«Σ' ένα χωριό της Μάντσας, που δε θέλω να θυμηθώ τ' όνομά του, ζούσε εδώ και κάμποσα χρόνια ένας ιδάλγος, από κείνους που έχουν ένα πολεμικό κοντάρι στην οπλοθήκη τους, μια παλαιική ασπίδα, ένα αχαμνό αλογάκι κι ένα λαγωνικό σκυλί. Η ηλικία του ζύγωνε στα πενήντα ήταν άνθρωπος με γερή κράση, ξεραγκιανός, μ' αδύνατο πρόσωπο, πολύ πρωινός, κι αγαπούσε με πάθος το κυνήγι. Όταν έμενε δίχως εργασία, καταγινότανε διαβάζοντας ιπποτικές ιστορίες, ώσπου στο τέλος απόχτησε μια τέτοια μανία για το διάβασμά τους, που περνούσε τις νύχτες του διαβάζοντας από το βράδυ ως το πρωί, και τις ημέρες του από το πρωί ως το βράδυ. Κι έτσι ο λίγος ύπνος και το πολύ διάβασμα του ξέραναν το μυαλό σε βαθμό που να χάσει το λογικό του και τονε κυρίεψαν οι πιο αλλόκοτες ιδέες που πέρασαν ποτέ από τρελού κεφάλι. Του φάνηκε πως ήτανε σωστό κι ωφέλιμο, τόσο για να λάμψει η δόξα του, όσο και για το καλό του τόπου του, να γίνει πλανόδιος ιππότης να γυρίζει τον κόσμο, με το άλογό του και τα όπλα του, να γυρεύει περιπέτειες, και να κάνει κι αυτός όλα όσα είχε διαβάσει πως έκαναν οι πλανόδιοι ιππότες να διορθώνει όλων των ειδών τις αδικίες, να μπαίνει σε τόσες συμπλοκές, σε τόσους κινδύνους, ώστε, νικώντας παντού, να κάνει αθάνατο τ' όνομά του: Δον Κιχώτης ντε λα Μάντσα!».
Η αδυναμία του Θερβάντες να καταξιωθεί ως λογοτέχνης, τον οδήγησε στην αναζήτηση διαφορετικής κατεύθυνσης και, το 1587, διορίστηκε ως υπεύθυνος επισιτισμού και εφοδιασμού της ισπανικής αρμάδας, ενώ τον επόμενο χρόνο εγκαταστάθηκε στη Σεβίλλη, που αποτελούσε σημαντικό οικονομικό κέντρο της Ισπανίας και μία από τις μεγαλύτερες Ευρωπαϊκές πόλεις της εποχής. Η οικονομική διαχείριση που επωμίστηκε, επισκιάστηκε από καταχρήσεις, πιθανώς υπό το βάρος των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε, για τις οποίες φυλακίστηκε το 1592 για δύο ημέρες στο Κάστρο ντελ Ρίο. Από το 1594 μέχρι το 1596, εργάστηκε ως φοροεισπράκτορας με έδρα την Ανδαλουσία, αντιμετωπίζοντας εκ νέου την κατηγορία της κατάχρησης, που τον οδήγησε σε νέα φυλάκιση, μέχρι τον Απρίλιο του 1598, αυτή τη φορά στη Σεβίλλη. Στον πρόλογο που συνόδευσε τον πρώτο τόμο τού Δον Κιχώτη, ο Θερβάντες αφήνει να εννοηθεί πως πιθανώς συνέλαβε την ιδέα του έργου κατά την περίοδο της φυλάκισής του.
Ο Δον Κιχώτης (πρωτότυπος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quixote de la Mancha, σύγχρονος τίτλος: El ingenioso hidalgo Don Quijote de la Mancha, κυριολεκτικά: Ο ευφάνταστος ευπατρίδης Δον Κιχώτης της Μάντσας) είναι κλασικό έργο λογοτεχνίας του Ισπανού συγγραφέα Μιγκέλ ντε Θερβάντες Σααβέδρα (Miguel de Cervantes Saavedra).
Είναι το πρώτο μυθιστόρημα που εκτυπώθηκε, το οποίο εκδόθηκε σε δυο μέρη, το 1605 και το 1615. Είναι ένα από τα μυθιστορήματα που επηρέασαν σημαντικά την ισπανική λογοτεχνία. Είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα έργα της νεότερης δυτικής λογοτεχνίας. Το έργο περιγράφει τις περιπέτειες του πρωταγωνιστή Αλόνσο Κιχάδα, ενός απλού αγρότη ο οποίος έχοντας διαβάσει πολλά βιβλία για τον ιπποτισμό, πιστεύει ότι είναι ιππότης και παίρνει το όνομα Δον Κιχώτης. Στα βιβλία δεν αναγράφεται επακριβώς η τοποθεσία της κατοικίας του, αλλά μας λέει πως ζει μαζί με την ανηψιά του και την οικονόμο του σπιτιού του.
Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί.
Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσο Πάντσα.
Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.
Ξεκινάει τα ταξίδια και τις περιπέτειες του μόνος, μαζί με το κοκαλιάρικο άλογο του που το ονομάζει Ροσινάντε φορώντας μια παλιά μεταλλική πολεμική στολή που βρήκε. Κατά την διάρκεια των περιπετειών του τραυματίζεται και τον μεταφέρουν πάλι πίσω στο σπίτι του όπου τον φροντίζουν η ανιψιά και η οικονόμος του. Του λένε πως η στολή εξαφανίστηκε από μαγείας. Λίγο καιρό αργότερα βρίσκει τον γείτονα του Σάντσο Πάντσα και τον πείθει να τον ακολουθήσει με το αντάλλαγμα πως θα του δώσει μερίδιο σε ένα νησί.
Ο Δον Κιχώτης είναι ερωτευμένος με μια νεαρή γειτόνισσα του, που από μόνος του την ονομάζει Δουλτσινέα και προσπαθεί να την σώσει γιατί έχει πείσει τον εαυτό του ότι βρίσκεται κάτω από την επήρεια μαγικών. Βεβαίως η Δουλτσινέα δεν γνωρίζει τίποτα από όλα αυτά και δεν εμφανίζεται ποτέ σε κανένα από τα βιβλία. Τα ταξίδια του Δον μαζί με τον πιστό σύντροφο του ξεκινάνε και τις περισσότερες φορές δεν έχουν καλή κατάληξη. Συνήθως γίνονται αντικείμενα χλευασμού και γέλιου κυρίως ο σύντροφος Σάντσο Πάντσα.
Το θέμα της τρέλας είναι θεμελιακό στο μυθιστόρημα του Θερβάντες και ο πρωταγωνιστής του υποφέρει από παραφροσύνη, εξαιτίας της ανάγνωσης ιπποτικών μυθιστορημάτων. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι ο Θερβάντες επιδιώκει να καταδικάσει το πάθος γι’ αυτά τα βιβλία, όσο τη σύγχυση μεταξύ ζωής και λογοτεχνίας που απορρέει από την ανάγνωσή τους, τη σύγκρουση μεταξύ πραγματικότητας και ψευδαίσθησης, την ένταση μεταξύ αλήθειας και φαινομένου. Το πρόβλημα δεν είναι ότι ο Δον Κιχώτης διαβάζει αυτά τα βιβλία, αλλά ότι νομίζει πως οι περιπέτειες που αφηγούνται είναι ακόμη εφικτές, μπορούν να συμβούν στην πραγματικότητα.
Μέσα από τις συνεχείς αναζητήσεις και περιπλανήσεις του Δον Κιχώτη, η τρέλα ενεργοποιείται υπό συγκεκριμένες συνθήκες: ο Δον Κιχώτης είναι σοφός όταν δεν του αμφισβητούν τον δικό του φανταστικό κόσμο και τρελός όταν προσπαθούν να τον επαναφέρουν στη λογική.
Το δίπολο τρέλα-λογική είναι άμεσα συνυφασμένο με το δίπολο κωμικό-τραγικό και αποτελεί βασικό μοτίβο τόσο στο μυθιστόρημα όσο και στο θέατρο του Μπαρόκ. Ο Δον Κιχώτης αντιλαμβάνεται τα φαινόμενα διαφορετικά από αυτό που είναι, τα ερμηνεύει με τον δικό του ψευδαισθητικό τρόπο (βλέπει γίγαντες στη θέση των ανεμόμυλων) και προβάλλει έτσι ξεκάθαρα τη δυσαρμονία μεταξύ ανθρώπινου υποκειμένου και πραγματικότητας, τη διάσταση μεταξύ εσωτερικότητας και εξωτερικού κόσμου.
Βρίσκεται έτσι σε μiα συνεχή, μάταιη αναζήτηση νοήματος της ύπαρξης, σε μια άσκοπη περιπλάνηση της ύπαρξης και η παραφροσύνη δεν μπορεί παρά να είναι γι’ αυτόν «μια παρηγορητική ψευδαίσθηση: η μεγαλύτερη αποτυχία του Δον Κιχώτη έγκειται στην επαναφορά της λογικής του» (Segre, 219)
Βρίσκεται έτσι σε μiα συνεχή, μάταιη αναζήτηση νοήματος της ύπαρξης, σε μια άσκοπη περιπλάνηση της ύπαρξης και η παραφροσύνη δεν μπορεί παρά να είναι γι’ αυτόν «μια παρηγορητική ψευδαίσθηση: η μεγαλύτερη αποτυχία του Δον Κιχώτη έγκειται στην επαναφορά της λογικής του» (Segre, 219)
Προς το τέλος του δεύτερου βιβλίου βλέπουμε πως ο Δον Κιχώτης κατά κάποιο τρόπο βρίσκει τα λογικά του και επιστρέφει μαζί με τον φίλο και συνταξιδιώτη του πίσω στο σπίτι τους.
Τα βιβλία είναι γραμμένα σε επεισόδια και η ιστορία του Δον Κιχώτη έχει γραφτεί πολλές φορές και σε παραμύθια για παιδιά.
Στον πρόλογο του πρώτου μέρους, ο Θερβάντες σημειώνει πως συνέλαβε την ιδέα για το μυθιστόρημα στη φυλακή, πιθανώς αναφερόμενος στις περιόδους που πέρασε στη φυλακή του Κάστρο ντελ Ρίο (1592) ή της Σεβίλλης (1597-8). Ένας τοπικός θρύλος υποστηρίζει πως γράφτηκε σε φυλακή της πόλης Μάντσεγκαν (Manchegan), την περίοδο 1601-3, ωστόσο η μελέτη της βιογραφίας του Θερβάντες δεν επιβεβαιώνει φύλάκισή του εκεί.
Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές.
Σύμφωνα με άλλη πιθανή εκδοχή, ο Θερβάντες εμπνεύστηκε κατά την περίοδο που ήταν αιχμάλωτος στο Αλγέρι (1575-80). Η υπόθεση αυτή στηρίζεται στο γεγονός πως ως φανταστικός συγγραφέας του έργου εμφανίζεται στο κείμενο ο μουσουλμάνος ιστορικός Cide Hamete Benengeli, το οποίο συνδέεται με πιθανή επαφή του Θερβάντες, στο Αλγέρι, με Άραβες και Τούρκους αφηγητές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου