Το νησιωτικό σύμπλεγμα των Επτανήσων, βρίσκεται στον θαλάσσιο χώρο του Ιονίου Πελάγους, στη δυτική άκρη της Ελλάδας, ανάμεσα σε αυτήν και την Ιταλία. Αποτελείται από επτά μεγάλα νησιά (Κέρκυρα, Παξοί, Λευκάδα, Ιθάκη, Κεφαλονιά, Ζάκυνθος και Κύθηρα) και από περίπου είκοσι μικρότερα.
Η ιστορική διαφοροποίηση των Επτανήσων από τον υπόλοιπο ελλαδικό χώρο ξεκινά από τον 12ο αιώνα, οπότε τα νησιά αποκόπτονται από τη Βυζαντινή αυτοκρατορία, περνώντας διαδοχικά στα χέρια των Φράγκων, των Βενετών (πρώτη κατοχή: 1204-1214), του δεσπότη της Ηπείρου (1214-1258), των Ανδηγαυών πριγκίπων (1267-1386), και, από τον 14ο αιώνα, ξανά των Βενετών – οι οποίοι, αυτή τη φορά θα τα κρατήσουν στην κατοχή τους έως την έλευση του δημοκρατικού στρατού του Ναπολέοντα το 1797, έλευση που θα σημάνει και το τέλος της ίδιας της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.
Η παρουσία των δημοκρατικών Γάλλων στα Επτάνησα είναι εξαιρετικά βραχύβια: από τον αμέσως επόμενο χρόνο ο στόλος της Ρωσοτουρκικής συμμαχίας, σε συνεννόηση με την Αγγλία, κινείται εναντίον των Γάλλων και καταλαμβάνει τα νησιά (1799), βάζοντας τέλος στην επέκταση του Ναπολέοντα προς την Ανατολή.
Η εξέλιξη αυτή είναι ιδιαίτερα σημαντική αφού, ακολούθως, θα επιτρέψει την ίδρυση της Επτανήσου Πολιτείας (21 Μαρτίου 1800), του πρώτου ανεξάρτητου Ελληνικού κράτους – ή, σχεδόν ανεξάρτητου, στον βαθμό που ήταν φόρου υποτελές στην Πύλη, με εγγυήτρια τη Ρωσία.
Η Επτάνησος Πολιτεία καταλύεται επτά χρόνια μετά, από τους αυτοκρατορικούς Γάλλους (1807), οι οποίοι, όμως, σύντομα αναγκάζονται να αποχωρήσουν, όταν τα νησιά πλέον καταλαμβάνονται σταδιακά από τους Άγγλους (μεταξύ 1809 και 1815).
Η περίοδος της Αγγλικής κυριαρχίας θα είναι μακρά και θα λήξει, μετά από σκληρούς αγώνες, το 1864, όταν τα Επτάνησα θα ενωθούν με την Ελλάδα.
Ενώ, λοιπόν, μετά την κατάλυση της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας (1453), ακολουθεί η μακρά περίοδος της Οθωμανικής κυριαρχίας στη Βαλκανική χερσόνησο και την Ελλάδα, τα Επτάνησα, από τον 12ο έως τον 19ο αιώνα, διοικούνται κυρίως από διάφορες δυτικές κυριαρχίες, με μακροβιότερες την Ενετική και την Αγγλική.
Επιπλέον, στο διάστημα αυτό κατορθώνουν να συγκροτήσουν το πρώτο ανεξάρτητο κράτος (1800), πολύ πριν από την ίδρυση του Ελληνικού Κράτος που θα προκύψει μετά την επανάσταση του 1821 και το πρωτόκολλο του Λονδίνου (1830).
Αυτή η σημαντική γεωπολιτική διαφοροποίηση είχε ως αναπόφευκτη συνέπεια τις πολύ διαφορετικές κοινωνικές και πολιτισμικές δομές που παρατηρούμε στα Επτάνησα, σε σχέση με το ελλαδικό κέντρο· με άλλα λόγια, τη συγκρότηση μιας πολύ διαφορετικής ιστορίας επτά αιώνων.
Τη διαφορετικότητα της επτανησιακής ιστορίας, που χαρακτηρίζεται από τις διαρκείς και ουσιαστικές σχέσεις της με τις ιστορικές εξελίξεις στη Δύση, σφράγισαν, όπως ήταν αναμενόμενο, οι Βενετοί, που υπήρξαν οι μακροβιότεροι κυρίαρχοι στα Επτάνησα.
Ήταν οι Βενετοί που παγίωσαν τις δομές της επτανησιακής κοινωνίας, που οργάνωσαν τη διοίκηση, τη δικαιοσύνη, το εμπόριο, την οικονομία, και που, επικαθόρισαν τη γλωσσική και πολιτισμική πραγματικότητα στα Επτάνησα. Η διοικητική τους πράξη ήταν βέβαια σκληρή και το πολίτευμα αριστοκρατικό, με μεγάλες κοινωνικές ανισότητες και τιςκατώτερες τάξεις να βρίσκονται συχνά σε δυσχερή οικονομική κατάσταση. Ωστόσο, η καθημερινότητα για έναν πολίτη της Οθωμανικής αυτοκρατορίας ήταν πολύ δυσκολότερη, κυρίως γιατί ο δυνάστης ήταν πολιτισμικά υποδεέστερος και πολιτικά αγριότερος από τον αντίστοιχο κυρίαρχο στα Επτάνησα, τους Βενετούς.
Οι ίδιοι οι Επτανήσιοι φαίνεται πως είχαν συνείδηση της προνομιακής αυτής διαφορετικότητας.
Οι ίδιοι οι Επτανήσιοι φαίνεται πως είχαν συνείδηση της προνομιακής αυτής διαφορετικότητας.
Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι, στην περίπτωση της Κέρκυρας, δεν ήταν οι Βενετοί που ήρθαν να καταλάβουν το νησί, αλλά οι ίδιοι οι κάτοικοι, «Ιταλοί, Γάλλοι και Έλληνες αριστοκράτες, Λατίνοι, Εβραίοι και Έλληνες αστοί και οι κάτοικοι της υπαίθρου», που το 1386 αποφάσισαν «από κοινού να θέσουν τη νήσο υπό την προστασία της Βενετίας», για να δώσουν τέλος στην ταραγμένη και ανασφαλή περίοδο της Ανδεγαυικής κυριαρχίας.
Στα χρόνια που ακολούθησαν, οι συγκρούσεις ανάμεσα στους Βενετούς κυρίαρχους και τους Επτανήσιους υπηκόους δεν ήταν σπάνιες, αλλά υπήρχε εκτίμηση και συμπάθεια προς τον πολιτισμένο κυρίαρχο, κυρίως από τους μορφωμένους ευγενείς και αστούς και από τους λόγιους, οι οποίοι ένιωθαν ότι ανήκαν δικαιωματικά στον πολιτισμό της βενετσιάνικης μητρόπολης.
Εντέλει, η Βενετία έφερε σε επαφή τα Επτάνησα με τις οικονομικές, κοινωνικές και πολιτιστικές εξελίξεις στη βόρεια Ιταλία (αλλά και την ευρύτερη Ευρώπη), από τις οποίες τα Επτάνησα είχαν σημαντικό και πολλαπλό όφελος.
Αποκαλυπτικό του καθοριστικού ρόλου που είχε η παρουσία των Βενετών στα Επτάνησα είναι το γεγονός ότι βασικά στοιχεία της παρουσίας αυτής επιβίωσαν και μετά το τέλος της Βενετοκρατίας. Για παράδειγμα, οι Άγγλοι, που κατέλαβαν τα Επτάνησα από το 1815 και μετά, άλλοτε αναγκάστηκαν και άλλοτε αποφάσισαν να διατηρήσουν ή και να επαναφέρουν μια σειρά από σημαντικούς θεσμούς που είχαν εδραιωθεί επί Ενετοκρατίας, όπως το ενετικό δίκαιο, τα προνόμια διαφόρων ομάδων και τις κοινωνικές τάξεις, που είχαν καταργηθεί από τους δημοκρατικούς Γάλλους. Αναγκάστηκαν επίσης να αναγνωρίσουν την ιταλική ως επίσημη γλώσσα της διοίκησης, των δικαστηρίων και της παιδείας, εφόσον αυτή ήταν η δυναμική της πραγματικότητας που βρήκαν.
Στο θέμα της γλώσσας ή, ορθότερα, των γλωσσών στα Επτάνησα, που είναι ασφαλώς κομβικό για την κατανόησης της δίγλωσσης (ιταλόγλωσσης και ελληνόγλωσσης) λογοτεχνίας που αναπτύχθηκε σε αυτά, πρέπει να σημειώσουμε ότι, όταν οι Βενετοί κατέλαβαν τα Επτάνησα, φρόντισαν, όπως και στην περίπτωση της Κρήτης, για τη μετεγκατάσταση σε αυτά ενός πληθυσμιακού πυρήνα Ιταλών / Βενετών (ευγενών, αστών, πολιτών και εργατών), ο οποίος θα μπορούσε να οργανώσει και να υπηρετήσει τη διοίκηση, την οικονομία, το εμπόριο και την Καθολική θρησκεία, στηρίζοντας το καθεστώς της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας.
Η πολιτική ήταν αυτή της επιβολής του βενετικού, διοικητικού και ευρύτερα κοινωνικού μοντέλου ζωής. Μαζί με τους ανθρώπους εγκαταστάθηκε και η γλώσσα που μιλούσαν, η ιταλική (βενετσιάνικη διάλεκτος), η οποία γινόταν εφεξής η επίσημη γλώσσα του καθεστώτος των νησιών. Η καινούργια αυτή πολιτική και γλωσσική πραγματικότητα διευκόλυνε τη διείσδυση της βενετσιάνικης διαλέκτου στα Επτάνησα: η επίσημη γλώσσα του καθεστώτος των νησιών γινόταν ταυτόχρονα –και αναπόφευκτα– η γλώσσα στην οποία έπρεπε να μάθουν να επικοινωνούν και οι Επτανήσιοι.
Η διάδοση της ιταλικής (βενετσιάνικης), παράλληλα με τη χρήση του επτανησιακού ιδιώματος (ελληνικής), πρέπει να εξεταστεί στο πλαίσιο των έντονων ανακατατάξεων και των συχνών μετακινήσεων πληθυσμών στην Ευρώπη, τα Βαλκάνια και τη Μεσόγειο, που παρατηρούνται σε όλο το διάστημα της οθωμανικής κυριαρχίας. Και στα Επτάνησα ο πληθυσμός είναι ανομοιογενής, καθώς εκτός από τους ντόπιους εγκαθίστανται εδώ κατά καιρούς και άλλες πληθυσμιακές ομάδες, ξένες και ελληνικές: από τον 14ο αιώνα οι βενετσιάνοι ευγενείς και έμποροι και ο βενετσιάνικος (ενίοτε και μισθοφορικός) στρατός.
Αργότερα, στον 19ο αιώνα, γαλλικοί πληθυσμοί και στη συνέχεια αγγλικοί, καθώς και μικρότερες ομάδες Ιταλών (συνήθως πολιτικών προσφύγων). Ακόμα, μετά την πτώση της Κρήτης στους Τούρκους το 1669, μεγάλες ομάδες κρητικών προσφύγων αναγνωρίζουν στα Επτάνησα το τελευταίο προπύργιο των Βενετών στην ανατολική Μεσόγειο και καταφεύγουν σε αυτό.
Αλλά και από την γειτονική Πάργα της ηπειρωτικής Ελλάδας καταφθάνουν οι Πάργιοι πρόσφυγες μετά την παραχώρηση της πόλης τους στους Τούρκους από τους Άγγλους (1819).
Στοιχείο συνοχής της ανομοιογενούς πληθυσμιακής κοινότητας των Επτανήσων ήταν σε μεγάλο βαθμό η κοινωνική οργάνωση που επέβαλε η Ενετοκρατία και, αργότερα, σε μικρότερο βαθμό η Αγγλοκρατία. Η ελληνική κοινότητα, η οποία φαίνεται να υπερέχει πληθυσμιακά, συνέχεται μέσω των στοιχείων της παραδοσιακής παιδείας, της ορθόδοξης θρησκείας και της γλώσσας, ή ορθότερα των γλωσσών.
Αν όμως η γλώσσα είναι φορέας πολιτισμού, ποια ήταν η πολιτισμική ταυτότητα των Επτανησίων;
Ασφαλώς ήταν μια ταυτότητα διπλή: συγχρόνως βενετική/ιταλική και ελληνική. Δύο γλώσσες σε επαφή και αλληλεπίδραση, δύο πολιτισμοί, ένα ιστορικό παρελθόν που περιέχει, με συνέχειες και ασυνέχειες, το ελληνικό και το ιταλικό, στοιχείο.
Όταν ήρθε η στιγμή τα Επτάνησα να περάσουν από το φεουδαρχικό σύστημα της Ενετοκρατίας, που είχε καταρρεύσει, σε μια νέα μορφή συλλογικότητας/κοινότητας, η οποία, μέσα στον 19ο αιώνα και παραμονές της ελληνικής επανάστασης, ορίστηκε πλέον ως εθνική, το Σύνταγμα της Επτανήσου Πολιτείας (1803) γράφτηκε μεν στα ιταλικά, αλλά το πνεύμα του ήταν συντονισμένο με τη συζήτηση περί γλώσσας και έθνους που είχε ήδη ξεκινήσει με τον Διαφωτισμό.
Έτσι, η ελληνική θεωρήθηκε ως η δέουσα γλώσσα για την καινούργια, εθνική πλέον κοινότητα· και αντιπαρατέθηκε προς την ιταλική (αλλά και το επτανησιακό ιδίωμα). Ξεκινά έτσι μια αντίστροφη μέτρηση για την ιδιαίτερη, ανάμικτη ταυτότητα που επικρατούσε στα Επτάνησα και που μπορεί να οριστεί ως «Επτανησιακότητα», ελληνική και ιταλική συγχρόνως, αν και με διαφορετικές ποσοστώσεις ανάλογα και με την κοινωνική τάξη.
Συνεπώς, ούτε η ιταλική γλώσσα ούτε ο «επτανησιακός» πολιτισμός θα παίξουν ανασταλτικό ρόλο στην αναγνώριση της οργανικής σχέσης με τον ελλαδικό κορμό. Άλλωστε, η πλειονότητα των Επτανησίων ήθελαν την ένωση με την Ελλάδα και προσπάθησαν για την καθιέρωση της ελληνικής γλώσσας ως επίσημης γλώσσας των Επτανήσων. Είχαν, όμως, ένα διαφορετικό παρελθόν και αυτή η «Επτανησιακότητα» θα χρειαστεί να συνταιριαστεί με την «Ελληνικότητα», από τη στιγμή που ιδρύεται το ελληνικό κράτος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου