια ζωντανή, βίαιη ρόδα που περιστρέφεται,
Τέσσερις φτερούγες που χτυπιούνται, δύο ράμφη, στροβιλιζόμενη μάζα γραπωμένη σφιχτά,
Σε στριφογυριστές, συσπειρωμένες, κυκλικές τροχιές, πέφτοντας ολόισια προς τα κάτω,
Μέχρι που πάνω από το ποτάμι ζυγιάζεται, ζευγάρι κι όμως ένα, μια στιγμή ανάπαυλας,
Μια ακίνητη ασάλευτη ισορροπία στον αέρα, ύστερα χωρίζουν, τα νύχια χαλαρώνουν,
Και προς τα πάνω ξανά με αργές, σταθερές φτερούγες λοξοπετώντας,
τη χωριστή, διάφορη πτήση τους,
Αυτή τη δική της, αυτός τη δική του, ακολουθούν.
Την 4η Ιουλίου 1855 -εβδομήντα εννέα χρόνια μετά τη διακήρυξη της ανεξαρτησίας της Αμερικής- κυκλοφορεί η ποιητική συλλογή Φύλλα χλόης. Πρόκειται για έναν λεπτό τόμο, που στο εξώφυλλό του απεικονίζει έναν νέο άντρα με εργατικά ρούχα, σηκωμένα τα μανίκια του πουκαμίσου και το χέρι στην τσέπη του παντελονιού. Ούτε στο εξώφυλλο ούτε στη ράχη του βιβλίου εμφανίζεται το όνομα του συγγραφέα.
Δεν ξενίζει τον αναγνώστη μόνο το πορτρέτο του ρωμαλέου άντρα, που δεν θυμίζει καθόλου ποιητή, αλλά και η εντύπωση που προκαλεί το ίδιο το βιβλίο στο άνοιγμά του: οι μακροπερίοδοι στίχοι και οι διασκελισμοί, οι ανισοσύλλαβοι στίχοι, η παρατακτική σύνδεση, η υιοθέτηση του καθημερινού λόγου, η ακανόνιστη στίξη, η απουσία μέτρου και ομοιοκαταληξίας έρχονται σε αντίθεση με την παραδοσιακή ποιητική φόρμα.
Πέραν της μορφολογικής ρήξης με την παράδοση, οι απροκάλυπτες αναφορές στο γυναικείο και στο αντρικό σώμα και οι σαφείς υπαινιγμοί στον έρωτα σκανδαλίζουν τον αναγνώστη της εποχής. Ιδιαίτερη εντύπωση κάνει το πρώτο από τα δώδεκα ποιήματα που περιλαμβάνονται στην αρχική έκδοση των Φύλλων χλόης, το οποίο αργότερα θα λάβει τον τίτλο "Το τραγούδι του εαυτού μου".
Εκεί ο ποιητής αποκαλύπτει το όνομά του και αυτοπροσδιορίζεται ως εξής:
"Γουόλτ Γουίτμαν, ένας κόσμος, γιος τον Μανχάταν,
Απείθαρχος, σαρκικός, αισθησιακός, τρώει, πίνει και ζευγαρώνει,
Χωρίς συναισθηματισμούς, χωρίς να στέκεται πάνω από άντρες και γυναίκες,
ούτε μακριά τους,
Εξίσου σεμνός όσο και αλαζόνας". [...]
Ψηλά στον ουρανό ένας έξαφνος πνιχτός ήχος, η ερωτοτροπία των αετών,
Η λάβρα ερωτική επαφή των δυο τους μέσα στο διάστημα,
Οι αρπάγες που γατζώνονται και συμπλέκονται, μια ζωντανή, βίαιη ρόδα που περιστρέφεται,
Τέσσερις φτερούγες που χτυπιούνται, δύο ράμφη, στροβιλιζόμενη μάζα γραπωμένη σφιχτά,
Σε στριφογυριστές, συσπειρωμένες, κυκλικές τροχιές, πέφτοντας ολόισια προς τα κάτω,
Μέχρι που πάνω από το ποτάμι ζυγιάζεται, ζευγάρι κι όμως ένα, μια στιγμή ανάπαυλας,
Μια ακίνητη ασάλευτη ισορροπία στον αέρα, ύστερα χωρίζουν, τα νύχια χαλαρώνουν,
Και προς τα πάνω ξανά με αργές, σταθερές φτερούγες λοξοπετώντας,
τη χωριστή, διάφορη πτήση τους,
Αυτή τη δική της, αυτός τη δική του, ακολουθούν.