Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Ο τρίτος πόλεμος για την ανεξαρτησία: η κατάκτηση του Βένετο (1866) και της Ρώμης (1870)

Η ένταξη στο Ιταλικό Κράτος όσων περιοχών είχαν μείνει έξω από τα όρια της Ιταλίας (η Ρώμη και το Λάτιο, το Βένετο, το Τρεντίνο και η Βενέτσια-Τζούλια) υπήρξε σταθερός στόχος των κοινοβουλευτικών ομάδων τόσο της Δεξιάς όσο και της Αριστεράς. Το βασικό πρόβλημα ως προς τη Ρώμη ήταν η άρνηση του πάπα να παραιτηθεί από την εδαφική του κυριαρχία στο Λάτιο, την οποία θεωρούσε βασική προϋπόθεση για να μπορεί να ασκεί το οικουμενικό του αξίωμα. Οι σχέσεις του πάπα Πίου Θ΄ με τις ιταλικές κυβερνήσεις βρίσκονταν εξάλλου σε ένταση ήδη από το 1861, εξαιτίας της κατάκτησης από τους Ιταλούς διαφόρων παπικών εδαφών.

Ανάλογη στάση τηρούσε μεγάλο μέρος του κλήρου, που στις αγροτικές ιδίως περιοχές ασκούσε μεγάλη επιρροή, καθώς, πέραν του θρησκευτικού τους ρόλου, οι περισσότεροι ιερείς είχαν την ιδιότητα και των δασκάλων. Επιπλέον πρόβλημα συνιστούσε η προστασία που πρόσφεραν στο Κράτος της Εκκλησίας οι Γάλλοι, οι οποίοι, εκτός από προνομιακοί οικονομικοί εταίροι των Ιταλών, ενεργούσαν και ως εγγυητές της ακεραιότητας του Κράτους της Εκκλησίας, όπου συντηρούσαν ένα στρατιωτικό σώμα.

Για την ολοκλήρωση της εδαφικής ενοποίησης της Ιταλίας ήταν σύμφωνες όλες οι πολιτικές δυνάμεις,
χωρίς ωστόσο να συμφωνούν στον τρόπο με τον οποίο θα υλοποιούσαν αυτό το σχέδιο. Οι μετριοπαθείς φιλελεύθεροι που κυβερνούσαν την Ιταλία επιθυμούσαν η προσάρτηση αυτών των περιοχών να γίνει σταδιακά, με τη βοήθεια της διπλωματίας και τη συνεννόηση με ξένες δυνάμεις, χωρίς να έλθουν σε σύγκρουση με τους Αυστριακούς και τους Γάλλους.

Ως κληρονόμοι της πολιτικής του Καβούρ, εμπνευστή της φόρμουλας για «ελεύθερη εκκλησία σε ελεύθερο κράτος» (libera Chiesa in libero Stato), που αγωνίστηκε μέχρι τον θάνατό του για έναν συμβιβασμό με την Αγία Έδρα, οι φιλελεύθεροι αποδέχονταν τον διαχωρισμό του ρόλου της Εκκλησίας από εκείνον της πολιτικής εξουσίας.

Πιστοί σε αυτό το πνεύμα, τόσο ο Καβούρ, πριν από την ίδρυση του Ιταλικού Κράτους, όσο και ο διάδοχός του Μπεττίνο Ρικαζόλι από το 1861 κ.εξ., επιδίωξαν να έλθουν σε συνεννόηση με τον πάπα Πίο Θ΄. Του εγγυήθηκαν πλήρη ελευθερία στην άσκηση των λατρευτικών του καθηκόντων και του ζήτησαν, σε αντάλλαγμα, να αρνηθεί την κοσμική του εξουσία και να αναγνωρίσει το Ιταλικό Κράτος.

Η αποτυχία αυτής της προσέγγισης, λόγω της επίμονης άρνησης του πάπα, που λίγο καιρό αργότερα θα αμφισβητούσε και τις αξίες του φιλελευθερισμού, επέτρεψε να δοκιμαστούν διάφορες πολιτικές επιλογές. Με παρότρυνση του βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε Β΄ ο πρωθυπουργός Ουρμπάνο Ρατάτσι ενθάρρυνε, ανεπίσημα, μια πρωτοβουλία των δημοκρατικών. 

Ο λόγος δόθηκε στον Γκαριμπάλντι, που εγκατέλειψε την απομόνωσή του στο νησί Καπρέρα και τον Ιούνιο του 1862 έφτασε στη Σικελία, όπου διατηρούσε ακόμη την καλή του φήμη. Εκεί, με την ανοχή των τοπικών αρχών, συγκέντρωσε στρατό από χίλιους περίπου εθελοντές, που προέρχονταν από διάφορα σημεία της Ιταλίας, και πέρασε στην Καλαβρία με μοναδικό στόχο την κατάκτηση του
Παπικού Κράτους.

Ο αυτοκράτορας της Γαλλίας Ναπολέων Γ΄ αντέδρασε άμεσα και βίαια σε αυτές τις κινήσεις και ανάγκασε τον βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε Β΄ αφενός να καταδικάσει και αφετέρου να εμποδίσει την επιχείρηση του Γκαριμπάλντι. Αν και υπέρμαχος της ιταλικής ανεξαρτησίας, δεν μπορούσε να αποδεχτεί την κατάλυση του Κράτους της Εκκλησίας και την υποβάθμιση των εξουσιών του ποντίφικα, με τον οποίο, εκτός των άλλων, διατηρούσε και συγγενική σχέση (ο ποντίφικας ήταν νονός του αυτοκρατορικού πρίγκιπα).

Μπροστά στην άρνηση του Γκαριμπάλντι να διακόψει την πορεία του προς τη Ρώμη, ο Ρατάτσι αναγκάστηκε να κινητοποιήσει τον ιταλικό στρατό. Στη σύντομη σύγκρουση που ακολούθησε στις 29 Αυγούστου 1862 στο όρος Ασπρομόντε της Καλαβρίας υπήρξαν τραυματίες και νεκροί. Ο ίδιος ο Γκαριμπάλντι τραυματίστηκε στο πόδι, συνελήφθη, φυλακίστηκε στο Βαρινιάνο, αποφυλακίστηκε λίγες εβδομάδες αργότερα, μετά από γενικευμένη αμνηστία, και επέστρεψε στην Καπρέρα.

Τα γεγονότα του Ασπρομόντε προξένησαν μεγάλη εντύπωση στην κοινή γνώμη. Η κυβέρνηση βρέθηκε απέναντι στο λαϊκό αίσθημα και ο Ρατάτσι αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο διάδοχός του Μάρκο Μινγκέττι (1862-1864) επανήλθε στο ζήτημα της Ρώμης δύο χρόνια αργότερα. Επιχειρώντας να επαναπροσεγγίσει τον Ναπολέοντα Γ΄, έφερε στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων την περίφημη
συμφωνία του Σεπτεμβρίου (15/9/1864). Οι όροι αυτής της συμφωνίας προέβλεπαν ότι η Γαλλία θα απέσυρε εντός δύο ετών τα στρατεύματά της από την Αιώνια Πόλη, ενώ η ιταλική κυβέρνηση θα αναλάμβανε την άμυνα και την ακεραιότητα του Παπικού Κράτους.

Ένα από τα μυστικά άρθρα της συμφωνίας ρύθμιζε τα ζητήματα της μεταφοράς της πρωτεύουσας από το Τορίνο σε μια άλλη πόλη, εκτός της Ρώμης. Η πόλη που τελικά επελέγη ήταν η Φλωρεντία, που έγινε πρωτεύουσα του Ιταλικού Κράτους τον Ιούνιο του 1865, στη διάρκεια της πρωθυπουργίας του στρατηγού Λα Μάρμορα. Οι Γάλλοι είχαν την ικανοποίηση ότι είχαν δεσμεύσει την Ιταλία στον σεβασμό της ακεραιότητας του Παπικού Κράτους.

Οι Ιταλοί από τη δική τους πλευρά θεώρησαν  επιτυχία την προσδοκώμενη απομάκρυνση των Γάλλων από τη Ρώμη. Οι αντιδράσεις, ωστόσο, στο εσωτερικό της χερσονήσου υπήρξαν έντονες. Από τη μια οι δημοκρατικοί εκλάμβαναν αυτή την απόφαση ως οριστική εγκατάλειψη της ιδέας για την απελευθέρωση της Ρώμης, ενώ από την άλλη η αστική τάξη του Πιεμόντε διαφωνούσε με τη μεταφορά της πρωτεύουσας για λόγους τόσο τοπικιστικούς, συνδεδεμένους με το γόητρο της πόλης τους, όσο και οικονομικούς, εξαιτίας της ζημιάς που θα υφίστατο η πόλη του Τορίνου από την πτώση της τιμής των ακινήτων και από όσες άλλες οικονομικές απώλειες συνεπαγόταν η απώλεια της ιδιότητας της πρωτεύουσας.

Την ίδια στιγμή ο πάπας Πίος Θ΄ έδειχνε να σκληραίνει τη στάση του, αρνούμενος να αποδεχθεί όχι μόνο τις αξιώσεις του Ιταλικού Κράτους, το οποίο συνέχιζε να μην αναγνωρίζει διπλωματικά, αλλά και τις εξελίξεις στις κοινωνίες της εποχής του στα πεδία της πολιτικής και της επιστήμης, τις οποίες (εξελίξεις) θεωρούσε ασύμβατες με τα δόγματα της πίστης. Το 1864 δημοσίευσε τον Sillabo ή «Kατάλογο των κύριων σφαλμάτων της εποχής μας» (Catalogo dei principali errori del nostro tempo), μια συλλογή 80 θέσεων της σύγχρονής του σκέψης, τις οποίες ο πάπας καταδίκαζε ως αντίθετες προς το χριστιανικό δόγμα.

Η αντίδραση για τις απόψεις του πάπα υπήρξε γενικευμένη και μετουσιώθηκε σ’ ένα εκτεταμένο αντικληρικαλιστικό ρεύμα που διαδόθηκε σε ολόκληρη την Ευρώπη και τελικά απομόνωσε την Αγία Έδρα σε διπλωματικό επίπεδο. Παρά την ένταση των αντιδράσεων, το 1869 η σύνοδος του Λατερανού προχώρησε ακόμη περισσότερο, διακηρύσσοντας το δόγμα του «αλάθητου του πάπα για θέματα πίστης και ηθών» όταν μιλάει «από καθέδρας».

Η απελευθέρωση του Βένετο (1866)

Ενώ το ζήτημα της Ρώμης φαινόταν να έχει φτάσει σε τέλμα, το 1866 οι Ιταλοί βρέθηκαν μπροστά σε μια μεγάλη ευκαιρία, τη σύναψη μιας συμμαχίας με τους Πρώσους εναντίον της Αυστρίας, που θα τους έδινε ελπίδες για την απελευθέρωση του Βένετο. O βασιλιάς της Πρωσίας Γουλιέλμος Α΄ (1861-1888), έχοντας τη συμπαράσταση του καγκελαρίου Βίσμαρκ, επιδίωξε τη συνεργασία των Ιταλών, προκειμένου να περιορίσει την επιρροή της Αυστρίας στη Γερμανική Συνομοσπονδία. Το σύμφωνο που υπέγραψαν ο Βίσμαρκ και ο στρατηγός Λα Μάρμορα προέβλεπε την εμπλοκή των Ιταλών σ’ έναν πόλεμο των Πρώσων εναντίον των Αυστριακών, με αντάλλαγμα, σε περίπτωση νίκης, την παραχώρηση του Βένετο στους Ιταλούς.

Με αυτούς τους όρους ξεκίνησε ο τρίτος πόλεμος για την ανεξαρτησία της Ιταλίας. Η έναρξή του τοποθετείται χρονικά στις 6 Ιουνίου 1866, όταν η Πρωσία επιτέθηκε στην Αυστρία, ακολουθούμενη από την Ιταλία. Τα ιταλικά όπλα υπέστησαν συντριπτικές ήττες τόσο στην ξηρά, στην Κουστότσα στις 24 Ιουνίου, όσο και στη θάλασσα, στη Λίσσα της Δαλματίας στις 20 Ιουλίου, και σώθηκαν μόνο χάρη στη νίκη των Πρώσων στη Σάντοβα (3 Ιουλίου).

Οι αντιδράσεις για την ανεπάρκεια του ιταλικού εθνικού στρατού, παρά την αριθμητική του υπεροχή στο πεδίο της μάχης, προκάλεσαν την κινητοποίηση των δημοκρατικών που άσκησαν έντονη κριτική στην κυβέρνηση και τη μοναρχία.

Την τιμή των ιταλικών όπλων ανέλαβε να σώσει ξανά ο Γκαριμπάλντι, που νίκησε τους Αυστριακούς στην Μπετζέκκα (21 Ιουλίου) και στόχευσε κατευθείαν στο Τρέντο. Αναγκάστηκε όμως να ανακόψει την πορεία του, καθώς άρχισαν οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στην Αυστρία και την Ιταλία, που
κατέληξαν στην υπογραφή της ανακωχής της 26ης Ιουλίου 1866.

Μετά την τελική επικράτηση των Πρώσων επί των Αυστριακών η συνθήκη ειρήνης της Βιέννης (3 Οκτωβρίου 1866) επιβεβαίωσε το τέλος του πολέμου. Κατά την εφαρμογή των όρων αυτής της συνθήκης η Αυστρία παραχώρησε το Βένετο στον Ναπολέοντα Γ΄, ο οποίος με τη σειρά του το παρέδωσε στην Ιταλία. Παρά τις ταπεινωτικές επιδόσεις των Ιταλών στο πεδίο της μάχης, τις οποίες τόνισαν ιδιαίτερα οι Αυστριακοί, το πρόβλημα του Βένετο λύθηκε, έστω και κατά το ήμισυ, καθώς το Τρέντο και η Βενέτσια-Τζούλια θα εξακολουθούσαν να βρίσκονται στην κατοχή της Αυστρίας.

Η απελευθέρωση της Ρώμης

Το άλλο μεγάλο ζήτημα που επρόκειτο να λυθεί με τα όπλα, χάρη σε μια διεθνή συγκυρία εξίσου ευνοϊκή για τους Ιταλούς, ήταν εκείνο της Ρώμης, που προοριζόταν για πρωτεύουσα του νέου βασιλείου. Η επάνοδος του Ρατάτσι στην πρωθυπουργία το 1867 συνοδεύτηκε από την εκ νέου υιοθέτηση από την κυβέρνηση της διφορούμενης πολιτικής απέναντι στην Αγία Έδρα, από την επανακινητοποίηση του Γκαριμπάλντι και από την επανάληψη γεγονότων ανάλογων με όσα είχαν συμβεί στο Ασπρομόντε το 1862.

Ο Γκαριμπάλντι, με την ανεπίσημη ενθάρρυνση της κυβέρνησης, το καλοκαίρι του 1867 στρατολόγησε
εθελοντές στην Τοσκάνη και επιχείρησε να περάσει τα σύνορα του Παπικού Κράτους. Το σχέδιό του συνίστατο στην οργάνωση μιας εξέγερσης στη Ρώμη, με πρωτοβουλία των αδελφών Ενρίκο και Τζοβάννι Καϊρόλι,  που θα προετοίμαζε τη δική του είσοδο στην πόλη. Ο ολιγάριθμος στρατός των Καϊρόλι ανεκόπη χωρίς δυσκολία από τον παπικό στρατό στη Βίλλα Γκλόρι (23 Οκτωβρίου).

Δύο μέρες μετά ο Γκαριμπάλντι κατόρθωσε να διαβεί τα σύνορα του Παπικού Κράτους και να συντρίψει τις παπικές δυνάμεις στο Μόντε Ροτόντο (25 Οκτωβρίου).

Ο Ναπολέων Γ΄, υπό την πίεση των καθολικών της Γαλλίας, κινητοποίησε μια γαλλική μεραρχία
με επικεφαλής τον στρατηγό ντε Φαϊγί, η οποία συνέτριψε τον στρατό του Γκαριμπάλντι στη Μεντάνα και τον ανάγκασε να συνθηκολογήσει (3 Νοεμβρίου 1867). Στη μάχη αυτή οι Γάλλοι χρησιμοποίησαν για πρώτη φορά έναν νέο τύπο τουφεκιού, τα λεγόμενα σασεπώ, σκορπώντας τον εθελοντικό στρατό του Γκαριμπάλντι.

Αν εξαιρέσει κανείς τις οδυνηρές συνέπειες της πρώτης σύγκρουσης Ιταλών και Γάλλων στο πεδίο της μάχης, όσα ακολούθησαν αποτελούν επανάληψη παλαιότερων γεγονότων: ο Γκαριμπάλντι συνελήφθη, φυλακίστηκε και λίγο αργότερα του χορηγήθηκε αμνηστία για να επιστρέψει στην Καπρέρα. Ανάλογη τύχη είχε και ο Ρατάτσι, που αναγκάστηκε να παραιτηθεί για δεύτερη φορά. Η γαλλική φρουρά επέστρεψε στη Ρώμη, απομακρύνοντας την προοπτική απελευθέρωσης της πόλης από τους Ιταλούς.

Τη λύση στο ζήτημα της Ρώμης θα την έδινε ένα ακόμη διεθνές συμβάν στο οποίο ενεπλάκη η Πρωσία. Έχοντας κατακτήσει την ηγεμονία στη Γερμανική Συνομοσπονδία, η τελευταία επιθυμούσε μ’ έναν νέο πόλεμο, αυτή τη φορά εναντίον της Γαλλίας, να επιδείξει την ισχύ της και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Επιπλέον, οι γαλλο-πρωσικές σχέσεις είχαν διαταραχτεί μετά τη διαφωνία τους στο θέμα της ισπανικής διαδοχής, που είχε ανοίξει επισήμως τον Σεπτέμβριο του 1868. Η μεταξύ τους σύγκρουση κατέληξε το 1870 σε μια καταστροφική για τους Γάλλους ήττα στην πόλη Σεντάν από τα πρωσικά στρατεύματα που είχαν επικεφαλής τον φον Μόλτκε. 

Η παράδοση του αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ΄ (1η Σεπτεμβρίου 1870) επισημοποίησε την κατάλυση
της Δεύτερης Γαλλικής Αυτοκρατορίας και εγκαινίασε την Τρίτη Γαλλική Δημοκρατία. Στη μεγαλόπρεπη αυλή των Βερσαλλιών ανακηρύχτηκε η Γερμανική Αυτοκρατορία, η οποία συνάσπισε γύρω από την Πρωσία όλα τα μικρότερα γερμανικά κρατίδια. Ταυτόχρονα, η Γαλλία παραχώρησε στη Γερμανία την Αλσατία και τη Λωραίνη, καθώς και μια αποζημίωση 5 δισεκατομμυρίων φράγκων. Κατόπιν οι Γάλλοι απέσυραν τη φρουρά τους από τη Ρώμη.

Οι πολιτειακές μεταβολές στη Γαλλία θεωρήθηκαν από τους Ιταλούς ως ακύρωση της συμφωνίας του
Σεπτεμβρίου (1864), βάσει της οποίας είχαν αναλάβει την προστασία της Ρώμης και του Λατίου. Ο πρωθυπουργός Τζοβάννι Λάντσα (1869-1870) στις 20 Σεπτεμβρίου 1870, και αφού πρώτα ο πάπας απέρριψε αίτημα του βασιλιά Βιττόριο Εμανουέλε Β΄ να βρουν μια ειρηνική λύση στο ζήτημα της Ρώμης, έδωσε εντολή σ’ ένα σώμα βερσαλιέρων με επικεφαλής τον στρατηγό Ραφαέλε Καντόρνα να καταλάβει τη Ρώμη. Οι περιορισμένες δυνάμεις της Αγίας Έδρας, σε συνδυασμό με την εντολή του πάπα Πίου Θ΄ να μη χυθεί αίμα, επέτρεψαν στον ιταλικό στρατό να εισέλθει στη Ρώμη ανεμπόδιστα, γκρεμίζοντας μέρος των τειχών στο περίφημο τόξο της Πόρτα Πία. Λίγες μέρες μετά, στις 2 Οκτωβρίου, οι κάτοικοι της Ρώμης αποφάσισαν με ένα δημοψήφισμα την προσάρτησή τους στο Ιταλικό Κράτος. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου