Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Alexander Pushkin

Ο Αλεξάντρ Σερκέγιεβιτς Πούσκιν γεννήθηκε στις 6 Ιουνίου του 1799 στη Μόσχα από γονείς, οι οποίοι ανήκαν στην τάξη των ευγενών. Η οικογένειά του είχε μόλις εγκατασταθεί στη ρωσική πρωτεύουσα μετά την παραίτηση του πατέρα του, Σεργκέι Λβόβιτς Πούσκιν, από τον τουρκικό στρατό. Ο Αλεξάντρ είχε ήδη μία αδερφή την Όλγα, η οποία ήταν μεγαλύτερή του και το 1805 απέκτησε και έναν αδερφό, τον Λεβ.

Η ψυχική σύνδεσή του με τους γονείς του χαρακτηριζόταν από παραμέληση και ιδιαίτερη έλλειψη στοργής και αγάπης, καθώς ο πατέρας του διέθετε ελάχιστο από το χρόνο του στα παιδιά του, ενώ η μητέρα του διακρινόταν για την ιδιοτροπία της στην έκφραση των συναισθημάτων της, πράγμα που παρεμπόδιζε μια υγιή επικοινωνία ανάμεσά τους.

Ο Αλεξάντρ μικρός ήταν εύσωμος και αδέξιος στις κινήσεις του, γεγονός που ωθούσε την μητέρα του, Ναντέζντα Οσσίποβα Χάννιμπαλ, στην επινόηση τιμωριών για την αποβολή των κακών του συνηθειών και της αδεξιότητας. Οι τιμωρίες αυτές, όμως, δεν είχαν αποτέλεσμα και εξαντλούσαν εντελώς την υπομονή της οδηγώντας την στο να ασχολείται ολοένα και λιγότερο με τον μικρό Αλεξάντρ.

Ακολούθως, εκείνος «κλείστηκε» στον εαυτό του, κατάσταση που έδειχνε να προτιμά και ο ίδιος με τον καιρό. Η κύρια γλωσσική επικοινωνία που λάμβανε χώρα μεταξύ εκείνου και τον γονέων του ήταν στη γαλλική γλώσσα, συνήθεια των ευγενών εκείνου του καιρού.

Έμαθε τη ρωσική γλώσσα από τη γιαγιά του και επηρεάστηκε ιδιαίτερα σε γλωσσικά θέματα από τους δουλοπάροικους που εργάζονταν στο σπίτι του. Συγκεκριμένα, δέχτηκε μεγάλη επιρροή από την τροφό του, Αρίνα Ροντιόνοβνα, η οποία του έμαθε από νεαρή ηλικία για την λαϊκή ρωσική ποίηση και για την οποία έχει συνθέσει ένα ποίημα εκφράζοντας την αγάπη και την ευγνωμοσύνη του για τους κόπους της.

Η γυναίκα αυτή βοήθησε στο να ανοίξει ο Αλεξάντρ την καρδιά του στη σλαβική παράδοση και στο να αναδειχθεί σε μέγιστο ποιητή του έθνους και σε ιδρυτή της μοντέρνας ρωσικής λογοτεχνικής γλώσσας. Στις πρώιμες λογοτεχνικές του απόπειρες δέχθηκε τη συνδρομή του αγαπημένου του θείου Βασίλι Πούσκιν.

Το 1811 ο Πούσκιν μεταβαίνει στην Αγία Πετρούπολη, όπου μπαίνει υπότροφος στο Λύκειο του Τσάρκογιε Σέλο. Το Λύκειο αυτό αποτέλεσε σταθμό στη διάδοση φιλελεύθερων ιδεών, τις οποίες οι νέοι, γόνοι ευγενών, υιοθετούσαν. Η ποίηση αποτελούσε μάθημα υψηλής σπουδαιότητας δεδομένου ότι πολυάριθμοι μαθητές έγραφαν ποιήματα. Ο Πούσκιν απέκτησε δύο εγκάρδιους φίλους στο μέρος εκείνο. Ο ένας ήταν ο Βίλχελμ Κάρλοβιτς Κύχελμπέκερ (1797- 1846), γερμανικής καταγωγής, ο οποίος διακρίθηκε μετέπειτα ως ποιητής και αφού εισήλθε στον κύκλο των Δεκεμβριστών, έλαβε μέρος στην εξέγερση του Δεκεμβρίου του 1825. Ο άλλος στενός του φίλος ήταν ο Αντόν Αντόνοβιτς Ντέλβιγκ (1798-1831), τέκνο ευγενών, βαλτικής καταγωγής, ο οποίος επίσης διακρίθηκε ως ποιητής και κριτικός λογοτεχνίας.

Ο Πούσκιν λαμβάνει θέση στη διαμάχη της αρχαΐζουσας (σλαβονική, αρχαία σλαβικά) με τη δημοτική υποστηρίζοντας την τελευταία γράφοντας το ποίημα Ο ίσκιος του Φονβίζιν. Ακολούθως, το 1817 αποδοκιμάζει έντονα τον δεσποτισμό με την ωδή Η ελευθερία όπου απευθύνει έκκληση προς τους άρχοντες για εγκαθίδρυση της συνταγματικής μοναρχίας επικαλούμενος το Φυσικό Δίκαιο της ελευθερίας.

Την αποφοίτησή του από το Λύκειο του Τσάρκογιε Σέλο ακολουθεί ο διορισμός του στο Υπουργείο Εξωτερικών και μια πολυτελή και άσωτη ζωή. Παρέδωσε την καρδιά του στις αισθησιακές απολαύσεις και τις χαρές τις ζωής, ωστόσο, το πνεύμα του ωρίμασε με τρόπο δυσανάλογο προς την ηλικία του. Τα ποιήματά του την περίοδο 1817-1820 διακρίνονται από ήρεμα συναισθήματα ή έντονα και αισθησιακά πάθη, όπως το ποίημα Ο θρίαμβος του Βάκχου.

Την ίδια περίοδο συνθέτει το πρώτο μεγάλο ποιητικό του έργο, ένα κωμικό και ηρωικό έπος τριών χιλιάδων στίχων που φέρει τον τίτλο Ρουσλάν και Λουντμίλλα. Στο έπος αυτό ο ήρωας αναζητά την αγαπημένη του και αγωνίζεται με σκοπό να την απελευθερώσει από τις εχθρικές μαγικές δυνάμεις.

Παράλληλα, ο ποιητής συνεχίζει τις καυστικές του «επιθέσεις» κατά της κοινωνικής κατάστασης προκαλώντας την οργή του τσάρου Αλεξάνδρου Ά, ο οποίος αποφάσισε την εξορία του στη Σιβηρία ή σε ένα μοναστήρι σε νησί της Λευκής Θάλασσας. Την απόφαση αυτή έσπευσαν να επηρεάσουν καταλυτικά τρεις κορυφαίοι εκπρόσωποι των ρωσικών γραμμάτων, ο λογοτέχνης και ιστορικός Νικολάι Μιχαίλοβιτς Καραμζίν, ο ποιητής Βασίλι Αντρέγεβιτς Ζουκόφσκι και ο πρόεδρος της Ακαδημίας Καλών Τεχνών, Αλεξέι Νικολάγιεβιτς Ολένιν.

Τελικώς, ο τσάρος ενέκρινε την μετάθεση του Πούσκιν στη Νότια Ρωσία μετά από παρέμβαση του Ιωάννη Καποδίστρια, άμεσου προϊστάμενου του Πούσκιν στο Υπουργείο Εξωτερικών. Πράγματι ο ποιητής μετατέθηκε στο Κισινιόφ, στη Βεσσαραβία της Νότιας Ρωσίας υπό την επίβλεψη του διακεκριμένου, γενναίου και καλλιεργημένου στρατηγού Ιβάν Νίκιτιτς Ίνζοφ.

Το 1821 στο Κισινιόφ ο Πούσκιν ήρθε σε μεγαλύτερη επαφή με το θέμα της ελληνικής ανεξαρτησίας και πίστευε ακράδαντα στο θρίαμβο της Ελλάδας και στην ανδρεία και την ικανότητα του Υψηλάντη. Ωστόσο, απογοητεύτηκε σύντομα, καθώς η πίστη του αυτή βασιζόταν σε εσφαλμένες πληροφορίες. Εξοργίζεται από την αδιαφορία και τον αναβλητικό χαρακτήρα πολλών Ελλήνων και χρησιμοποιεί υβριστικούς χαρακτηρισμούς εναντίον των Ελλήνων, σπεύδοντας έπειτα να τους ανακαλέσει διευκρινίζοντας πως δεν μπορεί να νιώσει εχθρότητα στις απελευθερωτικές προσπάθειες ενός λαού.

Την ίδια εποχή, γράφει μια από τις καλύτερες μπαλάντες του, Το τραγούδι του σοφού Ολέγκ. Η μπαλάντα διαπνέεται από το καλλιτεχνικό ρεύμα του Ρομαντισμού και αναφερόταν σε πολλές αξίες, όπως η συντροφικότητα και αρνητικά, όπως η αλαζονεία και η νέμεση. Ως τα τέλη του 1882 συνθέτει τα ποιήματα Ο αιχμάλωτος του Καυκάσου, Η πηγή του Μπαχτσε-σαράι και Οι αδελφοί λήσταρχοι, το οποίο δεν ολοκλήρωσε. Τα δύο πρώτα ποιήματα έχουν ως κύριο θέμα τον ανεκπλήρωτο έρωτα. Ειδικότερα Η πηγή του Μπαχτσε-σαράι έχει συνδεθεί στενά με το προσωπικό συναισθηματικό υπόβαθρο του Πούσκιν, καθώς πηγή έμπνευσής του αποτέλεσε ένα δικό του δυνατό και αγνό αίσθημα.

Τον Δεκέμβριο του 1825 πραγματοποιήθηκαν εξεγέρσεις στη Μόσχα και την Αγία Πετρούπολη με διαφορετικά αιτήματα. Στη Μόσχα απαιτήθηκε η εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας και στην Αγία Πετρούπολη η παροχή Συντάγματος. Κοινό αίτημα, ωστόσο, υπήρξε η απελευθέρωση των χωρικών από τη δουλοπαροικία και του λαού από το δεσποτισμό. Η εξέγερση απέτυχε και ακολούθησε η ανάκριση των συμμετεχόντων από ανακριτική επιτροπή στην οποία λάμβανε μέρος ο αυτοκράτορας, Νικόλαος ο Ά.

Πολλοί καλοί φίλοι του Πούσκιν καταδικάστηκαν και εκτελέστηκαν δια απαγχονισμού, ενώ άλλοι εξορίστηκαν και άφησαν την τελευταία τους πνοή στη Σιβηρία λόγω κακουχιών ή επέστρεψαν στα σπίτια τους πολλά χρόνια μετά. Τα γεγονότα αυτά δεν αποθάρρυναν εκείνους που επιδίωκαν τον εκδημοκρατισμό της Ρωσίας και οδήγησαν στην ύπαρξη ακόμα περισσότερων γενναίων πνευμάτων ρεφορμιστών.

Ο Πούσκιν ήταν στόχος για τις Ανακριτικές Αρχές. Παρ’ όλα αυτά, ο τσάρος λαμβάνοντας υπόψη του τις επιπτώσεις που θα είχε για το θρόνο του η σύλληψη του δημοφιλέστερου ποιητή της χώρας, δεν προέβηκε σε σύλληψη. Ως τις αρχές Σεπτεμβρίου του 1826 ο ποιητής βρισκόταν υπό αυστηρή επιτήρηση των Αρχών. Στη συνέχεια, επισκέφτηκε το ανάκτορο, όπου συμβιβάστηκε με τον τσάρο και υποσχέθηκε να πράττει διαφορετικά.

Στις 18 Φεβρουαρίου 1831 παντρεύτηκε τη Ρωσίδα Ναταλία Πούσκινα-Γκοντσάροβα και απέκτησαν τέσσερα παιδιά. Το Νοέμβριο του 1836 ο Πούσκιν άρχισε να δέχεται υβριστικές επιστολές με σχόλια. Ο ποιητής αποφάσισε πως η έλευση των επιστολών αυτών αφορούσε τις έντονες ερωτοτροπίες του γάλλου αξιωματικού του ιππικού Ζορζ ντ’ Αντές. Έτσι, τον κάλεσε σε μονομαχία. Προκειμένου να αποφευχθεί η εξέλιξη αυτή ο πρεσβευτής της Ολλανδίας στην Αγία Πετρούπολη και θετός πατέρας του ντ’ Αντές, πάντρεψε τον αξιωματικό με την μεγαλύτερη αδερφή της Ναταλίας, την Αικατερίνη Γκοντσάροβα. Ωστόσο, ο ντ’ Αντές συνέχισε να εκδηλώνει το ενδιαφέρον του για τη γυναίκα του ποιητή και αποδέχθηκε την πρόκληση σε μονομαχία. Ως μάρτυρας ορίστηκε από τον Αλεξάντρ ο Konstantin Danzas ταγματάρχης του ρωσικού στρατού. Η μονομαχία έλαβε χώρα στις 27 Ιανουαρίου 1837 στα περίχωρα της Αγίας Πετρούπολης. Ο Πούσκιν τραυματίστηκε θανάσιμα στο κάτω μέρος της κοιλιάς και μεταφέρθηκε με άμαξα στο σπίτι του στην πρωτεύουσα. Πέρασε τις τελευταίες μέρες του με αγαπημένα και προσφιλή πρόσωπα και πέθανε το απόγευμα της 29ης Ιανουαρίου 1837.

Ο Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι, θαυμαστής του «Γκουντούνοφ», έγραψε αργότερα για το «Ευγένιος Ονέγκιν»: «Θα μπορούσαν να γραφούν ολόκληρα βιβλία πάνω στους χαρακτήρες του έργου αυτού, που ο Πούσκιν άντλησε από τη ρωσική γη, που πρώτος αυτός ανακάλυψε, λάξεψε και έθεσε μπροστά στα μάτια μας, για τώρα και για πάντα, μέσα στην αδιαφιλονίκητα σεμνή και μεγαλόπρεπη μαζί ψυχική ομορφιά τους».

Ορισμένα από τα έργα του είναι:

Μύθοι – Πολτάβα
Η κόρη του λοχαγού
Η Ντάμα Πίκα
Μότσαρτ και Σαλιέρι – Ο πέτρινος επισκέπτης
Ο χάλκινος καβαλάρης
Τσιγγάνοι
Ευγένιος Ονέγκιν
Διηγήματα της φωτιάς
Ντουμπρόφσκι
Άλλη, καλύτερη, ζητώ ελευθερία...
Τα τρία παραμύθια
Μικρές τραγωδίες
Διηγήματα
Μυστικό ημερολόγιο
Ρωσικές ιστορίες μυστηρίου
Μπορίς Γκουντούνοφ
Δον Ζουάν
Ταξίδι στο Ερζερούμ
Η Πεντάμορφη και οι κύκνοι
Η Χιονάτη και οι επτά ιππότες
Ο τσάρος Σαλτάν



Κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1820, ο Ευγένιος Ονέγκιν είναι ένας βαριεστημένος δανδής στην Αγία Πετρούπολη, που η ζωή του αποτελείται από χορούς, συναυλίες, πάρτι, και τίποτα περισσότερο. Μετά το θάνατο του πλούσιου θείου του, κληρονομεί μια μεγάλη περιουσία και ένα εκμισθωμένο κτήμα.

Όταν μετακομίζει στη χώρα, δημιουργεί φιλία με το γείτονά του, τον ρομαντικό ποιητή ονόματι Βλαδίμηρο Λένσκι. Ο Λένσκι προσκαλεί τον Ονέγκιν να γευματίσει μαζί με την οικογένεια της αρραβωνιαστικιάς του, την κοινωνική αλλά μάλλον απερίσκεπτη, Όλγα Λάρινα. Σε αυτήν τη συνάντηση, ρίχνει μια ματιά στην αδελφή της Όλγας, την Τατιάνα. Μια ήσυχη, ώριμη, ρομαντική, και το ακριβώς αντίθετο από την Όλγα, η Τατιάνα αρχίζει να προσελκύεται από τον Ονέγκιν. Αμέσως μετά, ανοίγει την ψυχή της στον Ονέγκιν, σε ένα γράμμα που του εξομολογείται τον έρωτά της.

Αντίθετα με τις προσδοκίες της, ο Ονέγκιν δεν της επιστρέφει επιστολή. Όταν συναντιούνται αυτοπροσώπως, απορρίπτει το φλερτ της ευγενικά, αλλά απαξιωτικά και επικριτικά. Η περίφημη αυτή ομιλία συχνά αναφέρεται ως το Κήρυγμα του Ονέγκιν: παραδέχεται ότι η επιστολή ήταν συγκινητική, αλλά λέει ότι σύντομα θα βαριόταν με το γάμο και ότι θα μπορούσε να προσφέρει στην Τατιάνα μόνο τη φιλία του· τη συμβουλεύει ψυχρά να ελέγχει τα συναισθήματά της στο μέλλον, μην τυχόν και εκμεταλλευτεί άλλος άνδρας την αθωότητά της.

 Αργότερα, ο Λένσκι, για να πειράξει τον Ονέγκιν, τον καλεί στην ονομαστική εορτή της Τατιάνας, υποσχόμενος μια μικρή συνάντηση με την Τατιάνα, την Όλγα, και τους γονείς τους. Όταν ο Ονέγκιν φθάνει, βρίσκει αντ' αυτού μια δεξίωση χορού, μια αγροτική παρωδία αντίθετη από τους χορούς της υψηλής κοινωνίας στην Αγία Πετρούπολη, που έχει ήδη βαρεθεί.

Ο Ονέγκιν εκνευρίζεται με τους καλεσμένους που κουτσομπολεύουν εκείνον και την Τατιάνα, και με το Λένσκι που τον έπεισε να έρθει. Αποφασίζει να πάρει εκδίκηση με το να χορέψει και να φλερτάρει την Όλγα.

Η Όλγα παύει να έχει αισθήματα για τον αρραβωνιαστικό της και προφανώς ελκύεται από τον Ονέγκιν. Ο σοβαρός και άπειρος Λένσκι προκαλέι τον Ονέγκιν να μονομαχήσουν· ο Ονέγκιν αποδέχεται διστακτικά, καθώς αισθάνεται υποχρεωμένος από την κοινωνική παράδοση.

Κατά τη διάρκεια της μονομαχίας, ο Ονέγκιν σκοτώνει απρόθυμα τον Λένσκι. Έπειτα, εγκαταλείπει την ιδιοκτησία του, ταξιδεύοντας στο εξωτερικό, για να εξασθενίσει το αίσθημα της τύψης του. Η Τατιάνα επισκέπτεται το αρχοντικό του Ονέγκιν, όπου κοιτάζει τα βιβλία και τις σημειώσεις στους στηλοθέτες, και αρχίζει να αναρωτιέται άν ο χαρακτήρας του Ονέγκιν είναι απλώς ένα κολάζ διάφορων λογοτεχνικών ηρώων, και αν στην πραγματικότητα δεν υπάρχει "πραγματικός Ονέγκιν".

Η Τατιάνα, ακόμα πληγωμένη από την απώλεια του Ονέγκιν, πείθεται από τους γονείς της να ζήσει με τη θεία της στη Μόσχα με σκοπό να βρει μνηστήρα. Αρκετά χρόνια περνούν, και η σκηνή γυρνάει στην Αγία Πετρούπολη. Ο Ονέγκιν έχει έρθει να παρακολουθήσει τους πιο σημαντικούς χορούς και να έρθει σε επαφή με τους ηγέτες της παλαιάς ρωσικής κοινωνίας.

Βλέπει την πιο όμορφη γυναίκα, που αιχμαλωτίζει την προσοχή όλων, και συνειδητοποιεί ότι είναι η ίδια Τατιάνα, της οποίας απέρριψε τον έρωτα. Πλέον είναι παντρεμένη με έναν αρκετά μεγαλύτερο πρίγκιπα. Με το που βλέπει την Τατιάνα ξανά, του γίνεται εμμονή να κερδίσει τη στοργή της, παρά το γεγονός ότι είναι παντρεμένη. Ωστόσο, οι προσπάθειές του απορρίπτονται. Της γράφει πολλές επιστολές, αλλά δε λαμβάνει απάντηση.

Εν τέλει ο Ονέγκιν καταφέρνει να δει την Τατιάνα και της προσφέρει την ευκαιρία να κλεφτούν μιας και συναντήθηκαν ξανά. Ανακαλεί τις μέρες που θα μπορούσαν να είναι ευτυχείς, αλλά καταλήγει στο συμπέρασμα ότι έχει περάσει η ώρα. Ο Ονέγκιν επαναλαμβάνει τον έρωτά του για εκείνην. Μη αντέχοντας άλλο για μια στιγμή, παραδέχεται πως ακόμη τον αγαπά, αλλά δε θα του επιτρέψει να την καταστρέψει και του ξεκαθαρίζει την απόφασή της να παραμείνει πιστή στο σύζυγό της. Τον εγκαταλείπει μετανιωμένο για το πικρό του πεπρωμένο.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου