O Έρικ Άρθουρ Μπλαιρ (Eric Arthur Blair 1903 – 1950), γνωστός περισσότερο με το συγγραφικό του ψευδώνυμο Τζωρτζ Όργουελ, ήταν Βρετανός συγγραφέας, λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Το έργο του χαρακτηρίζεται από ξεκάθαρο πεζό λόγο, συνειδητότητα των κοινωνικών ανισοτήτων, αντίθεση στα ολοκληρωτικά καθεστώτα και αφοσίωση στο δημοκρατικό σοσιαλισμό.
Συχνά ταξινομείται ως ένας από Άγγλους συγγραφείς του 20ου αιώνα με τη μεγαλύτερη επιρροή και ως ένας από τους πιο σημαντικούς χρονικογράφους της Αγγλικής κουλτούρας της γενιάς του. Ο Όργουελ έγραψε κριτικές λογοτεχνίας, ποίηση, μυθιστορήματα και πολεμικές ανταποκρίσεις. Είναι διάσημος για το δυστοπικό μυθιστόρημα 1984 (1949) και την αλληγορική νουβέλα Η Φάρμα των Ζώων (1945). Το βιβλίο του Φόρος Τιμής στην Καταλωνία (1938), είναι μία καταγραφή των εμπειριών του από τον Ισπανικό Εμφύλιο και είναι ευρέως αναγνωρισμένο, όπως και τα πολυάριθμα δοκίμιά του πάνω σε θέματα πολιτικής, λογοτεχνίας, γλώσσας και πολιτιστικά. Το 2008, οι Times, τον κατέταξαν ως δεύτερο στη λίστα με τους "50 κορυφαίους Βρετανούς συγγραφείς από το 1945".
Το έργο του Όργουελ συνεχίζει να επηρεάζει τη μαζική και πολιτική κουλτούρα και ο όρος Οργουελικός, περιγραφικός ολοκληρωτικών και απολυταρχικών πρακτικών, εντάχθηκε στο λεξιλόγιο μαζί με αρκετούς από τους νεολογισμούς του, συμπεριλαμβανομένων των ακόλουθων: ψυχρός πόλεμος, Μεγάλος Αδελφός, Αστυνομία Σκέψης, Δωμάτιο 101, διπλή σκέψη και έγκλημα σκέψης
Ο Τζωρτζ Όργουελ γεννήθηκε στο Μοτιάρι της Βρετανοκρατούμενης Ινδίας το 1903, γιος κατώτερου διοικητικού υπαλλήλου. Η οικογένειά του επέστρεψε στην Αγγλία το 1911.
Το Σεπτέμβριο του 1911 ο Έρικ εγγράφηκε στο σχολείο του Αγίου Κυπριανού στο Ήστμπορν, στο Ανατολικό Σάσσεξ, όπου παρακολουθούσε μαθήματα για τα επόμενα πέντε χρόνια, επιστρέφοντας στο σπίτι μόνο κατά τις διακοπές. Μισούσε το σχολείο και πολλά χρόνια αργότερα έγραψε το δοκίμιο "Such, Such Were the Joys", που εκδόθηκε μετά θάνατον, με θέμα τα χρόνια του εκεί. Στου Αγ. Κυπριανού όμως συνάντησε και τον Κύριλος Κόννολλυ, που αργότερα έγινε αξιοσημείωτος συγγραφέας και ως εκδότης του Ορίζοντα, δημοσίευσε πολλά από τα δοκίμια του Όργουελ.
Εγραψε δύο ποιήματα που δημοσιεύτηκαν στην εφημερίδα Χένλεϊ εντ Σάουθ Όξφορντσαϊρ Στάνταρ, ως μέρος σχολικών εργασιών. Ήρθε δεύτερος πίσω από τον Κόννολλυ στη διεκδίκηση του Βραβείου Ιστορίας Χάρροου, δέχθηκε εύφημο μνεία για την εργασία του από τον εξωτερικό σχολικό αξιολογητή και τελικά κέρδισε υποτροφίες για τα κολλέγια του Ουέλλινγκτον και του Ήτον.
Τον Ιανουάριο του 1917 έλαβε θέση στο Ουέλλινγκτον, όπου παρέμεινε για το εαρινό εξάμηνο. Το Μάιο του 1917 διατέθηκε ακαδημαϊκή θέση για υπότροφους στο Ήτον. Σπούδασε στο Ήτον ως το Δεκέμβριο του 1921, οπότε και έφυγε σε ηλικία 18,5 ετών. Ο Όργουελ ανέφερε στην παιδική του φίλη, Υακίνθη Μπάντικομ, ότι το Ουέλλινγτον ήταν «άθλιο», αλλά ότι στο Ήτον ένιωθε «ευτυχισμένος και σε πνευματική εγρήγορση».
Ο βασικός καθηγητής του ήταν ο Α.Σ.Φ. Γκόου, ακαδημαϊκός επισκέπτης από το Κολλέγιο Αγ. Τριάδος (Τρίνιτυ), του Κέμπριτζ, που του έδινε και επαγγελματικές συμβουλές.
Η οικογένειά του αποφάσισε ότι θα έπρεπε να καταταγεί στην Αυτοκρατορική Αστυνομία, πρόδρομο της Ινδικής Αστυνομίας. Για αυτό έπρεπε να δώσει εισαγωγικές εξετάσεις. Εκείνη την περίοδο ο πατέρας του είχε αποσυρθεί στο Σάουθγουολντ του Σάφολκ. Γράφτηκε σε προπαρασκευαστικό σχολείο στο Κρέγκχερστ και «ξεσκόνισε» τους κλασσικούς, τα Αγγλικά και την Ιστορία. Πέρασε στις εξετάσεις, ερχόμενος 7ος ανάμεσα σε 29 επιτυχόντες.
Η γιαγιά του, από τη μεριά της μητέρας του ζούσε στο Μοτ Μαλέμ, οπότε ο ίδιος επέλεξε να τοποθετηθεί στη Μπούρμα. Το 1922, επιβαίνοντας στο S.S. Herefordshire, έπλευσε μέσω της Διώρυγας του Σουέζ και της Κεϋλάνης προς την Μπούρμα για να ενταχθεί στην Ινδική Αυτοκρατορική Αστυνομία.
Το 1922 διορίστηκε αξιωματούχος στην αστυνομία της Βιρμανίας, απ' όπου παραιτήθηκε έξι χρόνια μετά, αμφισβητώντας το ρόλο του στην αποικιακή διοίκηση, την οποία οι ντόπιοι δεν αποδέχτηκαν ποτέ. 'Ενα μήνα αργότερα, έφτασε στο Ραγκούν και ταξίδεψε στην Αστυνομική σχολή στο Μάνταλεϊ. Μετά από μία σύντομη θητεία στο Μαίμιο, έναν βασικό σταθμό στους λόφους της Βιρμανίας, τοποθετήθηκε στο μεθοριακό φυλάκιο της Myaungmya στο δέλτα του ποταμού Irrawaddy στις αρχές του 1924.
Άντλησε από τις εμπειρίες του ως αστυνομικός στη Βιρμανία για το μυθιστόρημα "Μέρες της Μπούρμα" (1934) και για τα δοκίμια "Η Κρεμάλα" (1931) και "Πυροβολώντας έναν ελέφαντα" (1936).
Στην Μπούρμα, ο Μπλαιρ είχε αποκτήσει την φήμη του παρία. Περνούσε πολύ χρόνο μονάχος του, διαβάζοντας ή αναζητώντας δραστηριότητες, όπως εκκλησιασμό στην εθνοτική κοινότητα των Κάρεν. Ένας συνάδελφός του, ο Ρότζερ Μπήντον, θυμόταν (σε εκπομπή του BBC το 1969), ότι «ο Μπλαιρ μάθαινε γρήγορα την τοπική γλώσσα και πριν φύγει από τη Βιρμανία, μπορούσε να μιλήσει με Βιρμανούς ιερείς σε άπταιστα Βιρμανικά»
Το 1927 κι ενώ βρισκόταν με άδεια στο Λονδίνο, αποφάσισε να μην επιστρέψει στη Βιρμανία και την Πρωτοχρονιά του 1928 υπέβαλλε την παραίτησή του από την Αυτοκρατορική Αστυνομία. Ο ίδιος σκέφτηκε ότι ένας τρόπος να εξιλεωθεί για τον πρότερο βίο του ήταν να βιώσει τη ζωή των απόκληρων της Ευρώπης. Έζησε ντυμένος με κουρέλια σε φτωχά ενοικιαζόμενα δωμάτια στο Παρίσι και το Λονδίνο, μαζί με τους ανθρώπους του μόχθου και τους ζητιάνους. Κέρδιζε τα προς το ζην πλένοντας πιάτα σε εστιατόρια της Γαλλίας και περιπλανιόταν συντροφιά με αλήτες.
Οι εμπειρίες του αυτές αποτέλεσαν τη βάση του βιβλίου του «Οι αλήτες του Παρισιού και του Λονδίνου» («Down and Out in Paris and London»), που εξέδωσε το 1933 με το ψευδώνυμο Τζορτζ Όργουελ. Όργουελ είναι ένα ποτάμι της Ανατολικής Αγγλίας και με την αλλαγή του ονόματός του θέλησε να εκφράσει τη μεταστροφή του από στυλοβάτη του αγγλικού κατεστημένου σε αντάρτη των γραμμάτων και της πολιτικής.
Κατά τη διάρκεια του Εμφυλίου Πολέμου βρέθηκε στην Ισπανία, με σκοπό να τον καλύψει δημοσιογραφικά. Τελικά, προσχώρησε στη δημοκρατική πολιτοφυλακή, πολέμησε στα μέτωπα της Αραγώνας και της Τερουέλ και προήχθη στο βαθμό του ανθυπολοχαγού. Στην Τερουέλ τραυματίστηκε σοβαρά στο λαιμό, με αποτέλεσμα να αποκτήσει μόνιμο ελάττωμα στη φωνή του.
Αργότερα, τον Μάιο του 1937, αφού πολέμησε στη Βαρκελώνη εναντίον των κομμουνιστών, οι οποίοι προσπαθούσαν να εξουδετερώσουν τους πολιτικούς αντιπάλους τους, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την Ισπανία φοβούμενος για τη ζωή του. Η εμπειρία του αυτή του δημιούργησε μία μόνιμη απέχθεια προς τον κομμουνισμό, η οποία εκφράστηκε για πρώτη φορά στη ζωντανή αφήγηση των εμπειριών του από την Ισπανία στο βιβλίο «Φόρος Τιμής στην Καταλωνία» («Hommage to Catalonia», 1938).
Κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου κρίθηκε ανίκανος για στρατιωτική υπηρεσία και τοποθετήθηκε επικεφαλής της ινδικής υπηρεσίας του BBC, από την οποία παραιτήθηκε το 1943 για ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της σοσιαλιστικής εφημερίδας «Tribune».
Ο Τζορτζ Οργουελ υπήρξε βαθύτατα πολιτικός συγγραφέας, αν και το πολιτικό του στίγμα δεν ήταν πάντα ευκρινές. Ο ίδιος δήλωνε σοσιαλιστής, ήταν σφοδρός αντικομουνιστής, ενώ την ίδια ώρα περιέγραφε τον εαυτό του ως συντηρητικό αναρχικό.
Άλλα γνωστά βιβλία του είναι το «Κρατείστε σφιχτά τον μικροαστισμό σας» («Keep the Aspidistra Flying», 1936), στο οποίο περιγράφει την ανιαρή ζωή στην επαρχιακή Αγγλία και «Οι Φάμπρικες του Γουίγκαν Πάιαρ» («The Road to Wigan Pier», 1937), ένα ντοκουμέντο για την κατάσταση της εργατικής τάξης στη Βόρεια Αγγλία.
Έχοντας προσβληθεί από φυματίωση πάνω στην ακμή της συγγραφικής του διαδρομής, ο Τζορτζ Όργουελ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου στις 3 Ιανουαρίου 1950, σε ηλικία 46 ετών.
Έχοντας προσβληθεί από φυματίωση πάνω στην ακμή της συγγραφικής του διαδρομής, ο Τζορτζ Όργουελ άφησε την τελευταία του πνοή σε νοσοκομείο του Λονδίνου στις 3 Ιανουαρίου 1950, σε ηλικία 46 ετών.
Το 1984 δεν είναι μία νουβέλα ή ένα απλό μυθιστόρημα · είναι μία ανατριχιαστικά ακριβής προφητεία για το μέλλον του κόσμου, ένα μανιφέστο, είναι η εξιστόρηση της μοναχικής και διαχρονικής μάχης του ατόμου με το σύστημα, έναν μηχανισμό δομημένο μεθοδικά, σχεδόν άφθαρτου, που αποσκοπεί στον απόλυτο έλεγχο και την κατάργηση κάθε ελευθερίας – κάθε πραγματικής ελευθερίας , αυτής που πηγάζει από την αντικειμενική ματιά και την προσωπική σκέψη.
Ο Όργουελ έγραψε το βιβλίο το 1948 (από αναριθμητισμό αυτού του έτους προέρχεται και ο τίτλος του έργου) και το εξέδωσε το 1949. Έχει μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχει επηρεάσει σημαντικά τον παγκόσμιο πολιτισμό. Χαρακτηριστική είναι η αναφορά στον Μεγάλο Αδελφό, τον (ανύπαρκτο) πολιτικό ηγέτη της χώρας, «Ο ΜΕΓΑΛΟΣ ΑΔΕΛΦΟΣ ΣΕ ΠΑΡΑΚΟΛΟΥΘΕΙ» (Big Brother is watching you). Περιγράφει την ιστορία ενός ανθρώπου, του Γουίνστον Σμιθ, στον εφιαλτικό κόσμο της Ωκεανίας, μιας χώρας που βρίσκεται κάτω από ένα δυστοπικό απολυταρχικό καθεστώς, στο οποίο όλοι οι κάτοικοι βρίσκονται υπό συνεχή παρακολούθηση.
Η κοινωνία που περιγράφεται στο βιβλίο κυβερνάται από το "Κόμμα". Ο Γουίνστον Σμιθ, ο οποίος είναι μέλος του «Κόμματος» ζει στην απόλυτη μοναξιά, γεμάτος φόβο και μίσος για τον "Μεγάλο Αδελφό". Βαθιά μέσα του γνωρίζει πως δεν μπορεί να κάνει κάτι ουσιαστικό ώστε να αλλάξει τα πράγματα, δεν μπορεί όμως και να συμφιλιωθεί με την υπάρχουσα κατάσταση. Γνωρίζει πως δεν πρέπει να εμπιστευτεί κανέναν και είναι αναγκασμένος να καταπιέζει συνεχώς τα συναισθήματά του και τις σκέψεις του, αφού το αντίθετο μπορεί να θέσει σε κίνδυνο τη ζωή του.
Στο μυθιστόρημα του Όργουελ, τηλεοθόνες ελέγχουν την κάθε κίνηση των πολιτών και ιδιαίτερα των μελών του «Κόμματος». Ασκείται ιδεολογική χειραγώγηση, προπαγάνδα, ενώ τιμωρούνται με φυλάκιση όποιοι υποπέσουν σε εγκλήματα σκέψης. Επικρατεί κρατική τρομοκρατία και συνεχόμενοι πόλεμοι, με πρόσχημα την ασφάλεια των πολιτών.
Ο «Μεγάλος Αδελφός» περιορίζει την γλώσσα σε μια προσπάθεια να περιορίσει την σκέψη των ανθρώπων.
Τα τρία συνθήματα του «Κόμματος» που αναφέρονται στο βιβλίο:
Ο πόλεμος είναι ειρήνη
Η ελευθερία είναι σκλαβιά
Η άγνοια είναι δύναμη
Το έτος 1984 αναπτύχθηκε ένας τεράστιος διάλογος σχετικά με το ποια από όσα προέβλεψε ο Όργουελ στο μυθιστόρημά του έγιναν πραγματικότητα και ποια όχι. Κάποιοι μάλιστα ισχυρίστηκαν ότι το σοβιετικό πείραμα υπήρξε η αφορμή και πως αυτό που ενέπνευσε τον συγγραφέα ήταν στην πραγματικότητα το επερχόμενο τέλος της Βρετανικής Αυτοκρατορίας. Σε τελική ανάλυση, μικρή σημασία έχει.
Εκείνο που καθιστά ανατριχιαστικά προφητικό το 1984 είναι η διαπίστωση ότι σήμερα όχι μόνο ο Μεγάλος Αδελφός βρίσκεται παντού, αλλά και ότι δεν είναι λίγοι όσοι συνεπαίρνονται από τη "χαρά" της σκλαβιάς.
Χιλιάδες άνθρωποι στη Δύση θα το θεωρούσαν μεγάλη τύχη να τους κλείσουν στο σπίτι του Μεγάλου Αδελφού. Περνώντας από την ανάκριση, που είναι η καθεστωτική μορφή της πλύσης εγκεφάλου, ο ήρωας του Όργουελ καταλήγει στο τέλος με δάκρυα χαράς στα μάτια να "συνειδητοποιήσει" ότι ανέκαθεν αγαπούσε τον Μεγάλο Αδελφό. Τώρα όμως έχουμε προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα. Ο Μεγάλος Αδελφός δε χρειάζεται καν να προβάλλει την εικόνα του στην οθόνη. Τον έχει αντικαταστήσει η κάμερα, το βιομηχανικό "ξόανο" που έχει πάρει το όνομά του. Η ελευθερία εκχωρείται πλέον "ελεύθερα".
Εκείνο που καθιστά ανατριχιαστικά προφητικό το 1984 είναι η διαπίστωση ότι σήμερα όχι μόνο ο Μεγάλος Αδελφός βρίσκεται παντού, αλλά και ότι δεν είναι λίγοι όσοι συνεπαίρνονται από τη "χαρά" της σκλαβιάς.
Χιλιάδες άνθρωποι στη Δύση θα το θεωρούσαν μεγάλη τύχη να τους κλείσουν στο σπίτι του Μεγάλου Αδελφού. Περνώντας από την ανάκριση, που είναι η καθεστωτική μορφή της πλύσης εγκεφάλου, ο ήρωας του Όργουελ καταλήγει στο τέλος με δάκρυα χαράς στα μάτια να "συνειδητοποιήσει" ότι ανέκαθεν αγαπούσε τον Μεγάλο Αδελφό. Τώρα όμως έχουμε προχωρήσει ένα βήμα πιο πέρα. Ο Μεγάλος Αδελφός δε χρειάζεται καν να προβάλλει την εικόνα του στην οθόνη. Τον έχει αντικαταστήσει η κάμερα, το βιομηχανικό "ξόανο" που έχει πάρει το όνομά του. Η ελευθερία εκχωρείται πλέον "ελεύθερα".
Το 1944, τρία χρόνια πριν τη συγγραφή και πέντε πριν την έκδοση, ο Orwell έγραψε γράμμα στο οποίο εξηγούσε το θέμα του βιβλίου που προφανώς επεξεργαζόταν. Το γράμμα, στο οποίο προειδοποιεί για την άνοδο απολυταρχικών-αστυνομοκρατικών καθεστώτων, αναδημοσιεύεται από το βιβλίο Geogre Orwell: A Life in Letters (επιμέλεια Peter Davison). Απευθύνεται σε κάποιον Noel Willmett, ο οποίος τον είχε ρωτήσει σχετικά με την άνοδο των ολοκληρωτικών καθεστώτων, τη λατρεία των ηγετών, επισημαίνοντας ότι σε Αγγλία και ΗΠΑ δεν υπάρχει τέτοια άνθηση.
Προς Noel Willmett
18 Μαΐου 1944
10a Mortimer Crescent ΝW6
Αγαπητέ κύριε Willmett,
Ευχαριστώ για το γράμμα σας. Ρωτάτε αν ο ολοκληρωτισμός, η λατρεία του ηγέτη κ.α, είναι πραγματικά σε άνοδο και αναφέρετε το προφανές, πως εδώ (σ.σ Αγγλία) και στις ΗΠΑ δεν συμβαίνει κάτι τέτοιο.
Οφείλω να ομολογήσω ότι λαμβάνοντας υπόψη τον κόσμο στην ολότητά του, τέτοια φαινόμενα είναι σε άνοδο. Ο Χίτλερ, αναμφίβολα, σε λίγο θα εξαφανιστεί αλλά μόνο εις βάρος της ενδυνάμωσης των (a) Στάλιν, (b) των Αγγλο-Αμερικανών εκατομμυριούχων και (c) των διάφορων μικρο-Φύρερ του τύπου ντε Γκωλ. Όλα τα εθνικά κινήματα, ακόμη κι αυτά που γεννήθηκαν για να αντισταθούν στη γερμανική κυριαρχία, φαίνεται να λαμβάνουν μη-δημοκρατική μορφή, συγκεντρωμένα γύρω από έναν υπεράνθρωπο Φύρερ (Χίτλερ, Στάλιν, Σαλαζάρ, Φράνκο, Γκάντι, Ντε Βαλέρα, είναι διάφορα παραδείγματα) ενστερνιζόμενα τη θεωρία «ο σκοπός αγιάζει τα μέσα». Το παγκόσμιο κίνημα φαίνεται ότι στρέφεται σε συγκεντρωτικές οικονομίες, οι οποίες μπορούν να λειτουργήσουν υπό οικονομική έννοια, ωστόσο δεν είναι δημοκρατικά οργανωμένες και τείνουν να εγκαθιδρύσουν ένα σύστημα καστών. Επακόλουθα είναι οι φόβοι του συναισθηματικού εθνικισμού και η δυσπιστία στην ύπαρξη αντικειμενικής αλήθειας, διότι όλα πρέπει να ταιριάζουν με τα λόγια και τις προφητείες κάποιου αλάνθαστου Φύρερ. Ήδη, η Ιστορία έπαψε κατά κάποιο τρόπο να υφίσταται. Δηλαδή, δεν υπάρχει ιστορία των καιρών μας παγκοσμίως αποδεκτή, και οι θετικές επιστήμες απειλούνται με εξαφάνιση μόλις η στρατιωτική αναγκαιότητα παύει να κρατά τον λαό.
Ο Χίτλερ μπορεί να πει ότι οι Εβραίοι ξεκίνησαν τον πόλεμο και αν επιζήσει, αυτό να γίνει επίσημη ιστορία. Δεν μπορεί να πει ότι 2+2 κάνουν 5. […]. Αν όμως αναδυθεί ο κόσμος που φοβάμαι, ένας κόσμος δύο ή τριών μεγάλων δυνάμεων οι οποίες αδυνατούν να κατακτήσουν η μία την άλλη, τότε 2+2 μπορεί να κάνουν 5 αν το επιθυμεί ο Φύρερ. Αυτή, μέχρι στιγμής, είναι κατεύθυνση στην οποία κινούμαστε, αν και η διαδικασία είναι αναστρέψιμη.
Όσον αφορά τη σχετική ασυλία των Μ. Βρετανία και ΗΠΑ. Οτιδήποτε κι αν υποστηρίζουν οι πασιφιστές, δεν έχουμε ακόμη ενταχθεί στον ολοκληρωτισμό και αυτό είναι ελπιδοφόρο. Πιστεύω βαθύτατα, όπως εξήγησα στο βιβλίο μου The Lion and the Unicorn, στον αγγλικό λαό και την ικανότητά του να συγκεντρώνει την οικονομία του χωρίς να καταστρέφει την ελευθερία.
Παρ’ όλα αυτά, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι Μ. Βρετανία και ΗΠΑ δεν έχουν δοκιμαστεί ιδιαίτερα, δεν έχουν ηττηθεί ή υποφέρει, ενώ υπάρχουν και κάποια άσχημα συμπτώματα μαζί με τα καλά. Πρώτα απ’ όλα υπάρχει γενική αδιαφορία για τη φθορά της Δημοκρατίας.
Μπορείτε να συνειδητοποιήσετε, για παράδειγμα, ότι κανείς κάτω των 26 στην Αγγλία δεν έχει δικαίωμα ψήφου και η πλειοψηφία δεν δίνει δεκάρα γι’ αυτό; Δεύτερον, οι διανοούμενοι είναι πιο αυταρχικοί στις απόψεις τους σε σχέση με τον μέσο άνθρωπο. Γενικά, η αγγλική διανόηση αντιτάχθηκε στον Χίτλερ μόνο και μόνο για να αποδεχτεί τον Στάλιν. Οι περισσότεροι απ’ αυτούς είναι έτοιμοι για δικτατορικές μεθόδους, μυστική αστυνομία, συστηματική παραποίηση της ιστορίας κ.α., αρκεί να νιώθουν ότι είναι στη δική τους πλευρά. Πράγματι, η δήλωση ότι δεν έχουμε φασιστικό κίνημα στην Αγγλία κυρίως σημαίνει ότι οι νέοι, αυτή τη στιγμή, αναζητούν αλλού τον Φύρερ. Κανείς δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι αυτό δεν θα αλλάξει, ή κανείς να είναι βέβαιος ότι ο κοινός άνθρωπος δεν θα σκεφτεί διαφορετικά σε δέκα χρόνια. Ελπίζω ότι δεν θα το κάνουν. Τους εμπιστεύομαι ότι δεν θα το κάνουν, αλλά εάν το κάνουν θα είναι αποτέλεσμα πάλης. Εάν κάποιος διακηρύσσει ότι όλα αυτά είναι για καλό και δεν υποδεικνύει τα απειλητικά συμπτώματα, τότε βοηθά να έρθει πιο κοντά σε μας ο ολοκληρωτισμός.
Ρωτάτε επίσης, αν η παγκόσμια τάση είναι ενάντια στον φασισμό, γιατί υποστηρίζω τον πόλεμο. Πρόκειται για επιλογή κακών. Φαντάζομαι ότι κάθε πόλεμος είναι κάτι τέτοιο. Ξέρω αρκετά για τον βρετανικό ιμπεριαλισμό ώστε να μη μου αρέσει. Εντούτοις, θα τον υπερασπιστώ απέναντι στον ναζισμό ή τον ιαπωνικό ιμπεριαλισμό, σαν το λιγότερο κακό. Παρομοίως, θα στηρίξω την ΕΣΣΔ έναντι της Γερμανίας διότι πιστεύω ότι δεν μπορεί να ξεφύγει από το παρελθόν της και διατηρεί αρκετά από την Επανάσταση, ώστε να εξελιχθεί σε κάτι ελπιδοφόρο. Σκέφτομαι, και το κάνω από τότε που ξεκίνησε ο πόλεμος, το 1936 ή εκεί κοντά, ότι ο σκοπός μας είναι καλύτερος, αλλά πρέπει να προσπαθούμε συνεχώς να τον κάνουμε καλύτερο κι αυτό περιλαμβάνει συνεχή κριτική.
Με εκτίμηση
Geo. Orwell
Η ιστορία του τίτλου του βιβλίου.
Αρχικά, ο Όργουελ έδωσε τον τίτλο The Last Man in Europe, αλλά ο εκδότης, Frederic Warburg, πρότεινε αλλαγή για να βοηθήσει την προώθηση του βιβλίου. Ο Όργουελ δεν έφερε αντίρρηση. Το γιατί ονομάστηκε «1984» δεν είναι ξεκαθαρισμένο. Ο συγγραφέας μάλλον άλλαξε τα δύο τελευταία ψηφία της χρονιάς στην οποία έγραψε το μυθιστόρημα. Εναλλακτικά, φέρεται να άφηνε υπαινιγμό για την εκατονταετηρίδα της «Fabian Society», βρετανική σοσιαλιστική οργάνωση, που ιδρύθηκε το 1884. Βέβαια, η νύξη μπορεί να έχει σχέση και με το έργο του Jack London «The Iron Heel» στο οποίο η δύναμη του πολιτικού κινήματος φτάνει στην ακμή του το 1984. Άλλες εκδοχές συνδέουν το βιβλίο με το έργο «The Napoleon of Notting Hill (διαδραματίζεται εκείνη τη χρονιά) ή το ποίημα «End of the Century» που έγραψε η γυναίκα του Eileen O’ Shaughnessy.
Είναι ασαφές σε ποια έκταση πίστευε ο Όργουελ ότι το «1984» θα ήταν ακριβής πρόβλεψη για το μέλλον. Μολαταύτα, οι πιο πολλοί κριτικοί συμφωνούν ότι το έγραψε για να προειδοποιήσει τη μοντέρνα κοινωνία σχετικά με τους κινδύνους που μπορούν προκύψουν από τον εναγκαλισμό με ολοκληρωτικά καθεστώτα.
Το επίθετο «Οργουελικός» συχνά χρησιμοποιείται για να περιγράψει σκοτεινούς κόσμους. Δικαίως, το μυθιστόρημα θεωρείται ένα από τα καλύτερα της αγγλικής γλώσσας και λογοτεχνίας.
«Το μυαλό του γλίστρησε στον λαβυρινθώδη κόσμο της διπλόσκεψης. Να ξέρεις και να μην ξέρεις, να έχεις συνείδηση όλης της αλήθειας, ενώ λες έντεχνα κατασκευασμένα ψεύδη, να έχεις ταυτόχρονα δυο γνώμες που η μια αναιρούσε την άλλη, γνωρίζοντας ότι είναι αντιφατικές και πιστεύοντας και στις δυο, να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αποκηρύσσεις την ηθική και ταυτόχρονα να εγείρεις αξιώσεις σ’ αυτήν… να ξεχνάς ό,τι ήταν απαραίτητο να ξεχνάς και στη συνέχεια να το επαναφέρεις στη μνήμη τη στιγμή που χρειάζεται κι έπειτα να το ξαναξεχνάς αμέσως». (σ. 54)
«Το μυαλό του γλίστρησε στον λαβυρινθώδη κόσμο της διπλόσκεψης. Να ξέρεις και να μην ξέρεις, να έχεις συνείδηση όλης της αλήθειας, ενώ λες έντεχνα κατασκευασμένα ψεύδη, να έχεις ταυτόχρονα δυο γνώμες που η μια αναιρούσε την άλλη, γνωρίζοντας ότι είναι αντιφατικές και πιστεύοντας και στις δυο, να χρησιμοποιείς τη λογική ενάντια στη λογική, να αποκηρύσσεις την ηθική και ταυτόχρονα να εγείρεις αξιώσεις σ’ αυτήν… να ξεχνάς ό,τι ήταν απαραίτητο να ξεχνάς και στη συνέχεια να το επαναφέρεις στη μνήμη τη στιγμή που χρειάζεται κι έπειτα να το ξαναξεχνάς αμέσως». (σ. 54)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου