Ο δέκατος ένατος , σε ολόκληρη την Ευρώπη (και τη Βόρεια Αμερική), είναι ο αιώνας της διαμόρφωσης της εθνικής συνείδησης, αλλά και της αστικής τάξης: κατά συνέπεια, διέπεται από ιδεολογίες οι οποίες δίνουν έμφαση στο άτομο και στο πώς το άτομο αυτό στέκεται και εντάσσεται στην κοινωνία, πώς την παρατηρεί και πώς αφηγείται την εμπειρία του.
Σημειώνει για το θέμα αυτό ο Peter Gay, στη μελέτη του The Naked Heart, η οποία αναφέρεται στην αστική εμπειρία κατά τη διάρκεια του αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης:
Σημειώνει για το θέμα αυτό ο Peter Gay, στη μελέτη του The Naked Heart, η οποία αναφέρεται στην αστική εμπειρία κατά τη διάρκεια του αιώνα της βιομηχανικής επανάστασης:
«Ο δέκατος ένατος αιώνας απασχολήθηκε έντονα με τον “εαυτό”, σε βαθμό νεύρωσης. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών της πλέον συστηματικής εκστρατείας που έχει ποτέ αναληφθεί για τον έλεγχο του κόσμου, ο αστός (bourgeois) αφιέρωσε πολύ χρόνο, απολαυστικό, αλλά, ίσως, ακόμη περισσότερο χρόνο αγχώδη, στην ενδοσκόπηση.»
Η ενδοσκόπηση του αστού, λοιπόν, αποτελεί τον λόγο για τον οποίο στον 19ο αιώνα σημειώνεται μεγάλη άνθηση του αυτοβιογραφικού τρόπου γραφής σε ολόκληρη την Ευρώπη, ενώ, ταυτόχρονα, οι αυτοβιογραφούμενοι μπορούν και βγαίνουν από την ανωνυμία γράφοντας. Είναι ο αιώνας κατά τον οποίο ο Έντγκαρ Άλαν Πόε έγραψε ότι θα γίνει διάσημος όποιος γράψει ένα πολύ μικρό βιβλίο με τον τίτλο «my heart laid bare» (ξεγυμνώνοντας την καρδιά μου), ενώ ο Σαρλ Μπωντλαίρ, ο οποίος εισήγαγε τον Πόε στη Γαλλία, αλλά και στην Ευρώπη, γενικότερα, έδειξε με τα κείμενά του αυτό ακριβώς το «ξεγύμνωμα» της καρδιάς.
Είναι ο αιώνας κατά τον οποίο ο Καρλ Μαρξ ανέλυσε τη νοοτροπία του ανερχόμενου αστού και την οργάνωση της αστικής κοινωνίας, αλλά και ο αιώνας κατά τον οποίο (ή, έστω, στο γύρισμά του) ο Σίγκμουντ Φρόυντ άλλαξε τον τρόπο με τον οποίο γινόταν αντιληπτή η λειτουργία του νου, εισάγοντας την έννοια του ασυνείδητου.
Τον 19ο αιώνα, οι αυτοβιογραφούμενοι ενδέχεται να εκφράζουν με τη γραφή τους προβληματισμούς, όχι μόνο σε σχέση με τις πράξεις και τα κίνητρα που τους οδήγησαν σε αυτή την ενασχόληση, αλλά και ως προς τη δυνατότητα να ανταποκρίνεται η γραφή τους στην πραγματικότητα «όπως αυτή υπήρξε», να μη την αναπαριστά, δηλαδή, αλλά να την κατασκευάζει κατά το δοκούν.
Τα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της αυτοβιογραφίας
Η αυτοβιογραφία αναγνωρίζεται από το τέλος του 18ου αιώνα ως διακριτό λογοτεχνικό είδος και, με την έννοια αυτή, ως πεδίο στο οποίο προβάλλεται το τι σημαίνει «συγγραφική λειτουργία», το τι σημαίνει «εαυτός», το τι σημαίνει «αναπαράσταση», το πώς διαχωρίζεται το «συμβάν» από τη «μυθοπλασία». Η προβολή αυτών των εννοιών κατέστησε το πεδίο της αυτοβιογραφίας προνομιακό στην επεξεργασία τους.
Η αυτοβιογραφία είναι μια αφήγηση σε πεζό λόγο που πραγματεύεται τον βίο ενός συγκεκριμένου, υπαρκτού προσώπου. Συγγραφέας, αφηγητής και κύριος χαρακτήρας ταυτίζονται και η οπτική γωνία είναι η εκ των υστέρων. Ήδη από τον ορισμό αυτόν είναι εμφανή τα βασικά ζητήματα που εγείρει το είδος της αυτοβιογραφίας: η αυτοβιογραφία πραγματεύεται τον βίο ενός υπαρκτού προσώπου, αφού ο συγγραφέας αναλαμβάνει την υποχρέωση να ανασυστήσει τα ιστορικά γεγονότα, ενώ ανάλογες είναι οι προσδοκίες του αναγνωστικού κοινού, το οποίο διαβάζει μια αυτοβιογραφία για να μάθει τη ζωή του συγκεκριμένου προσώπου «όπως πράγματι υπήρξε». Η αξίωση αυτή καθιστά την αυτοβιογραφία ένα αναφορικό είδος.
Ταυτόχρονα, είναι σαφές ότι η αυτοβιογραφία δεν μπορεί να αντεπεξέλθει σε αυτές τις προσδοκίες, καθώς, στη διαδικασία ανασύστασης της ιστορικής πραγματικότητας, αντίκειται και αντιβαίνει η υποκειμενική οπτική γωνία του συγγραφέα. Δεν πρόκειται, λοιπόν, για την απόδοση της αντικειμενικής πραγματικότητας, αλλά για την απόδοση της αλήθειας, όπως, όμως, την αντιλαμβάνεται ο συγγραφέας – γι’ αυτό, άλλωστε, ο Γκαίτε (Johann Wolfgang von Goethe) δίνει στην αυτοβιογραφία του τον τίτλο Ποίηση και Αλήθεια (Dichtung und Wahrheit), υπαινισσόμενος την απαραίτητη ποιητική δεξιοτεχνία και, άρα, αισθητική παρέμβαση για τη διαμόρφωση της όποιας «αλήθειας».
Ένας ακόμη όρος που αναφέρεται σε σχέση με το είδος της αυτοβιογραφίας, συχνά και από τους ίδιους τους αυτοβιογραφούμενους, είναι η αληθοφάνεια, όρος που εκφράζει τη μερικότητα της υποκειμενικής οπτικής: ακόμη κι αν δεν πρόκειται για την πραγματικότητα, ο συγγραφέας προσπαθεί, ωστόσο, να αποδώσει την αλήθεια, και αυτή η προσπάθεια πρέπει να είναι πειστική και να φαίνεται ότι την καταβάλλει όσο καλύτερα μπορεί, άρα το κείμενό του οφείλει να είναι αληθοφανές.
Επίσης, λόγω των σχέσεων αυτών, το πεδίο της αυτοβιογραφίας αποτελεί προνομιακό χώρο για την αναζήτηση σημείων τομής ή σύμπτωσης μεταξύ διαφορετικών λόγων, όπως αυτού της λογοτεχνίας και αυτού της ιστοριογραφίας, αλλά και μεταξύ των λογοτεχνικών ειδών.
Χαρακτηριστικό της αυτοβιογραφίας αποτελεί, επίσης, το γεγονός ότι ο αυτοβιογραφούμενος υιοθετεί εξ ορισμού μια εκ των υστέρων οπτική: είναι καταστατικός ο ρόλος της διαδικασίας της ενθύμησης, ο οποίος ενίοτε αντιμετωπίζεται κριτικά. Το ζήτημα της μνήμης θεματοποιείται σε αρκετές αυτοβιογραφίες, συχνά ως προβληματισμός γύρω από την ακούσια και την εκούσια ενθύμηση. Η μνήμη αποτελεί αστάθμητο, μη ελεγχόμενο παράγοντα: υπάρχουν φορές που οι αναμνήσεις κατακλύζουν απρόσκλητες το υποκείμενο,ενώ άλλες φορές πασχίζει μάταια να τις ανακαλέσει.
Η αυτοβιογραφική ενθύμηση είναι μια συνειδητή πράξη, που αποσκοπεί στην ανακατασκευή του παρελθόντος και υπακούει συχνά στη γενικότερη λογική του κειμένου, δηλαδή στην παρουσίαση της ζωής του αυτοβιογραφούμενου ως ενός συγκροτημένου όλου χωρίς αντιφάσεις και χωρίς αποσπασματικότητα. Υπό αυτή την έννοια μπορεί κανείς να θεωρήσει τη διαδικασία αυτή της ενθύμησης μια κατασκευή: πρόκειται για την ανάμνηση κάποιου, ο οποίος ποτέ δεν υπήρξε έτσι ακριβώς.
Ο ρόλος της μνήμης στην αυτοβιογραφία αντιμετωπίζεται από τη νεότερη κριτική ως καθοριστικός παράγοντας της αυτοβιογραφικής μυθοπλασίας. Ιδιαίτερη σημασία έχει για το ζήτημα αυτό η θέση του Φρόυντ, ο οποίος, αναφερόμενος στην αναλυτική διαδικασία στο άρθρο του «Kατασκευές στην Aνάλυση» (Konstruktionen in der Analyse, 1937), τονίζει ότι ο ψυχαναλυόμενος ενθυμείται, ενώ ο ψυχαναλυτής συνθέτει και παρουσιάζει μια όψη του παρελθόντος του ψυχαναλυόμενου, που βασίζεται στις ενθυμήσεις, αλλά και στην έλλειψη ενθυμήσεών του και την οποία χαρακτηρίζει ως «κατασκευή», αφού δεν προέρχεται μόνο από τα ενεργά στοιχεία, αλλά και από τα κενά της μνήμης.
Με άξονα αυτά τα χαρακτηριστικά η αυτοβιογραφία μπορεί να θεωρηθεί ως το λίκνο του νεωτερικού (modern) υποκειμένου, το οποίο γράφοντας βγαίνει από την ανωνυμία, συνειδητοποιεί την ύπαρξή του και τη θεματοποιεί.
Επειδή είναι ταυτόχρονα και το υποκείμενο και το αντικείμενο του αναστοχασμού, το νεωτερικό υποκείμενο χρησιμοποιεί την αυτοβιογραφία ως τη σκηνή στην οποία εκθέτει τις αντιφάσεις και τους προβληματισμούς του, όχι μόνο σε σχέση με τις πράξεις και τα κίνητρά του, αλλά και σχετικά με τη δυνατότητα σύλληψης της πραγματικότητας και την αναπαραστασιμότητά της.
Η ακλόνητη πεποίθηση ότι είναι δυνατόν να αναπαρασταθεί η πραγματικότητα «όπως πράγματι υπήρξε» συνάδει με μια αφελή πρόσληψή της και συναντάται μόνο στις εκλαϊκευμένες εκδοχές του είδους της αυτοβιογραφίας, τουλάχιστον από τα μέσα του 19ου αιώνα και εξής.
Στο επίπεδο της θεωρίας και της κριτικής της λογοτεχνίας γενικότερα, αλλά και αυτής που έχει ως ειδικότερο αντικείμενο την αυτοβιογραφία, παρατηρείται κατά τις τελευταίες δεκαετίες του 20ου αιώνα, όπως και στον 21ο, μια μεταβολή, η οποία αφορά στο πώς γίνεται αντιληπτό το είδος της αυτοβιογραφίας.
Η μεταβολή αυτή σχετίζεται με τη γενικότερη τάση της αμφισβήτησης των καθιερωμένων οριοθετήσεων μεταξύ των γενών ή των ειδών στον χώρο της θεωρίας της λογοτεχνίας, των καθιερωμένων οριοθετήσεων μεταξύ των επιστημών γενικότερα, αλλά και αυτών στο εσωτερικό της κάθε επιστήμης.
Στη θεωρία της λογοτεχνίας, ιδιαίτερη σημασία έχει η έμφαση που δίνεται στο υποκείμενο από την αποδόμηση, λόγω της οποίας διαμορφώθηκε μια δυναμική που αναζητά χαρακτηριστικά αυτοβιογραφίας σε κάθε μορφή γραφής.
H γενικότερη τάση της αμφισβήτησης των καθιερωμένων οριοθετήσεων (τόσο μεταξύ των επιστημών όσο και στο εσωτερικό της καθεμιάς) που παρατηρείται στις τελευταίες δεκαετίες, έδωσε τη δυνατότητα μιας διαφορετικής προσέγγισης του παρελθόντος, η οποία εξετάζει, παράλληλα προς τα ιστορικά δεδομένα, και τη φαντασιακή δόμησή τους. Γι’ αυτόν τον λόγο, μπορεί κανείς να αναζητήσει την αυτοβιογραφία στις λογοτεχνικές –άρα, τις μυθοπλαστικές– κατασκευές, αλλά και στις ιστοριογραφικές κατασκευές, όπως, βέβαια, και σε όσες κατά παράδοση θεωρούνταν ειδολογικά αυτοβιογραφικές.
Το αν η αυτοβιογραφία είναι ένα διακριτό και καθορισμένο είδος με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά και συγκεκριμένη ιστορία είναι κρίσιμο ερώτημα. Επίσης κρίσιμο ερώτημα είναι αν έχει λογοτεχνικό χαρακτήρα ή αν έχει ιστορικό και βιογραφικό χαρακτήρα, αν, δηλαδή, συνδέεται με τη λογοτεχνία ή με την ιστοριογραφία. Τα κρίσιμα αυτά ερωτήματα δεν είναι δυνατόν να απαντηθούν με ένα ναι ή ένα όχι, αλλά πρέπει να αναπτυχθούν μέσα από την κριτική επισκόπηση της βιβλιογραφίας για την εξέλιξη της αυτοβιογραφίας, σε σύγκριση με την εξέλιξη της κριτικής περί αυτοβιογραφίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου