Θὰ γυρίσει ἀλλοῦ τὶς χαρακιὲς
Τῆς παλάμης, ἡ Μοίρα, σὰν κλειδοῦχος
Μιὰ στιγμὴ θὰ συγκατατεθεῖ ὁ Καιρὸς
Πῶς ἀλλιῶς, ἀφοῦ ἀγαπιοῦνται οἱ ἄνθρωποι
Θα παραστήσει ὁ οὐρανὸς τὰ σωθικὰ μας
Καὶ θὰ χτυπήσει τὸν κόσμο ἡ ἀθωότητα
Μὲ τὸ δριμὺ τοῦ μαῦρου τοῦ θανάτου.
Σβυσμένες ὅλες οἱ φωτιὲς οἱ πλάστρες μεσ’ στὴ Χώρα.
Στὴν ἐκκλησιά, στὸν κλίβανο, στὸ σπίτι, στ’ ἀργαστήρι,
παντοῦ, στὸ κάστρο, στὴν καρδιὰ, τ’ ἀποκαΐδια, οἱ στάχτες.
Πάει κι ὁ ψωμάς, πάει κι ὁ χαλκιάς, πάει κ’ ἡ γυναίκα, πᾶνε
τὰ παλληκάρια, οἱ λειτουργοί, καὶ τοῦ ρυθμοῦ οἱ τεχνίτες,
τοῦ Λόγου κι οἱ προφῆτες.
Ἀνοῖχτε στὰ τραπέζι’ ἁπλοχωριὰ
γιὰ τὴν ὠριά,
ποὺ μὲ τ’ ἁψὸ
κορμὶ θὰ πεταχτεῖ τὸ μελαψὸ
χορεύοντας· κι ἀπὰ στὰ φιδωτὰ
ψηφιδωτὰ
ἁπλῶστε, ὢ νιὰ
σκλαβόπουλα, τὰ φρέσκα γιασεμιά.
Καὶ φέρε σὲ κροντήρι ξομπλιαστὸ
κρασὶ λιαστὸ
κι ἄλλο κρασί,
μὲ τὰ μικρὰ τὰ δαχτυλάκια ἐσύ.
Ἡ ἀγάπη εἶναι ὁ φόβος ποὺ μᾶς ἑνώνει μὲ τοὺς ἄλλους.
Ὅταν ὑπόταξαν τὶς μέρες μας καὶ τὶς κρεμάσανε σὰ δάκρυα
Ὅταν μαζί τους πεθάνανε σὲ μιὰν οἰκτρὴ παραμόρφωση
Τὰ τελευταῖα μας σχήματα τῶν παιδικῶν αἰσθημάτων
Καὶ τί κρατᾶ τάχα τὸ χέρι ποὺ οἱ ἄνθρωποι δίνουν;
Ποτάμι τρέχει ἡ Ἀγάπη καὶ ὅσο τρέχει
Πληθαίνει καὶ στ’ ὁλόγλυκό της ρέμα
Δείχνει τῆς εὐτυχιᾶς τὸ οὐράνιο ψέμα
Καὶ ὁ δρόμος της, θαρρεῖς, σωμὸ δὲν ἔχει.
Μὰ μπροστὰ της χωρὶς νὰ τὸ παντέχη
Τοῦ πόνου ἡ πικροθάλασσα στὸ βλέμμα
Ἁπλόνεται γεμάτη δάκρυα κ’ αἷμα,
Καὶ τὰ πάντα ρουφάει, τὰ πάντα βρέχει.
Χρυσομάννα, ἐμαράθηκαν τὰ φύλλα
Καὶ χειμώνας πλακόνει· σὲ θωράω
Κατάματα μὲ τρόμου ἀνατριχίλα.
Καὶ σέναν’ ἀλαφιάζεται τὸ πρᾶο
Ἄρρωστο ἀνάβλεμμά σου, σὰ νὰ ἐρώτα:
Θὰ χαροῦμε ἄλλην ἄνοιξη σὰν πρῶτα;
Καθὼς σὲ βλέπω ἀκίνητο
Μὲ τοῦ Ἀκρίτα τ’ ἄλογο καὶ τὸ κοντάρι τ’ Ἁι-Γιωργιοῦ νὰ ταξιδεύεις
στὰ χρόνια,
Μπορῶ νὰ βάλω κοντά σου,
Σ’ αὐτὲς τὶς σκοτεινὲς μορφὲς ποὺ θὰ σὲ παραστέκουν αἰώνια
Ὥσπου μιὰ μέρα νὰ σβηστεῖς καὶ σὺ παντοτινὰ μαζί τους
Ὥσπου νὰ γίνεις πάλι μιὰ φωτιὰ μὲς στὴ μεγάλη Τύχη ποὺ σὲ γέννησε...
Τὸ ποίημα παντοδύναμο,
σὰν μυθικὸς ποταμός,
γενάτο,
μὲ τὰ φυσεκλίκια σταυρωτά,
κατεβαίνει κορνάροντας
καὶ λιγώνει τὶς ἀγαπητικές.
Κι ὁ ποιητὴς
ποὺ ἐρωτεύτηκες στὰ δεκαοχτώ σου,
δὲν ὑπάρχει πιά,
γιατί ὑπάρχω θὰ πεῖ
ἔχω σπίτι στὴν Κυψέλη,
ποῦ θὰ πᾶτε τὸ σαββατοκύριακο
ἢ ἀπὸ δῶ ἡ κυρία μου.
Κάτι τύποι, ψηλὰ στὶς ἐξέδρες,
κάνουνε κόλπα μὲ χρωματιστὰ μαντίλια,
ὅπως παλιὰ οἱ κομπογιανίτες
μὲ τὸ κάρο
σοῦ βγάζαν τὸ γερό σου δόντι
γιὰ δυὸ τάλιρα.
Πίσω ἀπὸ ἁπλᾶ πράγματα κρύβομαι γιὰ νὰ μὲ βρεῖτε.
ἂν δὲ μὲ βρεῖτε, θὰ βρεῖτε τὰ πράγματα,
θ’ ἀγγίξετε ἐκεῖνα ποὺ ἄγγιξε τὸ χέρι μου,
θὰ σμίξουν τὰ χνάρια τῶν χεριῶν μας.
Τὸ αὐγουστιάτικο φεγγάρι γυαλίζει στὴν κουζίνα
σὰ γανωμένο τεντζέρι (γι’ αὐτὸ ποὺ σᾶς λέω γίνεται ἔτσι)
φωτίζει τ’ ἄδειο σπίτι καὶ τὴ γονατισμένη σιωπή του σπιτιοῦ –
πάντα ἡ σιωπὴ μένει γονατισμένη.
Ἡ κάθε λέξη εἶναι μιὰ ἔξοδος
γιὰ μιὰ συνάντηση, πολλές φορές ματαιωμένη,
καὶ τότε εἶναι μιὰ λέξη ἀληθινή, σὰν ἐπιμένει στὴ συνάντηση.
Πέντε λόγια εἶπαν στὸ βάρβαρο Πρέσβυ οἱ Λακεδαιμόνιοι.
Ὅμως αὐτὰ ἄρκεσαν γιὰ εἰκοσιπέντε αἰῶνες.
Ὅμως αὐτὰ ἄρκεσαν γιὰ εἰκοσιπέντε αἰῶνες.
Τὸ χαλινάρι εἶναι ἀβάσταχτο ὅταν τὸ ἄλογο τεντώνεται νὰ πεταχτεῖ μὲ ὁρμὴ μπροστά.
Ὅμως ὁ καβαλάρης, ξέρει πὼς ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοῦ χεριοῦ του κρέμεται ἡ ζωή του.
Ὅμως ὁ καβαλάρης, ξέρει πὼς ἀπὸ τὴν ἀντοχὴ τοῦ χεριοῦ του κρέμεται ἡ ζωή του.
Μονάχος σου, σὲ ἀψηλὸ χωριὸ ἀπομονωμένος,
δίχως μάνα νὰ σοῦ καρικώνει τὶς κάλτσες, δίχως φίλους
γιὰ βόλτα,
τότε θὰ νιώσεις πὼς ὅ,τι πῆρες – πῆρες· τώρα πρέπει νὰ
δώσεις·
κι ἂν ἔχεις πολλά, πολλὰ θὰ δώσεις· ἂν λίγα,
σκέψου τὶς ὦρες ποὺ σπατάλησες ἐδῶ κι ἐκεῖ.
Παρ’ ὅλες τὶς τυχὸν ἐπιφυλάξεις μου, σὲ συμβουλεύω
νὰ τὴν κρατήσεις τὴν ἁγνότητά σου. Βέβαια,
εἶναι ὀδυνηρὴ ἡ ἐγκράτεια, ὅταν μάλιστα
ἡ φαντασία ὀργιάζει· ὅμως, ἂν θέλεις
τοῦ κόσμου τὴν ἐκτίμηση, ὅλο καὶ πρέπει
νὰ ὁλοκληρώνεσαι στὴ στέρηση.
Ὑπάρχουν ἄνθη ποὺ μοιάζουνε μὲ τὰ χέρια
τὰ δάχτυλά τους ψαύουν κι εὐωδιάζουν.
Ἡ θάλασσα κρυφομιλᾶ καὶ πλέχει
Καμιὰ φορὰ σηκώνεται κι οὐρλιάζει
Μὰ πάντοτε τὰ ὕδατά της παραμένουν
Θάλασσα τῆς θαλάσσης.
Οἱ λογισμοὶ τῆς ἡδονῆς εἶναι πουλιὰ
Ποὺ νύχτα-μέρα διασχίζουν τὸν ἀέρα.
Εἶναι τὰ βλέφαρά μου διάφανες αὐλαῖες
Ὅταν τ’ ἀνοίγω βλέπω ἐμπρός μου ὅ,τι κι ἂν τύχει
Ὅταν τὰ κλείνω βλέπω ἐμπρός μου ὅ,τι ποθῶ.
Τὸν ἀγάπησε γιατί εἶχε μαῦρα μάτια
Καὶ τὰ μάτια του πέταγαν σπίθες.
Τὴν ἀγάπησε γιατί μιὰ πλεξούδα χρυσὴ τῶν μαλλιῶν της
Κυμάτιζε πάνω στὸ μέτωπό της.
Σμίξανε τὰ βήματά τους
Σμίξανε τὶς ψυχὲς καὶ τὰ σώματα.
Μιὰ πυρκαγιὰ τότε φούντωσε
Ποὺ δὲν μποροῦσε νὰ σβήσει
Παρὰ μονάχα στὴ στάκτη.
Τί ὡραῖα ὅμως ποὺ ἔτρεχαν οἱ φλόγες κατὰ μῆκος
τοῦ οὐρανοῦ.
Τί ὡραῖα ποὺ λαφυραγωγοῦσαν τὸ σκοτάδι.
Σὰν σώματα ὡραῖα νεκρῶν ποὺ δὲν ἐγέρασαν
καὶ τἄκλεισαν, μὲ δάκρυα, σὲ μαυσωλεῖο λαμπρό,
μὲ ρόδα στὸ κεφάλι καὶ στὰ πόδια γιασεμιὰ –
ἒτσ’ ἡ ἐπιθυμίες μοιάζουν ποὺ ἐπέρασαν
χωρὶς νὰ ἐκπληρωθοῦν· χωρὶς ν’ ἀξιωθεῖ καμιὰ
τῆς ἡδονῆς μιὰ νύχτα, ἢ ἕνα πρωΐ της φεγγερό.
Οἱ στίχοι, σὰν τὰ παιδιά.
Μέσα στὰ σπλάχνα μεγαλώνουν μὲ μυστικοὺς θορύβους,
πονᾶνε μέσα σου, ἀρρωσταίνουν,
παίρνουν ἀπρόσμενα τ’ ἀνάστημά τους,
μιὰ μέρα σηκώνουνε κεφάλι
ἐνάντια σὲ σένα ποὺ τοὺς γέννησες,
ὅσο νὰ φύγουν κάποτε ὁριστικὰ
καὶ νὰ μὴν εἶναι πιὰ δικοί σου μόνο.
Βρέχει… Κι ὅμως λυποῦμαι νὰ σᾶς τὸ πῶ: ἦταν, νά, ἕνα σπίτι, ἕνα μεγάλο θεώρατο σπίτι. Ἤτανε ἔρημο. Δὲν εἶχε κανένα παράθυρο, κι εἶχε ὅλο μπαλκόνια καὶ μιὰ μεγάλη καπνοδόχο. Ἐκεῖ καθόταν μιὰ κοπέλλα δίχως μάτια, ποὺ ἀντὶς γιὰ φωνὴ εἶχε ἕνα λουλούδι. Μὲ ρώτησε:
-Μὰ τὶ εἴχατε καὶ καρφώνατε, ἔτσι, σhήμερις ἀπὸ τὸ πρωΐ;
-Ἂ, τίποτες… τίποτες. Μιλοῦσα μὲ τὸν Ὄμηρο.
-Μὲ τὸν Ὄμηρο τὸν ποιητή;
-Ναί, μὲ τὸν Ὄμηρο τὸν ποιητή, καὶ μ’ ἕναν ἄλλο Ὄμηρο, ἀπ’ τη Μοσχόπολη αὐτὸς, ποὺ ἔζησε ὅλη του τὴ ζωὴ πάνου στὰ δέντρα σὰν πουλί, κι ὅμως ἤτανε γνωστός σὰν «ἄνθρωπος τοῦ γιοφυριοῦ» στὶς γειτονιὲς κοντὰ στὴ λίμνη.
Σπάνια ἀγκαλιάζεις
σπάνια φοβᾶσαι
τὸ θάνατο τόσο πολὺ
ὅσο ὅταν στὰ χέρια σου
ὁ ἔρωτας
γίνεται τὸ σκῆπτρο
τῆς κοσμικῆς ἐξουσίας
Δεν πρέπει πάντα η φιλοσοφια να φαίνεται εύκολη, μερικές φορές πρέπει να είναι δύσκολη, αλλά δεν γράφεται πουθενά ότι για να φιλοσοφήσουμε είναι απαραίτητο να μιλήσουμε δύσκολα. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου