Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Εθνολογία


Η Εθνολογία ως σπουδή περιλαμβάνει συνθετικές μελέτες και θεωρητικά συμπεράσματα που εξάγονται από εθνογραφικές παρατηρήσεις, οι οποίες αφορούν «πρωτόγονες» (σήμερα και μη «πρωτόγονες») κοινωνίες. Ο όρος Εθνολογία επικρατεί κυρίως στη Γαλλία με τάση να αντικατασταθεί από τον όρο Κοινωνική ανθρωπολογία.

Συγκεκριμένο αντικείμενο της Εθνολογίας είναι τεχνικές, έθιμα, πεποιθήσεις, μορφές κοινωνικής, πολιτικής, θρησκευτικής ζωής κ.λπ.

Το 1839, όταν ιδρύθηκε η Société ethnologique στο Παρίσι , η εθνολογια οριστηκε  ως "η μελέτη των ανθρώπινων φυλών με βάση τις γλώσσες και τα φυσικά και ηθικά χαρακτηριστικά κάθε λαου").

Από ιστορική άποψη, μετά τον πολλαπλασιασμό των εθνογραφικών ερευνών σε κάθε μέρος του κόσμου η ιστορία της εθνολογιας κατανοητης ως μιας συστηματικής συλλογής και μεθοδικής μελέτης των λεγόμενων πρωτόγονων κοινωνιών έχει την προέλευσή της στην Ευρώπη τον 19ο αιώνα. Ειδικά στη μέση αυτού, η οργάνωση των επιστημονικών κοινοτητων, των συστηματικών ερευνών, η αναπτυξη των πανεπιστημιακών δομών και των μουσείων επιτρέπει στις εθνολογικές μελέτες να έχουν ευρεία αποδοχη.

Η γέννηση της εθνολογιας συνδέεται με το σχηματισμό των αποικιακών αυτοκρατοριών. Ταυτόχρονα, ενας αλλος παραγοντας που βοηθησε στην ανάπτυξη της εθνολογικής επιστήμης ηταν οι μελετες των ιεραποστόλων και της Εκκλησίας, με τα ταξίδια τους για προσηλυτικους λογους.

Οι πρώτες εθνολογικές σχολές άνθισαν στη Γερμανία, την Αυστρία, τη Γαλλία, την Αγγλία. Η ανάπτυξη της εθνολογικής επιστήμης συνδέεται με τη σειρά της με την πρόοδο στον τομέα της γεωγραφικής, παλαιοντολογικής, κοινωνιολογικής, ψυχολογικής, ιστορικής-θρησκευτικής, εθνο-ιστορικής έρευνας, καθώς και με τις γενικότερες αντιλήψεις επιστημονικής και φιλοσοφικής προέλευσης της εποχης.

Μια απ τις πρωτες προσπαθειες εθνογραφικης ερευνας , είναι η πραγματεία του F. Th. Waitz, Anthropologie der Naturvòlker (1859-72), συνδεδεμένη με γεωγραφικά ζητήματα (μελετωντας την διαφοροποίηση των ανθρωπίνων φυλών σε σχεση με το κλίμα).

Bασισμενη στο εργο του Waitz, η Anthropogeographie (1891) του F. Ratzel, του οποίου η πραγματεία Vakerkunde (1885-88) υπηρξε οροσημο για την εθνολογια.

Ο Ratzel μιλουσε για την  "διάδοση" των διαφορετικών πολιτιστικών "μοντελων" από το ένα περιβάλλον στο άλλο. (Trans-cultural diffusion).

Η σκέψη του Ratzel έλαβε ισχυρή ώθηση από το έργο του L. Frobenius (1873-1938) (Der westafrikanische Kulturkreis), με την αναγνώριση ότι τα πολιτιστικά στοιχεία, μεμονωμένα ή πιο συχνά ομαδοποιημένα σε "συγκροτήματα", δεν προέκυπταν ανεξάρτητα στα διαφορα μέρη της γης, αλλά, σχεδόν πάντα, είχαν μια μοναδική προέλευση απο ενα συγκεκριμενο λαο, από τον οποίο επειτα  μεταδιδονταν σε άλλες κοινωνίες.

Το σύμπλεγμα των διδασκαλιών του Ratzel και της σχολης του προσέφερε τα θεμέλια για την υιοθέτηση της ιστορικής μεθόδου στην εθνολογική έρευνα.

Η πρώτη διατύπωση αυτής της μεθόδου στην εθνολογια ηταν το έργο του F. Graebner (Die Methode der Ethnologie, 1910) που με τους W. Foy και B. Ankermann ήταν επίσης ένας από τους υποστηρικτές του λεγόμενου Kulturkreislehre.

Ο ιστορικός-πολιτιστικός προσανατολισμός είχε μεγάλη απηχηση στην Αυστρία, με τα έργα των W. Schmidt και W. Koppers, επηρεασμένα σε μεγάλο βαθμό από θεολογικές υποθέσεις, και με αυτα των μαθητών τους, στις γερμανικές και σκανδιναβικές χώρες (και ακόμη στην Γαλλία με τον G. Montandon, και στην Αμερική με τον Franz Boas ).

Η ιδεα της cultural diffusion του Ratzel στην προέλευσή της ήταν αντίθετη με τον πιο διαδεδομένο εθνολογικό προσανατολισμό στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, τον εξελικτισμό, (social evolution), ο οποίος είχε θεμελιώδη σημασία στις εθνολογικές μελέτες, όχι μόνο για τα στοιχεία που συλλέχθηκαν, αλλά πάνω από όλα για την απόπειρα νατουραλιστικής εξήγησης των διαφόρων πολιτιστικών φαινομένων.

Μεταξύ των πρώτων και μεγάλων εκπροσώπων του, μαζί με τον A. Bastian (υποστηρικτή της παράλληλης ανάπτυξης πολιτισμών που βασίζεται στην ψυχική ενότητα της ανθρωπότητας που παράγει παρόμοιες "στοιχειώδεις ιδέες", ενώ οι διαφορές βρίσκουν εξήγηση στο φυσικό περιβάλλον) και τον JJ Bachofen ( μελετητή του μητριαρχικού κόσμου: Das Mutterrecht, 1861), είναι ο L.H. Morgan (μελετητής συστημάτων συγγένειας.

Ο Morgan προσέφερε με τις εξελικτικές του θεωρίες στον γάμο και στην κοινωνία ιδεες που έγιναν αποδεκτες από τους Marx και Engels.

Υποστήριζε μια διαδοχή σταδίων, στην πολιτιστική εξέλιξη της ανθρωπότητας, από το «άγριο» στάδιο στο «βάρβαρο», και τελικα στο «πολιτισμενο» στάδιο. Προφανώς οι υποστηρικτες της εξελικτικης θεωρειας (Evolution) προϋποθέτουν μια παράλληλη και καθολική ανάπτυξη των ανθρώπινων πολιτισμών, από μορφές τις οποίες θεωρούν απλούστερες μεχρι τις άλλες που θεωρούνται πιο περίπλοκες. Και σε αυτές τις υποθέσεις το μοντέλο που δίνεται έμμεσα ως σημείο άφιξης είναι αυτό του σύγχρονου ευρωαμερικανικού, βιομηχανικού, επιστημονικού πολιτισμού. Υπάρχει λοιπόν, στις δικές τους υποθέσεις, ένας ασυνείδητος εθνοκεντρισμός.

Θεμελιώδες, στο πλαίσιο του εθνολογικού εξελικτισμού, είναι η συμβολή των αγγλων συγγραφέων, πάνω απ 'όλα του E.B Tylor (Primitive culture, 1871), που διατυπώνει, βασισμένο σε μια εκτενή σύγκριση αρχαίων, πρωτόγονων και σύγχρονων μορφών θρησκευτικής ζωής, την θεωρεια του περι ανιμισμου. (Animism)

Με τον όρο ανιμισμός (από το λατινικό animus που σημαίνει ψυχή) στη θρησκειολογία και την ανθρωπολογία εννοείται η αρχέγονη ανθρώπινη θρησκεία, η οποία θεμελιώνεται στην πεποίθηση της ύπαρξης πνευματικών υπάρξεων που εμψυχώνουν κάθε μορφή και εκδήλωση του φυσικού κόσμου.
Σύμφωνα με τον Tylor, ο ανιμισμος ή η «πίστη στα πνευματικά όντα» ήταν η αρχέγονη φάση της θρησκευτικής εξέλιξης της ανθρωπότητας. και θα ακολουθούσε η φάση του πολυδεμονισμού, του πολυθεϊσμού, για να φτάσει τελικά στο μονοθεϊσμό.

Άλλοι συγγραφείς της αγγλικής εξελικτικής σχολής είναι οι J. Lubbock, J. F. Mc Lennan και J. G. Frazer, που είναι από τους μεγαλύτερους μελετητές πρωτόγονων μυθολογιών και μαγείας.

Ο χρυσός κλώνος του James George Frazer - Διαβαστε εδω...

Κοντά σε ορισμένες προτάσεις του Tylor, αλλά με κεντρική θέση στις εθνολογικές μελέτες είναι ο E. Durkheim, ιδρυτής της γαλλικής κοινωνιολογικής σχολής.

Ο Durkheim συνδέει στενά την κοινωνιολογική μέθοδο με την εθνολογια ο σκοπός της οποίας ορίζεται ως "η παρατήρηση της κοινωνίας και η γνώση των κοινωνικών φαινομένων": όπου αυτα τα τελευταία (ο Durkheim μελέτησε πάνω από όλα τα φαινόμενα της θρησκευτικής ζωής) πρέπει να γίνουν κατανοητα ως έκφραση συλλογικής συνείδησης, η οποία προκύπτει από τις σχέσεις των ατομικών συνειδησεων: οι δομές ενός πολιτισμού ειναι οι προβολές αυτής της συνείδησης.

Η σχολη του Durkheim συνεχίζει με το έργο του M. Mauss, ο οποίος επέμεινε στην οργανική φύση των κοινωνικών φαινομένων, επεξεργάζοντας τη θεωρία του συνολικού κοινωνικού γεγονότος της οποίας οι διάφορες πτυχές ενός πολιτισμού είναι μια έκφραση και στην οποία το άτομο ενσωματώνεται με την κοινωνία. Η πολυπλοκότητα και η ολότητα του κοινωνικού γεγονότος αντιτάσσει τον Μάους στον εξελικτισμό οπως και στην θεωρία του προλογισμού που εφαρμόστηκε με μεγάλη επιτυχία από τον Lucien Lévy-Bruhl (σύμφωνα με τον οποίο η «πρωτόγονη ή προλογική ή μυστική νοοτροπία» ήταν ριζικά διαφορετική από αυτήν του εξελιγμένου ανθρώπου).

Η ανάπτυξη της ψυχολογικής και ψυχαναλυτικής έρευνας επηρέασαν σε μεγάλο βαθμό την εθνολογικη ερευνα.: Ο S. Freud στο Totem und tabu (1913) χρησιμοποίησε το οιδιπόδειο σύμπλεγμα για να εξηγήσει την προέλευση των ταμπού , η την απαγόρευση της αιμομιξίας.

Ο B. Malinowski πιστώνεται ως ιδρυτής εκείνου του τομέα της κοινωνικής ανθρωπολογίας γνωστού ως λειτουργισμός (φονξιοναλισμός), θεωρώντας πως όλα τα επιμέρους στοιχεία μιας κοινωνίας διαπλέκονται για να σχηματίσουν ένα ισορροπημένο σύστημα. Έδωσε ιδιαίτερη έμφαση στις πίστεις, τις τελετουργίες, τα έθιμα, τους θεσμούς, τη θρησκεία, την τελετουργία και τα σεξουαλικά ταμπού.

Την πρώτη έρευνα πεδίου ο Μαλινόβσκι τη διεξήγαγε στην περίοδο 1915-18, όταν μελέτησε τον νησιωτικό πληθυσμό των νήσων Τρόμπριαντ της Νέας Γουινέας στον νοτιοδυτικό Ειρηνικό, που η κοινωνική δομή τους ήταν μητρογραμμική, δηλαδή η γενιά ορίζονταν μόνο από το σόι της μητέρας και αυτό καθόριζε τις σχέσεις στην οικογένεια και στην κοινωνία ευρύτερα.

Χρησιμοποιώντας μια μάλλον ολιστική προσέγγιση στην έρευνά τους, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι οι κοινωνικές σχέσεις και αλληλεπιδράσεις των γηγενών στηρίζονταν στη μαγεία, τη θρησκεία, τη συγγένεια και το εμπόριο. Συνεισέφερε επίσης στην διαπολιτισμική μελέτη της ψυχολογίας μέσω των παρατηρήσεών του για τις σχέσεις της συγγένειας.

Yποδεικνύοντας ότι η ατομική ψυχολογία εξαρτάται από το πολιτισμικό εννοιολογικό πλαίσιο απέρριψε τις θεωρίες του Σίγκμουντ Φρόιντ για το οιδιπόδειο σύμπλεγμα που καθόριζε τη ζωή των νησιωτών Τρομπράιαντ. Έγραψε ένα βιβλίο για την έρευνα πεδίου που διεξήγαγε και για τις εμπειρίες του με τίτλο Αργοναύτες του δυτικού Ειρηνικού (1922).

Παραλειπεται οποιοδήποτε ιστορικό ενδιαφέρον για το εγγύς ή μακρινό παρελθόν των παραδοσιακών πολιτισμών, και αρχιζει να εξετάζει προσεκτικά τα αλυσιδωτά αποτελέσματα που προκύπτουν, απο τις κοινωνικες σχεσεις σε ολόκληρο τον πολιτισμό.

Τα θεμέλια ενός νέου κεφαλαίου της εθνολογιας εχουν έτσι τεθεί στη Μεγάλη Βρετανία με την ετικέτα της culture-contact η culture-clash.

Η προοπτική που στοχεύει στην ανάλυση του παρόντος, που παρατηρείται άμεσα στο πεδίο, συνεχίζεται με τον A.R. Radcliffe Brown (1881-1955), ο οποίος επιμένει στον διαχωρισμό της εθνολογιας απο την κοινωνικη ανθρωπολογια.

 Παράλληλα με την αγγλική ανθρωπολογική σχολή, οι συνεισφορές της γαλλικης σχολης των δασκάλων Durkheim και M. Mauss (Πολιτιστική ανθρωπολογία) είναι υψίστης σημασίας.


Ο Φραντς Ούρι Μποάζ (Franz Uri Boas, 1858 – 1942) ήταν Γερμανοαμερικανός ανθρωπολόγος και πρωτοπόρος της σύγχρονης ανθρωπολογίας, αποκαλούμενος και «πατέρας της αμερικανικής ανθρωπολογίας.

Ανάμεσα στις μεγαλύτερες συνεισφορές του στην ανθρωπολογική σκέψη ήταν η απόρριψη των άλλοτε δημοφιλών εξελικτικών προσεγγίσεων στη μελέτη του πολιτισμού, που έβλεπαν όλες τις κοινωνίες να αναπτύσσονται μέσω μιας σειράς ιεραρχικών τεχνολογικών και πολιτισμικών φάσεων, με τον δυτικοευρωπαϊκό πολιτισμό στην κορυφή.

Ο Μποάζ έδειξε ότι ο πολιτισμός αναπτύχθηκε ιστορικά μέσω των αλληλεπιδράσεων ομάδων ανθρώπων και της διάχυσης των ιδεών. Συνεπώς, δεν υπάρχει κάποια διαδικασία μέσω της οποίας προσωρούν οι κοινωνίες σε «υψηλότερες» πολιτισμικές μορφές.

Τούτη η διάκριση ώθησε τον Μποάζ να απορρίψει την οργάνωση των εθνολογικών μουσείων που βασιζόταν σε μια ιδιαίτερη πολιτισμική φάση, προωθώντας την οργάνωση των εκθεμάτων βάσει της συγγένειας και της εγγύτητας των σχετικών πολιτισμικών ομάδων.

Εισήγαγε επίσης την ιδεολογία του πολιτισμικού σχετικισμού, σύμφωνα με την οποία οι πολιτισμοί δεν μπορούν να ταξινομηθούν αντικειμενικά ως ανώτεροι και κατώτεροι, καλύτεροι ή ορθότεροι. Όλοι οι άνθρωποι βλέπουν τον κόσμο μέσα από τον φακό του δικού τους πολιτισμού και τον κρίνουν σύμφωνα με κανόνες που απέκτησαν πολιτισμικά.

Για τον Μποάζ το αντικείμενο της ανθρωπολογίας είναι να κατανοήσει τον τρόπο με τον οποίο ο πολιτισμός βοηθά τους ανθρώπους να αντιληφθούν και να επικοινωνήσουν με τον κόσμο με διαφορετικούς τρόπους. Προκειμένου να το πετύχει αυτό, η ανθρωπολογία χρειάζεται να στραφεί στη μελέτη της γλώσσας και των πολιτισμικών πρακτικών των υπό μελέτη κοινωνιών.