Ο Τριστάνος ντε Λεονουά που ορφανός είχε αρπαχθεί από πειρατές, ελευθερώνεται και ανατρέφεται από τον θείο του Μάρκο, Βασιλέα της Κορνουάλης.
Μετά από ένα περιπετειώδη και γεμάτο ανδραγαθήματα βίο μεταξύ των οποίων και το φόνο ενός τέρατος της Ιρλανδίας, του Μορχούτ, προς το οποίο οι Κορνουάλιοι πρόσφεραν ετησίως 400 νεανίδες προς βορά του, ο Τριστάνος επιφορτίζεται να μεταβεί στην Ιρλανδία και να ζητήσει για λογαριασμό του θείου του Βασιλέως την χείρα της εκεί Πριγκίπισσας Ιζόλδης της ξανθής.
Επιστρέφοντας με την Ιζόλδη στη Κορνουάλη από μοιραίο λάθος πίνουν και οι δύο κάποιο μαγικό φίλτρο, που ήταν προορισμένο να προκαλεί ακατανίκητο και αιώνιο έρωτα σε όποιους το γεύονταν.
Έτσι αμφότεροι, έρμαιο του πάθους τους, απατούν τον Βασιλέα, αν και τον σέβονται. Αργότερα ο Τριστάνος, (για να απαλλαγεί απ΄ αυτόν τον έρωτα) παντρεύεται την Ιζόλδη τη Λευκώλενο.
Σοβαρά τραυματισμένος κατά τη διάρκεια μιας αποστολής, ο Τριστάνος συνειδητοποιεί ότι μόνο η Ιζόλδη η ξανθή μπορεί να τον θεραπεύσει και την ειδοποιεί να σπεύσει , ζητώντας να τοποθετηθούν λευκά πανιά στο πλοίο με το οποίο θα έρθει, αν συμφωνήσει να έρθει, και μαύρα πανιά αν αρνηθει.
Η Ιζολδη η ξανθη αποδέχεται, αλλά η γυναικα του Τριστάνου, (η Ιζόλδη Λευκώλενος) αφού ανακάλυψε την αγάπη τους, του λέει ότι τα πανιά είναι μαύρα.
Πιστεύοντας ότι εγκαταλείφθηκε από την Ιζολδη την ξανθη, ο Τριστανος πεθαινει.
Η Ιζολδη η ξανθη που έφτασε πολύ αργά σε αυτόν, πεθαίνει κι αυτη από πόνο με τη σειρά της.
Μετανοημένη για τις τραγικές συνέπειες του ψέματός της, η Ιζόλδη η Λευκώλενος στέλνει τα σώματα τους πίσω στην Κορνουάλη, κάνοντάς τα να ταφούν μαζί.
Ο Ρίχαρντ Βάγκνερ εμπνεύσθηκε απο αυτη την ιστορια, το ομώνυμο λυρικό τρίπρακτο δράμα, έργο του, που κατέχει εξέχουσα θέση στην ιστορία της Όπερας.
Η όπερα συντέθηκε μεταξύ 1857 και 1859 και έλαβε την πρεμιέρα της υπό την διεύθυνση του Χανς φον Μπύλο (Hans von Bülow) στο Μόναχο, στις 10 Ιουνίου 1865.
Η όπερα είχε βαθιά επίδραση στο κατοπινό έργο των δυτικών συνθετών κλασσικής μουσικής, μεταξύ άλλων του Γκούσταβ Μάλερ, του Ρίχαρντ Στράους, του Άλμπαν Μπεργκ καθώς και του Άρνολντ Σένμπεργκ. Θεωρείται ότι η όπερα αυτή σηματοδοτεί την απομάκρυνση από τη συμβατική αρμονία και την τονικότητα, που θα οδηγούσαν τελικά την κλασσική μουσική προς την ατονική μουσική του 20ού αιώνα.
Για τη σύνθεση του έργου, ο Βάγκνερ εμπνεύστηκε από τη σχέση του με την Ματίλντε Βέσεντονγκ, καθώς και από τη φιλοσοφία του Αρθούρου Σοπενάουερ. Έχει ευρέως αναγνωριστεί ως ένα από τα κορυφαία μελοδραματικά έργα του ρεπερτορίου, και εξέχει για την εντατική χρήση μουσικών χρωμάτων, τονικότητας, ορχηστρικών χρωμάτων και αρμονικής καθυστέρησης με χρήση μη συγχορδιακών φθόγγων.
Το Τριστάνος και Ιζόλδη είναι μια από τις πιο απαιτητικές και γι' αυτό δυσκολότερες όπερες. Αν και το Παρίσι ήταν το κέντρο του κόσμου της όπερας στα μέσα του 19ου αιώνα, εξαιτίας της άσχημης προγενέστερης εμπειρίας του Βάγκνερ με την πρεμιέρα του Τανχόυζερ στο Παρίσι το 1861, πρόθεσή του ήταν να ανεβάσει το έργο στην όπερα της Καρλσρούης.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του στη Βιέννη, η όπερα της Βιέννης του πρότεινε να γίνει εκεί η πρεμιέρα. Παρ' όλες τις εντατικές πρόβες, από το 1862 μέχρι και το 1864, η όπερα δεν έφτασε σε ικανοποιητικό επίπεδο και για αυτό θεωρήθηκε αδύνατο να εκτελεστεί.
Κατά την διάρκεια της διαμονής του στη Βιέννη, η όπερα της Βιέννης του πρότεινε να γίνει εκεί η πρεμιέρα. Παρ' όλες τις εντατικές πρόβες, από το 1862 μέχρι και το 1864, η όπερα δεν έφτασε σε ικανοποιητικό επίπεδο και για αυτό θεωρήθηκε αδύνατο να εκτελεστεί.
Με την οικονομική υποστήριξη του βασιλιά Λουδοβίκου Β΄ της Βαυαρίας στάθηκε δυνατό να χρηματοδοτηθεί η παράσταση και να συνεχιστούν οι πρόβες. Ως διευθυντής της ορχήστρας, επιλέχθηκε ο Χανς φον Μπούλο, για την πρεμιέρα που στο μεταξύ είχε προοριστεί για την όπερα του Μονάχου. Αναβλήθηκε όμως για ένα μήνα επειδή η πρωταγωνίστρια Ιζόλδη είχε πάθει βράχνιασμα. Η πρεμιέρα τελικά πραγματοποιήθηκε στις 10 Ιουνίου του 1865. Τρεις εβδομάδες μετά από την τέταρτη παράσταση, πέθανε ξαφνικά ο πρωταγωνιστής Ludwig Schnorr von Carolsfeld, γεγονός που οδήγησε σε φημολογία, σύμφωνα με την οποία οι υπερβολικές απαιτήσεις του ρόλου είχαν συμβάλει στο θάνατό του.
Η μουσική της όπερας Τριστάνος και Ιζόλδη θεωρείται ορόσημο στην ανάπτυξη της δυτικής μουσικής. Ο Βάγκνερ χρησιμοποιεί πολλά ορχηστρικά χρώματα, αρμονίες και πολυφωνικούς σχηματισμούς και δημιουργεί έτσι μια ελευθερία που σπάνια βρίσκεται σε προηγούμενες όπερες του. Η αρχή του κομματιού, γνωστή ως «συγχορδία του Τριστάνου», έχει μεγάλη σημασία στην εξέλιξη από την παραδοσιακή τονική αρμονία διότι περιλαμβάνει όχι μία αλλά δύο διαφωνίες.
Έχουν ηχογραφεί πολυάριθμες εκτελέσεις της όπερας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου