Ο Karl Raimund Popper, κατά πολύ πλατιά εκτίμηση, συγκαταλέγεται στους μεγαλύτερους φιλοσόφους της εποχής μας και υπήρξε στοχαστής ισχυρότατης επιρροής. Γεννήθηκε το 1902 στη Βιέννη. Το 1937 μετανάστευσε από την Αυστρία και ανέλαβε πανεπιστημιακή διδασκαλία στη Νέα Ζηλανδία.
Το 1945 πολιτογραφήθηκε Βρετανός και από το 1946 ως το 1969 δίδαξε στο London School of Economics.
Το εκτεταμένο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει βιβλία άρθρα και δοκίμια που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα διαφορετικές γλώσσες.
Ο Popper, τακτικό και επίτιμο μέλος πολυάριθμων ακαδημιών και επιστημονικών επιτροπών, υπήρξε μεταξύ άλλων μέλος της βρετανικής Βασιλικής Εταιρίας, του Γαλλικού Ινστιτούτου, της Academia Nazionale dei Lincei και επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences.
Ως το θάνατό του, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1994, ζούσε αποτραβηγμένος σε ένα εξοχικό σπίτι στο Κένλεϋ, στα νότια του Λονδίνου.
Το 1945 πολιτογραφήθηκε Βρετανός και από το 1946 ως το 1969 δίδαξε στο London School of Economics.
Το εκτεταμένο συγγραφικό του έργο περιλαμβάνει βιβλία άρθρα και δοκίμια που έχουν μεταφραστεί σε τριάντα διαφορετικές γλώσσες.
Ο Popper, τακτικό και επίτιμο μέλος πολυάριθμων ακαδημιών και επιστημονικών επιτροπών, υπήρξε μεταξύ άλλων μέλος της βρετανικής Βασιλικής Εταιρίας, του Γαλλικού Ινστιτούτου, της Academia Nazionale dei Lincei και επίτιμο μέλος της American Academy of Arts and Sciences.
Ως το θάνατό του, στις 17 Σεπτεμβρίου του 1994, ζούσε αποτραβηγμένος σε ένα εξοχικό σπίτι στο Κένλεϋ, στα νότια του Λονδίνου.
Το CONJECTURES AND REFUTATIONS είναι ένα από τα πιο δημοφιλή έργα του Karl Popper, αξιοσημείωτο όχι μόνο για την ερευνα του τρόπου με τον οποίο παραγεται η επιστημονική γνώση, αλλά και για την εφαρμογή αυτών των γνώσεων στην πολιτική και στην ιστορία.
Παρέχει μία από τις θεμελιώδες ιδέες που καθοδήγησε το έργο του: όχι μόνο η γνώση μας, αλλά οι στόχοι και τα πρότυπα μας, αναπτύσσονται μέσα από μια ατελείωτη διαδικασία δοκιμής και σφάλματος.
Παρέχει μία από τις θεμελιώδες ιδέες που καθοδήγησε το έργο του: όχι μόνο η γνώση μας, αλλά οι στόχοι και τα πρότυπα μας, αναπτύσσονται μέσα από μια ατελείωτη διαδικασία δοκιμής και σφάλματος.
Αποσπασμα απο το βιβλιο.
"Αυτή η θεωρία, (της συνωμοσιας) είναι παρόμοια με αυτήν που εντοπίστηκε στον Όμηρο. Ολα όσα συνέβησαν στην πεδιάδα εξω απο την πολη της Τροίας, ήταν για τον Ομηρο μόνο μια αντανάκλαση των πολλαπλών συνωμοσιών των θεων, που σχεδιάστηκαν στον Όλυμπο.
Η θεωρία της συνωμοσίας είναι στην πραγματικότητα μια εκδοχή αυτού του πρωτογονου θεϊσμού, της πίστης, δηλαδή, σε θεότητες των οποίων η ιδιοτροπία ή η θέληση διέπουν τα πάντα. Είναι συνέπεια της ελλειψης αναφοράς στον Θεό και του συνακόλουθου ερωτήματος: «Ποιος είναι στη θέση του;».
Αυτη η θεση καταλαμβάνεται τωρα από πολλούς ισχυρούς άνδρες και ομάδες - απειλητικές ομάδες που ελεγχουν τα παντα, οι οποίες ειναι υπευθυνες όλων των κακών που υποφέρουμε ... Όταν οι θεωρητικοί των συνωμοσιων έρχονται στην εξουσία, η συνωμοσια παιρνει τον χαρακτηρα μιας θεωρειας που περιγραφει πραγματικά γεγονότα.
Για παράδειγμα, όταν ο Χίτλερ ανελαβε την εξουσία πιστεύοντας στον μύθο της συνωμοσίας των Σοφών Πρεσβύτερων της Σιών, προσπάθησε να μην μεινει εξω απ τα πραγματα με την αντι-συνωμοσία του ".
Η αρχή της διαψευσιμότητας
Μπορούμε, αν θέλουμε, να διακρίνουμε τέσσερα διαφορετικά στάδια κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματώνεται ο έλεγχος μιας θεωρίας. Υπάρχει, πρώτα, η λογική σύγκριση των συμπερασμάτων μεταξύ τους, με την οποία ελέγχεται η εσωτερική συνοχή του συστήματος. Κατά δεύτερο λόγο, πραγματοποιείται η διερεύνηση της λογικής μορφής της θεωρίας, που έχει ως αντικείμενο να προσδιορίσει αν η θεωρία θα αποτελούσε επιστημονική πρόοδο αν άντεχε στους διαφόρους ελέγχους μας. Τέλος, η θεωρία δοκιμάζεται με το να προχωρούμε σε εμπειρικές εφαρμογές των συμπερασμάτων τα ο ποία μπορούν να συναχθούν από αυτήν.
Ο σκοπός αυτού του τελευταίου είδους ελέγχου είναι να ανακαλυφθεί μέχρι ποιου σημείου οι νέες συνέπειες της θεωρίας -όποια και να είναι τα καινούρια στοιχεία των ι σχυρισμών της- ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πρακτικής, που προκύπτουν από καθαρά επιστημονικούς πειραματισμούς ή από συγκεκριμένες τεχνικές εφαρμογές. Εδώ, η διαδικασία ελέγχου εξακολουθεί να είναι παραγωγική. Με τη βοήθεια άλλων προτάσεων, που έχουμε αποδεχθεί από πριν, παράγουμε λογικά από τη θεωρία ορισμένες ενικές προτάσεις, που μπορούμε να αποκαλέσουμε «προβλέψεις» και που μπορούμε να ελέγξουμε ή να πραγματώσουμε εύκολα. Ανάμεσα σ’ αυτές επιλέγουμε εκείνες που βρίσκονται σε αντίφαση με τη θεωρία. Προσπαθούμε στη συνέχεια να αποφασίσουμε υπέρ ή κατά αυτών των προτάσεων που παραγάγαμε παραβάλλοντάς τες με τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών και των πειραμάτων.
Αν αυτή η απόφαση είναι θετική, δηλαδή, αν τα ενικά μας συμπεράσματα αποδειχθούν αποδεκτά, ή επαληθευθούν, η θεωρία έχει παροδικά περάσει τον έλεγχο: δεν βρήκαμε λόγους για να την απορρίψουμε. Αλλά, αν η απόφαση είναι αρνητική, ή με άλλα λόγια, αν τα συμπεράσματα διαψευσθούν, αυτή η διάψευση διαψεύδει εξίσου και την θεωρία, από την οποία έχει συναχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της παραγωγικής λογικής.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ πως μια απόφαση δεν μπορεί να στηρίξει μια θεωρία παρά μόνο για ορισμένο χρόνο, γιατί αρνητικές αποφάσεις μπορούν πάντα να την ανατρέψουν αργότερα.
Όσο μια θεωρία αντιστέκεται στους συστηματικούς και αυστηρούς ελέγχους και μια άλλη δεν την αντικαθιστά με τα πλεονεκτήματά της κατά την διάρκεια της προοδευτικής πορείας της επιστήμης, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η θεωρία έχει «δώσει τις αποδείξεις της» ή πως έχει «επιβεβαιωθεί».
(Κ. Popper, Λογική της επιστημονικής έρευνας, 1934)
Η θεωρία της συνωμοσίας είναι στην πραγματικότητα μια εκδοχή αυτού του πρωτογονου θεϊσμού, της πίστης, δηλαδή, σε θεότητες των οποίων η ιδιοτροπία ή η θέληση διέπουν τα πάντα. Είναι συνέπεια της ελλειψης αναφοράς στον Θεό και του συνακόλουθου ερωτήματος: «Ποιος είναι στη θέση του;».
Αυτη η θεση καταλαμβάνεται τωρα από πολλούς ισχυρούς άνδρες και ομάδες - απειλητικές ομάδες που ελεγχουν τα παντα, οι οποίες ειναι υπευθυνες όλων των κακών που υποφέρουμε ... Όταν οι θεωρητικοί των συνωμοσιων έρχονται στην εξουσία, η συνωμοσια παιρνει τον χαρακτηρα μιας θεωρειας που περιγραφει πραγματικά γεγονότα.
Για παράδειγμα, όταν ο Χίτλερ ανελαβε την εξουσία πιστεύοντας στον μύθο της συνωμοσίας των Σοφών Πρεσβύτερων της Σιών, προσπάθησε να μην μεινει εξω απ τα πραγματα με την αντι-συνωμοσία του ".
Η αρχή της διαψευσιμότητας
Μπορούμε, αν θέλουμε, να διακρίνουμε τέσσερα διαφορετικά στάδια κατά τη διάρκεια των οποίων πραγματώνεται ο έλεγχος μιας θεωρίας. Υπάρχει, πρώτα, η λογική σύγκριση των συμπερασμάτων μεταξύ τους, με την οποία ελέγχεται η εσωτερική συνοχή του συστήματος. Κατά δεύτερο λόγο, πραγματοποιείται η διερεύνηση της λογικής μορφής της θεωρίας, που έχει ως αντικείμενο να προσδιορίσει αν η θεωρία θα αποτελούσε επιστημονική πρόοδο αν άντεχε στους διαφόρους ελέγχους μας. Τέλος, η θεωρία δοκιμάζεται με το να προχωρούμε σε εμπειρικές εφαρμογές των συμπερασμάτων τα ο ποία μπορούν να συναχθούν από αυτήν.
Ο σκοπός αυτού του τελευταίου είδους ελέγχου είναι να ανακαλυφθεί μέχρι ποιου σημείου οι νέες συνέπειες της θεωρίας -όποια και να είναι τα καινούρια στοιχεία των ι σχυρισμών της- ανταποκρίνονται στις απαιτήσεις της πρακτικής, που προκύπτουν από καθαρά επιστημονικούς πειραματισμούς ή από συγκεκριμένες τεχνικές εφαρμογές. Εδώ, η διαδικασία ελέγχου εξακολουθεί να είναι παραγωγική. Με τη βοήθεια άλλων προτάσεων, που έχουμε αποδεχθεί από πριν, παράγουμε λογικά από τη θεωρία ορισμένες ενικές προτάσεις, που μπορούμε να αποκαλέσουμε «προβλέψεις» και που μπορούμε να ελέγξουμε ή να πραγματώσουμε εύκολα. Ανάμεσα σ’ αυτές επιλέγουμε εκείνες που βρίσκονται σε αντίφαση με τη θεωρία. Προσπαθούμε στη συνέχεια να αποφασίσουμε υπέρ ή κατά αυτών των προτάσεων που παραγάγαμε παραβάλλοντάς τες με τα αποτελέσματα των πρακτικών εφαρμογών και των πειραμάτων.
Αν αυτή η απόφαση είναι θετική, δηλαδή, αν τα ενικά μας συμπεράσματα αποδειχθούν αποδεκτά, ή επαληθευθούν, η θεωρία έχει παροδικά περάσει τον έλεγχο: δεν βρήκαμε λόγους για να την απορρίψουμε. Αλλά, αν η απόφαση είναι αρνητική, ή με άλλα λόγια, αν τα συμπεράσματα διαψευσθούν, αυτή η διάψευση διαψεύδει εξίσου και την θεωρία, από την οποία έχει συναχθεί σύμφωνα με τους κανόνες της παραγωγικής λογικής.
Πρέπει να σημειωθεί εδώ πως μια απόφαση δεν μπορεί να στηρίξει μια θεωρία παρά μόνο για ορισμένο χρόνο, γιατί αρνητικές αποφάσεις μπορούν πάντα να την ανατρέψουν αργότερα.
Όσο μια θεωρία αντιστέκεται στους συστηματικούς και αυστηρούς ελέγχους και μια άλλη δεν την αντικαθιστά με τα πλεονεκτήματά της κατά την διάρκεια της προοδευτικής πορείας της επιστήμης, μπορούμε να πούμε ότι αυτή η θεωρία έχει «δώσει τις αποδείξεις της» ή πως έχει «επιβεβαιωθεί».
(Κ. Popper, Λογική της επιστημονικής έρευνας, 1934)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου