Τι πρέπει να κάνει ένας άνδρας όταν δεν θέλει πια μια γυναίκα, είτε επειδή απλώς βαρέθηκε είτε για κάποιον πιο «ιδιαίτερο» λόγο;
Ο Μωπασσάν θέτει το ερώτημα σ’ ένα ιδιαίτερα χιουμοριστικό κείμενο – και, στη συνέχεια, ο καθένας απ’ τους ήρωες των διηγημάτων της συλλογής σκαρφίζεται τον δικό του τρόπο προκειμένου να χωρίσει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα, ανάλογα βέβαια με τα κίνητρά του.
Άλλος γιατί βρέθηκε σε ένα αδιέξοδο που δεν είχε προβλέψει, άλλος γιατί είχε θεοποιήσει το αντικείμενο του πόθου του και τώρα υποφέρει, άλλος γιατί η κοινωνική του θέση δεν του επιτρέπει την επισημοποίηση του εφήμερου δεσμού του, άλλος με εντελώς ταπεινά ελατήρια. Και υπάρχουν φυσικά κι εκείνοι που… επιστρέφουν!
Μα και οι γυναίκες, όταν αναγκάζονται να κάνουν πρώτες το αποφασιστικό βήμα, δεν υπολείπονται σε έμπνευση…
Ο Μωπασσάν πίστεψε βαθιά στον έρωτα και τον θεωρούσε μια από τις ελάχιστες πραγματικά μεγάλες απολαύσεις της ζωής, όπως φαίνεται καθαρά σε πολλά σημεία των έργων του. Ο έρωτας γι’ αυτό τον αμετανόητο μποέμ δεν είναι κακία, δεν είναι εκδίκηση, δεν είναι μίσος. Είναι κάτι πανέμορφο που, όπως όλα τα ωραία πράγματα στη ζωή, κάποτε κάνει τον κύκλο του και σε κεντρίζει να πας παρακάτω, να τον γνωρίσεις κάπως αλλιώτικα, αγκαλιά με κάποιον διαφορετικό σύντροφο.
«Δεν ξέρω άλλον συγγραφέα που να πίστευε το ίδιο ειλικρινά με τον Μωπασσάν πως καθετί καλό, πως όλο το νόημα της ζωής βρίσκεται στη γυναίκα, στον έρωτα, ούτε άλλον που να περιέγραψε τη γυναίκα και τον έρωτα με τέτοιο πάθος και απ’ όλες τις απόψεις {…}».
Λέων Τολστόι.Στο διήγημα ο Μωπασσάν καταθέτει: «Ο γάμος είναι κάτι απαραίτητο για να ζήσει η κοινωνία, αλλά δεν είναι στη φύση της ράτσας μας». Και αυτό συνεχίζει έχει συμβεί γιατί «έχουμε φτιάξει νόμους που αντιμάχονται τα ένστικτά μας, επειδή έτσι έπρεπε· αλλά τα ένστικτά μας είναι πάντα ισχυρότερα, και άδικα τους αντιστεκόμαστε, αφού πηγάζουν από τον Θεό, ενώ οι νόμοι πηγάζουν μόνο από τους ανθρώπους».
Ο έρωτας είναι μια φυσική διαδικασία και δεν θα πρέπει να κατακρίνεται ως παράνομη και παράτυπη, είναι οξυγόνο και κρατάει ζωντανό τον άνθρωπο χαρίζοντάς του στιγμές ξεγνοιασιάς.
Προσθέτει: «Ο γάμος κι ο έρωτας δεν έχουν καμία σχέση μεταξύ τους. Παντρευόμαστε για να κάνουμε οικογένεια και κάνουμε οικογένειες για να φτιάξουμε μία κοινωνία. Η κοινωνία δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το γάμο».
Δια στόματος του μαιτρ των κοινωνικών σκηνών και περιγραφών και των ηθογραφικών αναλύσεων Γκυ ντε Μωπασσάν, γίνεται επίσης αντιληπτό και εδώ έγκειται η διαφορά ανάμεσα σε αρσενικό και θηλυκό πως «η γυναικεία καρδιά διαφέρει πέρα για πέρα από την ανδρική. Εμείς, οι αληθινοί εραστές του ωραίου, λατρεύουμε τη γυναίκα κι όποτε επιλέγουμε προσωρινά μία γυναίκα, αποτίουμε φόρο τιμής στο φύλο τους εν γένει». Για αυτό, το θέμα της τέχνης του χωρισμού καθίσταται από τον Μωπασσάν ως μείζον και κυρίαρχο. Η γυναίκα δεν μπορεί να καταλάβει τον ρόλο κυνηγού που ο άνδρας επιτελεί και πως για αυτόν η τέχνη του χωρισμού είναι μία ιερή διέξοδος από τον ζυγό της δέσμευσης που του σιγοκαίει τα φτερά της πολιορκίας και κατά συνέπεια της κατάκτησης του επόμενου στόχου του.
Έτσι καλεί τους ειδικούς που αναλίσκονται στην συγγραφή ανέξοδων κειμένων να προχωρήσουν στο εξής: «Ιδού γιατί, αντί να γράφετε δοκίμια περί ηθικής που δε χρησιμεύουν σε κανέναν, ή να μεταφράζετε Οράτιο σε γαλλικούς στίχους, θα ήταν απείρως πιο πρακτικό να μας προσφέρετε ένα εμπεριστατωμένο εγχειρίδιο για την τέχνη του χωρισμού».
Η εικόνα του εξωφύλλου αυτής της ιδιαίτερης συλλογής διηγημάτων, είναι του πολύ σημαντικού Ούγγρου φωτογράφου Gyula Halász γνωστότερου ως Brassaï (1899-1984) που γοητεύτηκε από το Παρίσι και έμεινε σε αυτό μέχρι το τέλος της ζωής του για να αποτυπώσει με τον φωτογραφικό φακό, την αθέατη πλευρά της πολύβουης πόλης αφήνοντας πίσω του ευτυχώς, μια πλούσια και ανεκτίμητη σε αξία καλλιτεχνική κληρονομιά.
Gyula Halász - Brassaï (1899-1984)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου