Ο νέος ισχυρισμός του, στην "Οπτική σκέψη", είναι προκλητικός και μεγάλης εμβέλειας. Υποστηρίζει ότι η σκέψη εξολοκλήρου (και όχι μόνο η σκέψη που σχετίζεται με την τέχνη ή άλλες οπτικές εμπειρίες) είναι κατά βάση αντιληπτικής φύσης -και ότι η αρχαία διχοτομία μεταξύ όρασης και σκέψης, μεταξύ αντίληψης και συλλογιστικής διαδικασίας, είναι εσφαλμένη και παραπλανητική.
Δείχνει ότι ακόμη και οι θεμελιώδεις διαδικασίες της όρασης εμπλέκουν μηχανισμούς οι οποίοι είναι τυπικοί της συλλογιστικής διαδικασίας και περιγράφει την διαδικασία επίλυσης προβλημάτων στην τέχνη καθώς και τις εικονικές παραστάσεις στα μοντέλα σκέψης της επιστήμης. Πόρρω απέχουσα από το να είναι μια "χαμηλότερη" λειτουργία, η αντιληπτική μας απόκριση προς τον κόσμο αποτελεί το βασικό μέσον δια του οποίου δομούμε τα γεγονότα και από το οποίο αντλούμε ιδέες και κατά συνέπεια και τη γλώσσα.
Το υλικό που χρησιμοποιείται στο επιχείρημα του Arnheim προέρχεται από φιλοσόφους, αρχαίους και μοντέρνους· από ψυχολογικά εργαστηριακά πειράματα· από εργασίες περί της αντίληψης και των καλλιτεχνημάτων των παιδιών· από επιστημονικά συγγράμματα φυσικής και αστρονομίας. Οι πειστικές παρατηρήσεις του Arnheim διατηρούν τη συζήτηση απτή και συναφή προς την ανθρώπινη εμπειρία σε πραγματικές καταστάσεις.
Αν και στοχεύει στον γενικό αναγνώστη, η "Οπτική σκέψη" είναι άμεσου ενδιαφέροντος για τον εκπαιδευτικό λόγω των πρακτικών της συνεπειών για τη λειτουργία της τέχνης στην εκπαίδευση και γενικότερα, για την οπτική εκπαίδευση σε όλα τα πεδία της μάθησης. Οι θεωρητικοί ισχυρισμοί παρουσιάζονται με τον ζωντανό και συγκεκριμένο τρόπο που έκανε το προηγούμενο έργο του Arnheim "Τέχνη και οπτική αντίληψη" ένα απαραίτητο εργαλείο για τους σπουδαστές και του φίλους της τέχνης.
Τέχνη και οπτική αντίληψη
Η ψυχολογία της δημιουργικής όρασης
Από την πρώτη ακόμα έκδοση το 1954, το βιβλίο αυτό καθιερώθηκε ως ένα μοναδικό κλασικό έργο.
Εφαρμόζει τις προσεγγίσεις και τα ευρήματα της σύγχρονης ψυχολογίας στη μελέτη της τέχνης. Περιγράφει την οπτική διαδικασία που λαμβάνει χώρα όταν οι άνθρωποι δημιουργούν - ή κοιτάζουν - καλλιτεχνικά έργα και εξηγεί πώς το μάτι οργανώνει το οπτικό υλικό επί τη βάσει συγκεκριμένων ψυχολογικών νόμων.
Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι κριτικοί τέχνης, οι ιστορικοί της τέχνης, οι σπουδαστές αλλά και οι αναγνώστες γενικού ενδιαφέροντος βρίσκουν το βιβλίο αυτό αναγνώσιμο και κατανοητό, παρά την περιπλοκότητα του θέματός του.
Η παρούσα έκδοση στηρίζεται στην αναθεωρημένη έκδοση που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1974 και στην οποία ο Arnheim αναδιοργάνωσε και επεξέτεινε το κείμενο και πρόσθεσε καινούριες εικόνες, εκμεταλλευόμενος νεότερες εξελίξεις στο δικό του έργο αλλά και το έργο άλλων επιστημόνων.
Ο Ρούντολφ Αρνχάιμ (1904-2007) γεννήθηκε στο Βερολίνο από γονείς εβραϊκής καταγωγής. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο του Βερολίνου, όπου μαθήτευσε κοντά στους ψυχολόγους της "θεωρίας της μορφής" ("Gestalt theory"), Max Wertheimer, Wolfgang Kohler και Kurt Lewin, και υποστήριξε τη διδακτορική του διατριβή, το 1928, πάνω στην ψυχολογία της οπτικής έκφρασης. Εργάστηκε για το περιοδικό "Die Weltbuhne" στο Βερολίνο, καλύπτοντας θέματα τέχνης, αρχιτεκτονικής (όπως του Μπαουχάους) και κινηματογράφου. Η ενασχόλησή του με τον κινηματογράφο οδήγησε στην κυκλοφορία του βιβλίου "Film als Kunst" ("Το φιλμ ως τέχνη"), το 1932, το οποίο αποσύρθηκε όμως από τους Ναζί, λόγω της εβραϊκής καταγωγής του συγγραφέα. Το 1933 εγκατέλειψε οριστικά τη Γερμανία για τη Ρώμη, όπου εργάσθηκε για το Διεθνές Ινστιτούτο Εκπαιδευτικού Κινηματογράφου της Κοινωνίας των Εθνών ως το 1938, όταν η Ιταλία αποχώρησε από την Κοινωνία των Εθνών. Στη συνέχεια κατέφυγε στην Αγγλία, όπου εργάστηκε για ένα διάστημα ως διερμηνέας στη Βρετανική Ραδιοφωνία του BBC, και το φθινόπωρο του 1940 μετανάστευσε στις ΗΠΑ.
Από την πρώτη ακόμα έκδοση το 1954, το βιβλίο αυτό καθιερώθηκε ως ένα μοναδικό κλασικό έργο.
Εφαρμόζει τις προσεγγίσεις και τα ευρήματα της σύγχρονης ψυχολογίας στη μελέτη της τέχνης. Περιγράφει την οπτική διαδικασία που λαμβάνει χώρα όταν οι άνθρωποι δημιουργούν - ή κοιτάζουν - καλλιτεχνικά έργα και εξηγεί πώς το μάτι οργανώνει το οπτικό υλικό επί τη βάσει συγκεκριμένων ψυχολογικών νόμων.
Τόσο οι καλλιτέχνες όσο και οι κριτικοί τέχνης, οι ιστορικοί της τέχνης, οι σπουδαστές αλλά και οι αναγνώστες γενικού ενδιαφέροντος βρίσκουν το βιβλίο αυτό αναγνώσιμο και κατανοητό, παρά την περιπλοκότητα του θέματός του.
Η παρούσα έκδοση στηρίζεται στην αναθεωρημένη έκδοση που κυκλοφόρησε στην Αμερική το 1974 και στην οποία ο Arnheim αναδιοργάνωσε και επεξέτεινε το κείμενο και πρόσθεσε καινούριες εικόνες, εκμεταλλευόμενος νεότερες εξελίξεις στο δικό του έργο αλλά και το έργο άλλων επιστημόνων.
Εκεί προσλήφθηκε αρχικά ως καθηγητής στο Τμήμα Ψυχολογίας της Νέας Σχολής Κοινωνικών Ερευνών (New School for Social Research) της Νέας Υόρκης, με τη βοήθεια ψυχολόγων της "Gestalt theory" όπως ο Max Wertheimer, που επίσης είχαν καταφύγει στις ΗΠΑ, και εργάστηκε για λίγο ως ερευνητής στο Γραφείο Ραδιοφωνικών Ερευνών του Πανεπιστημίου Columbia, με μια υποτροφία του Ιδρύματος Ροκφέλερ. Στη συνεχεία έλαβε μια υποτροφία του Ιδρύματος Guggenheim, για την πραγματοποίηση έρευνας πάνω σε θέματα ψυχολογίας της αντίληψης σε συνάρτηση με τις τέχνες, και προσλήφθηκε ως καθηγητής στο μικρό Κολέγιο Sarah Lawrence της Νέας Υόρκης (1943), όπου παρέμεινε διδάσκοντας επί 26 χρόνια και όπου συνέγραψε το γνωστότερο έργο του, "Art and Visual Perception: A Psychology of the Creative Eye" (1954). Ο Αρνχάιμ δίδαξε επίσης, μεταξύ άλλων, στο Πανεπιστήμιο Ochanomizu του Τόκιο, στο Πανεπιστήμιο Columbia, στο Τμήμα Οπτικών και Περιβαλλοντικών Μελετών του Πανεπιστημίου Harvard, όπου ανακηρύχθηκε Ομότιμος Καθηγητής, και στο Πανεπιστήμιο Michigan.
Εκτός της λαμπρής του ακαδημαϊκής σταδιοδρομίας κατέλαβε σημαντικές θέσεις ως Πρόεδρος στην Αμερικανική Εταιρεία Αισθητικής, Πρόεδρος στο Τμήμα Ψυχολογίας και Τέχνης στην Αμερικανική Ψυχολογική Εταιρεία, Μέλος της Αμερικανικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών, υπότροφος της Αμερικανικής Ακαδημίας στη Ρώμη, υπότροφος του Ιδρύματος John S. Guggenheim και Μέλος του Γραφείου Εκπαίδευσης των ΗΠΑ.
Έλαβε πολλά βραβεία, διακρίσεις και τιμητικούς τίτλους, όπως το Βραβείο Διακεκριμένης Υπηρεσίας της Εθνικής Εταιρείας Καλλιτεχνικής Εκπαίδευσης ΗΠΑ, το Βραβείο Γερμανικού Κινηματογράφου, το Παράσημο Μεγάλου Σταυρού της Δημοκρατίας της Γερμανίας, το Βραβείο Helmut Kautner του Κινηματογραφικού Μουσείου του Dusseldorf και ανακηρύχθηκε επίτιμος διδάκτωρ σε δύο Πανεπιστήμια στην Ιταλία, στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, ενώ το 2000 δημιουργήθηκαν δύο Έδρες "Rudolf Arnheim", μια στο Πανεπιστήμιο Humboldt του Βερολίνου και μια στο Πανεπιστήμιο του Michigan. Πέθανε στις 9 Ιουνίου 2007.
Υπήρξε πολυγραφότατος και πέραν των επιστημονικών άρθρων και εργασιών του, που φυλάσσονται σε αρχεία βιβλιοθηκών στη Γερμανία και στις ΗΠΑ, έγραψε τα βιβλία "Art and Visual Perception: A Psychology of the Creative Eye", "Film as Art", "The Genesis of a Painting", "Toward a Psychology of Art", "Visual Thinking", "Radio: An Art of Sound", "The Dynamics of Architectural Form", "The Power of the Center", "New Essays on the Psychology of Art", "Entropy and Art", "Parables of Sun Light", "To the Rescue of Art", "The Split and the Structure", "Film Essays and Criticism", πολλά από τα οποία διδάσκονται σε πανεπιστημιακές σχολές καλών τεχνών, αρχιτεκτονικής, ψυχολογίας, ιστορίας της τέχνης κλπ.
Το "Τέχνη και ψευδαίσθηση" είναι ένα από τα πιο εμπνευσμένα βιβλία τεχνοκριτικής και θεμελιώδες έργο αναφοράς για τη μελέτη της απεικόνισης. Η απάντηση στο ερώτημα "Τι είναι αυτό που αποκαλούμε ύφος ενός καλλιτέχνη;" δεν είναι απλή.
Ο Ε.Η. Gombrich, αξιοποιώντας την οξυδέρκειά του αλλά και τις τεράστιες γνώσεις του σε θέματα ιστορίας και ψυχολογίας της εικαστικής αναπαράστασης, προσεγγίζει μια σειρά από κρίσιμα ζητήματα.
Προσπαθώντας να αποδείξει ότι η πιστή αναπαράσταση της πραγματικότητας είναι πολύ πιο δύσκολη απ’ ό,τι συνήθως νομίζουμε, ο Gombrich εξετάζει, αμφισβητεί και επαναξιολογεί παλαιότερες και πιο σύγχρονες απόψεις για την αναπαράσταση και τη "μίμηση", για τον ρόλο των εικαστικών συμβάσεων, για την αφαίρεση, για την απόδοση του προοπτικού βάθους, για την ψευδαίσθηση στις πλαστικές τέχνες.
Ο Gombrich διακρινόταν πάντα για την ικανότητά του να αντιλαμβάνεται εις βάθος τα ζητήματα της καλλιτεχνικής δημιουργίας, θεωρητικά και άλλα. Παράλληλα, δεν έπαψε ποτέ να εκπλήσσεται διαπιστώνοντας την αστείρευτη επινοητικότητα του ανθρώπινου πνεύματος, αλλά και τις λεπτοφυείς διαφορές ως προς τον τρόπο με τον οποίο μπορεί να προσεγγίζεται η τέχνη από τους δημιουργούς αλλά και από το κοινό.
Η έκτη και οριστική έκδοση (2002) του κλασικού αυτού έργου που πρωτοεκδόθηκε το 1960 συνοδεύεται από νέο Πρόλογο, στον οποίο ο συγγραφέας ιχνηλατεί το ακανθώδες θέμα της σχέσης εικόνας και σημείου.
Ο Ernst Gombrich, ένας από τους εξέχοντες θεωρητικούς του εικοστού αιώνα, πέτυχε αυτό που ακόμα και σήμερα φαίνεται απίστευτο:
να αφηγηθεί την ιστορία της ανθρωπότητας, από την εποχή του λίθου ως την εποχή της πυρηνικής ενέργειας, σύντομα, περιεκτικά, αλλά και με πειστικό τρόπο.
Σίγουρος για τη φιλομάθεια των νεαρών αναγνωστών του, αλλά κι αυτών που έχουν μείνει νέοι, ζωντανεύει με γλώσσα απλή και γλαφυρή την ιστορία του κόσμου, τα επιτεύγματα του ανθρώπου, τη μετάβαση από τη μία ιστορική περίοδο στην άλλη, τις σημαντικότερες προσωπικότητες και συγκρούσεις με τέτοιο τρόπο, που ο αναγνώστης συλλαμβάνει αμέσως αυτή τη μακρά και περίπλοκη πορεία.
Το βιβλίο εκδόθηκε για πρώτη φορά στη Βιέννη το 1935. Το 2001, μετά το θάνατο του συγγραφέα, αυτός ο τόμος που είχε κυκλοφορήσει σε εκατοντάδες χιλιάδες αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο και είχε ήδη μεταφραστεί σε 21 γλώσσες, ξανακυκλοφόρησε σε μια νέα έκδοση, με διορθώσεις και προσθήκες του ίδιου του Gombrich, και με έναν πρόλογο της εγγονής του, Leonie Gombrich, που περιγράφει τη διαδικασία συγγραφής του από την πλευρά της οικογένειας.
Ο Ε. Η. Gombrich (1909-2001), συγγραφέας του κλασικού "Χρονικού της τέχνης" (μτφρ. Λίνα Κάσδαγλη, ΜΙΕΤ), ήταν ίσως ο πιο γνωστός ιστορικός τέχνης της εποχής του.
Γεννημένος στη Βιέννη, εγκαταστάθηκε στο Λονδίνο το 1936, για να εργαστεί για το Ινστιτούτο Warburg, του οποίου αργότερα διετέλεσε διευθυντής.
Εργάστηκε επίσης στο ΒΒC και ανακηρύχθηκε καθηγητής ιστορίας της κλασικής παράδοσης του Πανεπιστημίου του Λονδίνου. Ανάμεσα στις πάμπολλες διακρίσεις του συγκαταλέγονται το βραβείο Erasmus, το βραβείο Hegel, το βραβείο Wittgenstein και το βραβείο Goethe.
Το 1972 του απονεμήθηκε ο τίτλος του "Ιππότη", ενώ το 1988 έγινε μέλος του Τάγματος Ευποιίας.
Διαβαστε περισσοτερα εδω...
Τι είναι η μορφή;
Αυτή η ερώτηση κυριαρχεί στο "Σημείο - γραμμή - επίπεδο", ένα από τα κύρια θεωρητικά έργα του Kandinsky γραμμένο και σημοσιευμένο το 1926 κατά την περίοδο που ήταν καθηγητής στο Bauhaus.
Αυτό που επιδιώκει εδώ ο συγγραφέας είναι να θέσει τις βάσεις μιας πραγματικής επιστήμης της αφηρημένης τέχνης, σε συσχετισμό με τις συγκινήσεις μας, τη νοητική μας δομή.
Είναι ίσως η πιο τολμηρή απόπειρα από την εποχή της κωδικοποίησης των κανόνων της παραδοσιακής ζωγραφικής, κατά την Αναγέννηση, από τον Alberti.
O Wassily Kandinsky γεννήθηκε από εύπορη οικογένεια στη Ρωσία το 1866.
To 1886 ξεκινά τις σπουδές του σε Νομική και Οικονομικά. Ολοκληρώνοντας τις σπουδές και ενώ ξεκινά ακαδημαϊκή καριέρα, μια έκθεση ζωγραφικής των Ιμπρεσιονιστών στη Μόσχα (1895) αφυπνίζει την φύση του καλλιτέχνη και ξεκινά σπουδές ζωγραφικής σε ηλικία 30 ετών στη Βασιλική Ακαδημία του Μονάχου.
Το 1900 ιδρύει την καλλιτεχνική ομάδα "φάλαγγα" και το 1910 την ομάδα του "γαλάζιου καβαλάρη".Ταξιδεύει πολύ, εκθέτει έργα, γράφει άρθρα για την τέχνη και δίνει μια νέα ώθηση στην τέχνη μέσα από τις καλλιτεχνικές ομάδες, μαζί με άλλους κορυφαίους καλλιτέχνες της εποχής.
Το 1917 μετά από ένα γάμο και μια μακροχρόνια σχέση, γνωρίζει και παντρεύεται τη Nina Andreevsky, με την οποία θα μοιραστεί την υπόλοιπη ζωή του. Την ίδια χρονιά ανακηρύσσεται μέλος του Τμήματος Καλών Τεχνών του Υπουργείου Παιδείας στη Ρωσία και καθηγητής στην Ακαδημία Τεχνών της Μόσχας.
Το 1919 ο Walter Gropius ιδρύει τη σχολή "Bauhaus" στη Weimar και το 1922 καλεί τον W. Kandinsky να διδάξει μαζί με άλλα μεγάλα ονόματα στην τέχνη. Το 1924 μαζί με Klee, Feininger, Jawlensky σχηματίζουν την ομάδα "οι τέσσερις γαλάζιοι". Συνεχίζει τα ταξίδια και τις εκθέσεις σε όλο τον κόσμο, παράλληλα με το διδακτικό και συγγραφικό έργο του. Το Bauhaus μεταφέρεται στο Dessau και στη συνέχεια στο Βερολίνο, το 1932.
Το 1933, κάτω από την πίεση και τις επιθέσεις του ναζισμού στη Γερμανία, το Bauhaus διαλύεται και τα μέλη του καταφεύγουν σε άλλες χώρες. Το 1934 πηγαίνει στο Παρίσι. Οι Γερμανοί καταστρέφουν έργα πρωτοπόρων ζωγράφων, μεταξύ των οποίων 57 έργα του Κandinsky. To 1939 παίρνει τη Γαλλική ιθαγένεια. Στις 13 Δεκεμβρίου του 1944 ο Wassily Kandinsky πεθαίνει.
Η σύντομη πραγματεία του Πάουλ Κλέε γύρω απ΄ τη μοντέρνα τέχνη γράφτηκε για ν' αποτελέσει τη βάση της διάλεξης που έκανε ο Κλέε στα εγκαίνια μιας έκθεσης στο Μουσείο της Ιένας, το 1924.
Στην έκθεση αυτή περιλαμβάνονταν και μερικά δικά του έργα.
Εκείνη την εποχή ο Κλέε δίδασκε ήδη στην περίφημη σχολή σχεδίου (το Bauhaus), που ιδρύθηκε στη Βαϊμάρη με διευθυντή τον Βάλτερ Γκρόπιους, και οι σημειώσεις του αυτές είναι προϊόν βαθιού στοχασμού γύρω απ' τα προβλήματα της τέχνης -στοχασμού που δέχτηκε αποφασιστική ώθηση απ' τα διδακτικά καθήκοντα του Κλέε. [...]
Paul Klee
Γεννήθηκε το 1879 στο Munchenbuchsee (κοντά στη Βέρνη) της Ελβετίας. Αρχικά εκδήλωσε ενδιαφέρον και έδειξε ταλέντο στη μουσική.
Σπούδασε στο Μόναχο και είχε δασκάλους τον Έρβιν Κνιρ και τον Φραντζ Στουκ.
Ταξίδεψε και έμεινε για καιρό στην Ιταλία, όπου ήρθε σε επαφή με τον καλλιτεχνικό πλούτο της Αναγέννησης. Αργότερα επισκέφτηκε δύο φορές (1905, 1912) το Παρίσι.
Δέχτηκε επιδράσεις από τους Μπλαίηκ, Γκόγια και Κορό. Πήρε μέρος στη δουλειά του περιοδικού "Der Blaue Reiter" ("Ο γαλάζιος καβαλάρης").
Από το 1921 μέχρι το 1931 δίδαξε και ζωγράφισε στο Μπαουχάους. Γραπτά έργα του: "Paedagogisches Skizzenbuch" ("Παιδαγωγικό σημειωματάριο"), 1925, "Uber die moderne Kunst" ("Για τη μοντέρνα τέχνη"), 1945 και "Das bildnerische Denken" (ογκώδης τόμος με διαλέξεις του που έγιναν στο Μπαουχάους και τη Βαϊμάρη). Πέθανε το 1940.
Το βιβλίο "Αλληλεπίδραση των χρωμάτων" του Josef Albers είναι κάτι το μοναδικό.
Στις απόπειρες τόσων σημαντικών επιστημόνων, φιλοσόφων και καλλιτεχνών όπως των Newton, Goethe, Schopenhauer, von Helmholtz, Wittgenstein, Ostwald, Munsell, Itten και πολλών άλλων οι οποίοι επιχειρούν να ορίσουν το χρώμα από φυσική άποψη, να προσδιορίσουν την ψυχολογική του επιρροή, να δημιουργήσουν ορθολογικά συστήματα κατανομής και συσχετισμού, ο Albers προτάσσει την αντίληψη, τον πειραματισμό, την εξάσκηση του ματιού και την ανακάλυψη.
Έναντι της στατικής τάξης προβάλλει την υπεροχή μιας δυναμικής διαδικασίας σύνθεσης.
Είναι ένα έργο που δεν μπορεί παρά να προκαλέσει έκπληξη, να διεγείρει την αίσθηση του θαυμαστού και να γεμίσει τον αναγνώστη με την συναρπαστική και ανατρεπτική εμπειρία της διεισδυτικής όρασης.
Γιόζεφ Άλμπερς
Γεννήθηκε το 1888 στο Μπότροπ της Γερμανίας. Παρακολούθησε μαθήματα στην Παιδαγωγική Ακαδημία από το 1905 ως το 1908 και υπηρέτησε οκτώ χρόνια σε σχολείο. Φοίτησε στην Βασιλική Ακαδημία Καλών Τεχνών στο Βερολίνο από το 1913 ως το 1915 και πήρε το πτυχίο του καθηγητή Καλών Τεχνών. Το 1916 άρχισε σπουδές στη Σχολή Εφαρμοσμένων Τεχνών της Έσσης χωρίς να πάψει να διδάσκει.
Παρακολούθησε την Ακαδημία του Μονάχου στην τάξη του καθηγητή Φραντς φον Στουκ (Franz von) Stuck, 1919-20. Γράφτηκε στο Μπαουχάους από το 1920 ως τον Οκτώβρη του 1923, παρακολούθησε την προκαταρκτική τάξη του Ίτεν και μετά οργάνωσε το εργαστήριο των υαλογραφημάτων. Πήρε το βαθμό του τεχνίτη το 1922.
Δίδαξε στο Μπαουχάους από τον Οκτώβρη του 1923 ως τον Απρίλη του 1933. Η τάξη του για τη μελέτη των υλικών στο πρώτο εξάμηνο ήταν το πιο σπουδαίο μάθημα της προκαταρκτικής τάξης, της οποίας έγινε διευθυντής το 1928. Επικεφαλής του εργαστηρίου των επίπλων από το Μάιο του 1928 ως τον Απρίλιο του 1929. Από τον Οκτώβριο του 1930 δίδαξε σχέδιο εκ του φυσικού σε σπουδαστές του τελευταίου εξαμήνου. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, έφτιαξε ασαμπλάζ από γυαλί, υαλογραφήματα και σχέδια για τυπογραφία, έπιπλα και σκεύη από γυαλί και μέταλλο.
Μετανάστευσε στις ΗΠΑ το 1933 μετά την άνοδο των ακραίων δεξιών πολιτικών ομάδων και το βίαιο κλείσιμο του Μπαουχάους. Στο Σικάγο δίδαξε στο τμήμα προετοιμασίας στο πρωτοποριακό κολέγιο Μπλακ Μαουντεν. Από το 1950 ως το 1959 διετέλεσε διευθυντής του Τμήματος Σχεδίου στο Πανεπιστήμιο του Γέιλ. Επίσης επισκέπτης καθηγητής σε αμερικανικές και ευρωπαϊκές ακαδημίες μεταξύ άλλων και στην Ανώτατη Σχολή Σχεδίου του Ουλμ. Πέθανε το 1976 στο Νιου Χέιβεν του Κονέκτικατ.
Ο Γιόζεφ Άλμπερς στο Μπαουχάους χρησιμοποίησε την προκαταρκτική του τάξη για να μελετήσει προβλήματα σχεδίου και υλικών, την εμφάνισή τους και την εικαστική τους απόδοση. Από την δεκαετία του '40 και μετά, ωστόσο, αφιέρωσε τη διδασκαλία του και την ζωγραφική του σχεδόν αποκλειστικά στα χρωματικά οπτικά εφέ. Ενέπνευσε έτσι την αμερικανική πρωτοπορία του '60 και του '70, αποτελώντας τον προάγγελο της Οπ Αρτ. Η σειρά Φόρος τιμής στο τετράγωνο, την οποία δούλευε από το 1950 και μετά, αποτελεί την κορύφωση της καλλιτεχνικής του καριέρας.