H Joulia Kristeva γεννήθηκε το 1941 στη Βουλγαρία. Το 1966 μετοίκησε στο Παρίσι για να ολοκληρώσει τη διατριβή της πάνω στη γαλλική λογοτεχνία.
Θεωρητικός με παγκόσμια αναγνώριση, έχει ασχοληθεί με τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση, τη λογοτεχνία και την πολιτική θεωρία.
Σήμερα είναι καθηγήτρια στο Institut Universitaire de France και διδάσκει λογοτεχνία του 20ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο Paris VII - Denis Diderot των Παρισίων, καθώς και ως επισκέπτρια καθηγήτρια στα Πανεπιστήμια Columbia, Toronto και στη Newschool for Social Research της Νέας Υόρκης.
Το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Χόλμπεργκ για το σύνολο του έργου της και το 2006 με το Βραβείο Χάνα Άρεντ.
Η Χάννα Άρεντ (1906-1975), η Γερμανοεβραία φιλόσοφος και πολιτειολόγος, αφοσιώθηκε με το έργο της στη ζωή, το ύστατο αγαθό που απομένει μετά την κρίση των ιδεολογιών. Η ζωή που απειλείται, η ζωή που επιθυμούμε· αλλά ποια ζωή; Απέναντι στα στρατόπεδα των δύο ολοκληρωτισμών, του ναζισμού και του σταλινισμού, αντέταξε το όραμά της για μια πολιτική δράση που προσέφερε ένα καταφύγιο στην ξενότητα· μια πολιτική δράση που ορίζεται από τα εξής στοιχεία: γεννιέμαι, δίνω ζωή, συγκατατίθεμαι στη μοναδικότητα κάθε γέννησης, αναγεννιέμαι συνεχώς στη ζωή του πνεύματος. Η θεματική της ζωής, στην ευρύτητά της, προσανατολίζει τη σκέψη της Άρεντ στο σύνολο του έργου της, προσεγγίζοντας τόσο την πολιτική ιστορία όσο και την ιστορία της μεταφυσικής.
Η διακεκριμένη ψυχαναλύτρια και θεωρητικός της λογοτεχνίας Τζούλια Κρίστεβα σκιαγραφεί το πορτρέτο της γυναίκας που διερεύνησε την ουσία τόσο της πολιτικής όσο και της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως σημειώνει, ήταν ένα από τα πρόσωπα της εποχής μας που είχε κατακτήσει τον ευτυχή συγκερασμό του ζην και σκέπτεσθαι.
Την ώρα που ο κόσμος μας γίνεται ένα melting pot, τίθεται ένα ερώτημα που θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για την ηθική του 21ου αιώνα: Πώς είναι δυνατό να ζήσουμε μαζί με τους άλλους, χωρίς να τους απορρίψουμε ή να τους αφομoιώσουμε, αν δεν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε ξένοι μέσα στον εαυτό μας;
Το βιβλίο αυτό είναι μία πρόσκληση για να συλλογιστούμε τους τρόπους που διαθέτουμε για να ζήσουμε ως ξένοι ή μαζί με ξένους, ενώ, συγχρόνως, αναπαριστά τις τύχες του ξένου μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό: οι Έλληνες με τους "μετοίκους" τους και τους "βαρβάρους" τους, οι εβραίοι που θεμελιώνουν τη βασιλεία του Δαβίδ μέσω της μορφής της Ρουθ της Μωαβίτισσας, ο Απόστολος Παύλος που κηρύσσει το λόγο του Θεού ανάμεσα σε μετανάστες εργάτες, που θα γίνουν οι πρώτοι χριστιανοί, χωρίς να ξεχνάμε τον Ραμπελαί, τον Μονταίν, τον Έρασμο, τον Μοντεσκιέ, τον Ντιντερό, τον Καντ, τον Χέρντερ, αλλά και πιο πρόσφατα τον Καμύ και τον Ναμπόκοφ, που όλοι τους στοχάστηκαν πριν από μας πάνω στην υπέροχη και άθλια ζωή της ξενιτιάς. Στην καρδιά αυτού του κοσμοπολίτικου πεπρωμένου βρίσκονται τα Δικαιώματα του Ανθρώπου όπως τα διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση, που αρχικά τίμησε τους ξένους, πριν αρχίσει να ακονίζει το λεπίδι της πάνω στο λαιμό τους και σε αντίστιξη, ο ρομαντικός εθνικισμός που θα βρει την κατάληξή του μέσα στον ολοκληρωτισμό. Η "ανησυχητική ξενότητα" του Φρόυντ σφραγίζει αυτή τη διαδρομή προτείνοντας μια νέα ηθική: όχι "ενσωμάτωση" του ξένου, αλλά σεβασμό στην επιθυμία του να ζήσει διαφορετικά, πράγμα που συνδέεται με την από μέρους μας διεκδίκηση του δικαιώματος στη μοναδικότητα, αυτή την ύστατη συνέπεια των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του ανθρώπου.
Όταν με κάλεσαν να μιλήσω περί "Ψυχανάλυσης και πίστης", ένιωσα στην αρχή μια διάθεση να κάνω πίσω.
Ο συσχετισμός των δύο όρων και των δύο τομέων που αυτοί δηλώνουν, μοιάζει να συνεπάγεται τη συμφιλίωση ή την αντίθεσή τους, ενώ η ψυχανάλυση αντλεί απεναντίας την επιστημολογική της αξία και την πρακτική της αποτελεσματικότητα με τη διακήρυξη της αυτονομίας της.
[...] Ο αναλυτικός λόγος μιλάει για μια ανθρωπότητα που δέχεται να χάνει, για ν' αναγνωριστεί στην κατάσταση της καθαρής απώλειας και να ξεπληρώσει κατ' αυτό τον τρόπο τα χρέη της στον Παντοκράτορα, με σκοπό να συνάψει δεσμούς, έρωτες, εφήμερες και ελαφρές εγγυήσεις.
Θεωρητικός με παγκόσμια αναγνώριση, έχει ασχοληθεί με τη γλωσσολογία, την ψυχανάλυση, τη λογοτεχνία και την πολιτική θεωρία.
Σήμερα είναι καθηγήτρια στο Institut Universitaire de France και διδάσκει λογοτεχνία του 20ου αιώνα στο Πανεπιστήμιο Paris VII - Denis Diderot των Παρισίων, καθώς και ως επισκέπτρια καθηγήτρια στα Πανεπιστήμια Columbia, Toronto και στη Newschool for Social Research της Νέας Υόρκης.
Το 2004 τιμήθηκε με το Βραβείο Χόλμπεργκ για το σύνολο του έργου της και το 2006 με το Βραβείο Χάνα Άρεντ.
Η Χάννα Άρεντ (1906-1975), η Γερμανοεβραία φιλόσοφος και πολιτειολόγος, αφοσιώθηκε με το έργο της στη ζωή, το ύστατο αγαθό που απομένει μετά την κρίση των ιδεολογιών. Η ζωή που απειλείται, η ζωή που επιθυμούμε· αλλά ποια ζωή; Απέναντι στα στρατόπεδα των δύο ολοκληρωτισμών, του ναζισμού και του σταλινισμού, αντέταξε το όραμά της για μια πολιτική δράση που προσέφερε ένα καταφύγιο στην ξενότητα· μια πολιτική δράση που ορίζεται από τα εξής στοιχεία: γεννιέμαι, δίνω ζωή, συγκατατίθεμαι στη μοναδικότητα κάθε γέννησης, αναγεννιέμαι συνεχώς στη ζωή του πνεύματος. Η θεματική της ζωής, στην ευρύτητά της, προσανατολίζει τη σκέψη της Άρεντ στο σύνολο του έργου της, προσεγγίζοντας τόσο την πολιτική ιστορία όσο και την ιστορία της μεταφυσικής.
Η διακεκριμένη ψυχαναλύτρια και θεωρητικός της λογοτεχνίας Τζούλια Κρίστεβα σκιαγραφεί το πορτρέτο της γυναίκας που διερεύνησε την ουσία τόσο της πολιτικής όσο και της ανθρώπινης ύπαρξης. Όπως σημειώνει, ήταν ένα από τα πρόσωπα της εποχής μας που είχε κατακτήσει τον ευτυχή συγκερασμό του ζην και σκέπτεσθαι.
Την ώρα που ο κόσμος μας γίνεται ένα melting pot, τίθεται ένα ερώτημα που θα αποτελέσει τη λυδία λίθο για την ηθική του 21ου αιώνα: Πώς είναι δυνατό να ζήσουμε μαζί με τους άλλους, χωρίς να τους απορρίψουμε ή να τους αφομoιώσουμε, αν δεν αναγνωρίσουμε ότι είμαστε ξένοι μέσα στον εαυτό μας;
Το βιβλίο αυτό είναι μία πρόσκληση για να συλλογιστούμε τους τρόπους που διαθέτουμε για να ζήσουμε ως ξένοι ή μαζί με ξένους, ενώ, συγχρόνως, αναπαριστά τις τύχες του ξένου μέσα στον ευρωπαϊκό πολιτισμό: οι Έλληνες με τους "μετοίκους" τους και τους "βαρβάρους" τους, οι εβραίοι που θεμελιώνουν τη βασιλεία του Δαβίδ μέσω της μορφής της Ρουθ της Μωαβίτισσας, ο Απόστολος Παύλος που κηρύσσει το λόγο του Θεού ανάμεσα σε μετανάστες εργάτες, που θα γίνουν οι πρώτοι χριστιανοί, χωρίς να ξεχνάμε τον Ραμπελαί, τον Μονταίν, τον Έρασμο, τον Μοντεσκιέ, τον Ντιντερό, τον Καντ, τον Χέρντερ, αλλά και πιο πρόσφατα τον Καμύ και τον Ναμπόκοφ, που όλοι τους στοχάστηκαν πριν από μας πάνω στην υπέροχη και άθλια ζωή της ξενιτιάς. Στην καρδιά αυτού του κοσμοπολίτικου πεπρωμένου βρίσκονται τα Δικαιώματα του Ανθρώπου όπως τα διακήρυξε η Γαλλική Επανάσταση, που αρχικά τίμησε τους ξένους, πριν αρχίσει να ακονίζει το λεπίδι της πάνω στο λαιμό τους και σε αντίστιξη, ο ρομαντικός εθνικισμός που θα βρει την κατάληξή του μέσα στον ολοκληρωτισμό. Η "ανησυχητική ξενότητα" του Φρόυντ σφραγίζει αυτή τη διαδρομή προτείνοντας μια νέα ηθική: όχι "ενσωμάτωση" του ξένου, αλλά σεβασμό στην επιθυμία του να ζήσει διαφορετικά, πράγμα που συνδέεται με την από μέρους μας διεκδίκηση του δικαιώματος στη μοναδικότητα, αυτή την ύστατη συνέπεια των δικαιωμάτων και των καθηκόντων του ανθρώπου.
Όταν με κάλεσαν να μιλήσω περί "Ψυχανάλυσης και πίστης", ένιωσα στην αρχή μια διάθεση να κάνω πίσω.
Ο συσχετισμός των δύο όρων και των δύο τομέων που αυτοί δηλώνουν, μοιάζει να συνεπάγεται τη συμφιλίωση ή την αντίθεσή τους, ενώ η ψυχανάλυση αντλεί απεναντίας την επιστημολογική της αξία και την πρακτική της αποτελεσματικότητα με τη διακήρυξη της αυτονομίας της.
[...] Ο αναλυτικός λόγος μιλάει για μια ανθρωπότητα που δέχεται να χάνει, για ν' αναγνωριστεί στην κατάσταση της καθαρής απώλειας και να ξεπληρώσει κατ' αυτό τον τρόπο τα χρέη της στον Παντοκράτορα, με σκοπό να συνάψει δεσμούς, έρωτες, εφήμερες και ελαφρές εγγυήσεις.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου