Ρεαλισμός και νατουραλισμός είναι δύο όροι που συχνά θεωρούνται συνώνυμοι. Όπως εξηγούν όμως οι Lilian R. Furst και Peter N. Skrine:
Η πιο κατάλληλη εικόνα, για να γίνει κατανοητή η σχέση των δύο όρων, είναι εκείνη των σιαμαίων διδύμων, που έχουν χωριστά άκρα, μοιράζονται όμως ορισμένα όργανα. Το κοινό σημείο ρεαλιστών και νατουραλιστών είναι η θεμελιώδης πίστη ότι η τέχνη αποτελεί στην ουσία μια μιμητική αντικειμενική απεικόνιση της εξωτερικής πραγματικότητας (σε αντίθεση προς τη φανταστική, υποκειμενική παραποίηση των ρομαντικών).
Η πίστη αυτή τους οδήγησε να εκλέξουν για κύριο θέμα τους το κοινότοπο, το προσιτό, κι επίσης να εξυμνήσουν το ιδεώδες του απρόσωπου στη τεχνική. Από αυτή τη σκοπιά, όπως έδειξε ο Harry Levin στο Η πύλη των Ονείρων, ο ρεαλισμός αποτελεί «μία γενική τάση» με την έννοια ότι κάθε έργο τέχνης «είναι από ορισμένες απόψεις ρεαλιστικό και από άλλες μη ρεαλιστικό» […].
Από τη γενική αυτή τάση προς τον μιμητικό ρεαλισμό γεννήθηκε ο νατουραλισμός. Κατά κάποιο τρόπο υπήρξε η επιδείνωση του ρεαλισμού· […] Αλλά η διαφορά δεν έγκειται μονάχα στην εκλογή προκλητικότερων θεμάτων, τολμηρότερου λεξιλογίου, εντυπωσιακότερων συνθημάτων ή περισσότερο φωτογραφικών λεπτομερειών. Η πραγματική διαφορά βρίσκεται πολύ βαθύτερα: στον πυρήνα της υπάρχει η επιβολή πάνω στην ουδέτερη στάση του ρεαλισμού μιας συγκεκριμένης, πολύ ειδικής θεώρησης του ανθρώπου.
Έτσι, οι νατουραλιστές όχι μόνον επεξεργάστηκαν και ενέτειναν τις βασικές τάσεις του ρεαλισμού, αλλά πρόσθεσαν και σημαντικά νέα στοιχεία, που μετέβαλαν τον νατουραλισμό σε αναγνωρίσιμο δόγμα, τέτοιο που ο ρεαλισμός δεν υπήρξε ποτέ. Ο νατουραλισμός, επομένως, είναι πιο συγκεκριμένος και ταυτόχρονα πιο περιορισμένος από τον ρεαλισμό, είναι ένα λογοτεχνικό κίνημα με σαφείς θεωρίες, ομάδες και μεθόδους.
Όντας σχολή και μέθοδος, ο νατουραλισμός είναι στην πραγματικότητα ό,τι δεν είναι ο ρεαλισμός· από την άλλη πλευρά όμως, αυτά τα ίδια τα καθορισμένα όρια καθιστούν τον νατουραλισμό λιγότερο σημαντικό από τον ρεαλισμό, που αποτελεί μια από τις βασικές τάσεις όλης σχεδόν της τέχνης.
Ποια ήταν, λοιπόν, τα νέα εκείνα στοιχεία που προστέθηκαν στον μιμητικό ρεαλισμό, για να δημιουργήσουν τον νατουραλισμό; […] (Furst, Skrine, 6)
Απάντηση στο ερώτημα αυτό δίνει το παράδειγμα της Γερμανίας, όπου ο όρος εμφανίζεται γύρω στο 1880 και εκφράζεται ως μια προσπάθεια να εφαρμοστεί ένας απόλυτος, σχεδόν επιστημονικός ρεαλισμός στη λογοτεχνία. Έτσι, ο Χολτζ (Arno Holz, 1863-1929), ένας από τους πιο γνωστούς εκπρόσωπους του ρεύματος, στο προγραμματικό έργο του Η τέχνη. Η φύση της και οι νόμοι της (Die Kunst. Ihr Wesen und ihre Gesetze, 1891) προσπαθεί να διατυπώσει μια σειρά αξιώματα που αφορούν την τέχνη, επιδιώκοντας να προβάλει ότι ο μοναδικός στόχος της οφείλει να είναι η αναπαράσταση της φύσης, και συγχρόνως να οργανώσει τις μεθόδους που έπρεπε να χρησιμοποιήσει η τέχνη για να πετύχει αυτόν τον στόχο.
Ο Holz διαμόρφωσε τη λεγόμενη γραφή δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο, η οποία σκοπό έχει την απόλυτα ρεαλιστική, λέξη προς λέξη, αποτύπωση της (λεκτικής) πραγματικότητας, τη λεπτομερή καταγραφή (συχνά αποσπασματικών) διαλόγων ή φράσεων, την έντονη χρήση σημείων της στίξης και την εξαφάνιση του αφηγητή· επίσης, επιθυμεί να περιορίσει όσο το δυνατόν την υποκειμενικότητα του καλλιτέχνη-παρατηρητή.
Σύμφωνα με τον Holz, η εξίσωση που περιγράφει την τέχνη είναι: Τέχνη= Φύση – Χ, όπου Χ είναι το υποκειμενικό βλέμμα του καλλιτέχνη. Σύμφωνα με τον Holz, η τέχνη ταυτίζεται με τη φύση σε ιδανικές περιπτώσεις
Ο Holz με τον (ασαφή) όρο Φύση εννοούσε το ευρύτερο περιβάλλον στο οποίο ζούσε ο σύγχρονος άνθρωπος. Έτσι, το κίνημα του Νατουραλισμού, το οποίο έγινε γνωστό στη Γερμανία μέσα από τη θεωρία και τη λογοτεχνική του πρακτική, ενδιαφέρθηκε πολύ λιγότερο για τη φύση και πολύ περισσότερο για την κοινωνική πραγματικότητα, την οποία εξήγησε μέσω ενός βιολογικού και κοινωνικού ντετερμινισμού.
Ο νατουραλισμός ασχολήθηκε λοιπόν με κοινωνικά προβλήματα, όπως π.χ. ο αλκοολισμός, η ανεργία και η φτώχεια που εμφανίζονται στις μεγαλουπόλεις των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίες και γίνονται τα ιδανικά σκηνικά του· ωστόσο, θεώρησε πως για τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής από τη μιζέρια, διότι η ζωή τους είναι βιολογικά και κοινωνικά προδιαγεγραμμένη.
Ο νατουραλισμός ασχολήθηκε λοιπόν με κοινωνικά προβλήματα, όπως π.χ. ο αλκοολισμός, η ανεργία και η φτώχεια που εμφανίζονται στις μεγαλουπόλεις των αρχών του 20ού αιώνα, οι οποίες και γίνονται τα ιδανικά σκηνικά του· ωστόσο, θεώρησε πως για τους ανθρώπους που ζουν στο περιθώριο υπάρχουν ελάχιστες δυνατότητες διαφυγής από τη μιζέρια, διότι η ζωή τους είναι βιολογικά και κοινωνικά προδιαγεγραμμένη.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα της κοινωνικής θεματικής που ενδιαφέρει τον νατουραλισμό είναι ο Μπαμπάς Άμλετ (Papa Hamlet, 1889), που έγραψε ο Holz σε συνεργασία με Γιοχάνες Σλαφ (Johannes Schlaf, 1862-1941). Ο άνεργος ηθοποιός Νιλς, ο οποίος αναφέρεται συνέχεια στην μία και μοναδική επιτυχία του (είχε παίξει κάποτε τον Άμλετ), ζει με τη γυναίκα του και τον μικρό του γιο σε μια φτωχογειτονιά, και όλη του η ζωή καθορίζεται από το εξαθλιωμένο κοινωνικό περιβάλλον και το αλκοόλ. Η μιζέρια της καθημερινότητας, η αυξανόμενη φτώχεια και ο αλκοολισμός οδηγούν τον Νιλς σε βίαιες συμπεριφορές, ώσπου μεθυσμένος ένα βράδυ σκοτώνει το γιο του. Μια εβδομάδα αργότερα θα βρεθεί πεθαμένος έξω από ένα καπηλειό. Το απόσπασμα που ακολουθεί περιγράφει τη σκηνή του φόνου, και είναι χαρακτηριστικό για τη γραφή δευτερόλεπτο προς δευτερόλεπτο. Ο μικρός έχει πάθει μια κρίση βήχα, ο πατέρας του προσπαθεί να του βάλει την πιπίλα με το ζόρι, ενώ το άλλο πρόσωπο που μιλάει είναι η μητέρα του παιδιού.
–Λοιπόν ! Θες – τώρα ή δεν θες – Τέρας!!
–Όμως – Νιλς! Για όνομα του Θεού! Έχει πάθει πάλι την – κρίση!
–Τι μου λες; Κρίση! – Να! Βούλωστο!
–Ήμαρτον, Νιλς…
–Βούλωστο!!!
–Νιλς!---------------------
–Λοιπόν; Ησύχασες τώρα;
Ησύχασες τώρα; Λοιπόν;!
Λοιπόν;!
–Αχ Θεέ μου! Αχ Θεέ μου, Νιλς
μα τι κάνεις εκεί;!
Δεν, δεν –φωνάζει πια
καθόλου! Το παιδί …Νιλς!!
(Holz, Schlaf)
Τόσο η λεπτομερής καταγραφή των καταστάσεων όσο και ο σχεδόν επιστημονικός τρόπος προσέγγισης της κοινωνικής πραγματικότητας οδηγεί σε μια νέα, καινοτόμο αισθητική που αντιμετωπίζει το άσχημο, το άρρωστο, το περιθωριακό ως άξια προσοχής· αυτή η αισθητική αντιστέκεται κατ’ αυτόν τον τρόπο στην ιδεαλιστική αποτύπωση του ωραίου, αλλά και στον αισθητικό εξωραϊσμό της πραγματικότητας, που συχνά εφάρμοσε ο ρεαλισμός.
Πόσο σημαντική είναι η «επιστημονική» μέθοδος παρατήρησης της κοινωνικής πραγματικότητας
Πόσο σημαντική είναι η «επιστημονική» μέθοδος παρατήρησης της κοινωνικής πραγματικότητας
στην οποία στοχεύουν οι νατουραλιστές καταδεικνύεται από το δοκίμιο Το πειραματικό μυθιστόρημα του Εμίλ Ζολά, πρωτεργάτη του γαλλικού νατουραλισμού, το οποίο συνόδευε το 1880 τη δεύτερη έκδοση του μυθιστορήματός του Τερέζα Ρακέν (Thérèse Raquin, 1867):
Στις λογοτεχνικές μελέτες μου, έχω συχνά μιλήσει για την πειραματική μέθοδο που εφαρμόζεται στο μυθιστόρημα και στο δράμα. Η επιστροφή στη φύση, η νατουραλιστική εξέλιξη που κομίζει ο αιώνας, ωθεί βαθμιαία όλες τις εκδηλώσεις της ανθρώπινης διανόησης στην ίδια επιστημονική οδό. Μονάχα η ιδέα μιας λογοτεχνίας που καθορίζεται από την επιστήμη μπόρεσε να εκπλήξει, επειδή δεν αποσαφηνίστηκε και δεν κατανοήθηκε. Μου φαίνεται συνεπώς ορθό να πω ξεκάθαρα αυτό που πρέπει να εννοούμε, κατά τη γνώμη μου, ως πειραματικό μυθιστόρημα. Θα κάνω απλώς μια δουλειά προσαρμογής, αφού η πειραματική μέθοδος ορίστηκε με εξαιρετική δύναμη και διαύγεια από τον Κλωντ Μπερνάρ στην Εισαγωγή [του] στη μελέτη της πειραματικής επιστήμης. […] Θα επιδιώξω να αποδείξω με τη σειρά μου ότι αν η πειραματική μέθοδος οδηγεί στη γνώση της υλικής/φυσικής ζωής,
πρέπει να οδηγεί επίσης στη γνώση της διανοητικής ζωής και της ζωής των παθών. Δεν είναι παρά ένα ζήτημα διαβάθμισης μέσα στον ίδιο δρόμο, από τη χημεία στη φυσιολογία, μετά από τη φυσιολογία στην ανθρωπολογία και στην κοινωνιολογία. Το πειραματικό μυθιστόρημα είναι στο βάθος.
Ο Κλωντ Μπερνάρ […] καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εμπειρία κατά βάθος δεν είναι παρά μια προκληθείσα παρατήρηση. […] Ο σκοπός της πειραματικής μεθόδου, η κατάληξη κάθε επιστημονικής έρευνας είναι συνεπώς ίδια τόσο για τα έμβια όντα όσο και για τα άβια: συνίσταται στο να αναζητήσει τις σχέσεις που συνδέουν ένα οποιοδήποτε φαινόμενο με την εγγύτερη αιτία του, δηλαδή, να προσδιορίσει τις συνθήκες εκείνες που είναι αναγκαίες για την εμφάνιση αυτού του φαινομένου.
Ο Κλωντ Μπερνάρ […] καταλήγει στο συμπέρασμα ότι η εμπειρία κατά βάθος δεν είναι παρά μια προκληθείσα παρατήρηση. […] Ο σκοπός της πειραματικής μεθόδου, η κατάληξη κάθε επιστημονικής έρευνας είναι συνεπώς ίδια τόσο για τα έμβια όντα όσο και για τα άβια: συνίσταται στο να αναζητήσει τις σχέσεις που συνδέουν ένα οποιοδήποτε φαινόμενο με την εγγύτερη αιτία του, δηλαδή, να προσδιορίσει τις συνθήκες εκείνες που είναι αναγκαίες για την εμφάνιση αυτού του φαινομένου.
Η πειραματική επιστήμη δεν ανησυχεί για το γιατί των πραγμάτων, αλλά εξηγεί το πώς, τίποτα περισσότερο. […]
Ε, λοιπόν! Επανερχόμαστε στο μυθιστόρημα και βλέπουμε ότι και ο μυθιστοριογράφος είναι εξίσου καμωμένος από έναν παρατηρητή και έναν πειραματιστή. Ο παρατηρητής του παρέχει τα γεγονότα έτσι όπως τα έχει παρατηρήσει, δίνει το σημείο αφετηρίας, ορίζει το στέρεο έδαφος πάνω στο οποίο θα πορευτούν τα πρόσωπα και θα αναπτυχθούν τα φαινόμενα. Έπειτα, ο πειραματιστής εμφανίζει και θεσπίζει την εμπειρία, θέλω να πω ότι κάνει τα πρόσωπα να κινούνται μέσα σε μια ιδιαίτερη ιστορία, για να δείξει ότι η διαδοχή των γεγονότων θα είναι αυτή που απαιτεί ο ντετερμινισμός των φαινομένων που έχουν τεθεί υπό μελέτη. […]
Το πρόβλημα είναι να ξέρεις τι ακριβώς θα παράξει αυτό το πάθος, δρώντας σ’ ένα τέτοιο περιβάλλον και υπ’ αυτές τις συνθήκες, από την άποψη του ατόμου και της κοινωνίας. […] Στο βάθος υπάρχει η γνώση του ανθρώπου, η επιστημονική γνώση, ως προς την ατομική και κοινωνική του δράση. […] Αναντίρρητα το νατουραλιστικό μυθιστόρημα, έτσι όπως το αντιλαμβανόμαστε τώρα, είναι μια αληθινή εμπειρία την οποία κάνει ο μυθιστοριογράφος για τον άνθρωπο, υποβοηθούμενος από την παρατήρηση. […] Έτσι λοιπόν, αντί να περιορίσει το μυθιστοριογράφο μέσα σε ασφυκτικά όρια, η
πειραματική μέθοδος αφήνει ελεύθερη τη νόησή του ως στοχαστή και την ιδιοφυΐα του ως δημιουργού. Αυτός θα πρέπει να παρατηρήσει, να κατανοήσει, να επινοήσει. (Zola, 1-18)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου