Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Το φαινόμενο της «συλλογομανίας» και της «ομιλομανίας» στην Ελλάδα

Το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα η ίδρυση συλλόγων στην Ελλάδα έλαβε τη μορφή φαινομένου μεγάλων διαστάσεων, καθώς πολλές δεκάδες σύλλογοι ιδρύονταν κάθε χρόνο. Ενδεικτικό της σημαντικής θέσης των συλλόγων στη ζωή των πόλεων είναι ότι για τα προεδρεία των αναγνωρισμένων, με βασιλικό διάταγμα, αθλητικών, γυμναστικών, επιστημονικών, φιλολογικών και μουσικών συλλόγων προβλεπόταν η υπ’ αριθμόν 9 κερκίδα του δεξιού σκέλους της κάτω ζώνης του Παναθηναϊκού Σταδίου, σύμφωνα με την εφημερίδα Εφημερίς (στο Μπαρμπάκη 2009).

Η χρησιμοποίηση ειδικής λέξης που χαρακτήριζε την τάση για δημιουργία νέων συλλόγων είναι ενδεικτική του ότι οι σύγχρονοι αναγνώριζαν τη διάδοση του φαινομένου. 

Συγκεκριμένα, πρόκειται για τον όρο «συλλογομανία» που χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά από τον Φιλοποίμενα Παρασκευαΐδη στο συνέδριο των «απανταχού ελληνικών συλλόγων» το 1879. Η τάση αυτή χαρακτηρίστηκε επικίνδυνη, επειδή πολλοί από τους ιδρυτές συλλόγων επιδίωκαν με κάθε τρόπο την ηγετική προβολή τους (Γκούτος 1988· Κουλούρη 1997). 

Ο όρος θησαυρίζεται και στο λεξικό του Κουμανούδη και η ερμηνεία του είναι η εξής: «συλλογομανία η καταλαβούσα τους Έλληνας τας τελευταίας δεκαετηρίδας μετά την του Ελληνικού Φιλολογικού Συλλόγου Κωνπλεως [sic] σύστασιν» (Κουμανούδης 1998). Ο Κουμανούδης εντοπίζει τη λέξη αρκετά μετά το 1879, στις 8-2-1892, σε άρθρο της εφημερίδας Ακρόπολις. Επίσης, ο όρος συναντάται ενάμιση χρόνο αργότερα και στην εφημερίδα Εφημερίς, η οποία κριτικάρει το φαινόμενο. 

Μία δεκαετία αργότερα, με την ίδρυση του Ομίλου Φιλόπλων, η «νόσος», όπως χαρακτηρίζεται από τον τύπο της εποχής, εμφανίστηκε με νέα μορφή, την «ομιλομανία», με παραδείγματα τον Όμιλο των Φιλομούσων και τον Όμιλο των Ερετών (εφημερίδα Εφημερίς: στο Μπαρμπάκη 2009, 43). Άλλωστε στην παραπάνω εφημερίδα υπήρχε κατά καιρούς στήλη με το όνομα Σύλλογοι, όπου καταγραφόταν η δραστηριότητα των αθηναϊκών και πειραϊκών συλλόγων. Και άλλη εφημερίδα, η Νέα Εφημερίς, αναφέρεται σκωπτικά στην αντιπαλότητα μεταξύ των μελών των συλλόγων και στην τάση των Ελλήνων να καταλαμβάνουν αξιώματα παραθέτοντας μάλιστα και χαρακτηριστικά ανέκδοτα (εφημερίδα Νέα Εφημερίς: στο Μπαρμπάκη 2009, 73).

Σε εκτενές άρθρο στην εφημερίδα Εμπρός αρθρογράφου με την υπογραφή «Πηλ.» και τίτλο «Συλλογομανία», αναφέρεται ότι η τάση της νεολαίας για ίδρυση συλλόγων έφτασε στο ύψιστο σημείο τα έτη 1875-1885 και ότι αν υπήρχε στατιστική που να δείχνει τον αριθμό των «ημεροβίων» αυτών, ως επί το πλείστον, συλλόγων, θα έδειχνε ότι είναι  ανώτερος και από τη δύναμη του Ελληνικού στρατού. Η νεολαία «πριν ή έτι εγκαταλείψη τα Γυμνασιακά βάθρα» επιδίωκε την ίδρυση συλλόγων, από τους οποίους διάρκεια είχε μόνο ο «Παρνασσός», συνεχίζει ο αρθρογράφος, προσθέτοντας τα παρακάτω χαρακτηριστικά λόγια του Χαραλάμπη Άννινου:

Οι σύλλογοι, τότε, ανεφύοντο εν Αθήναις ως αι ραφανίδες εις τους κήπους μετά βροχήν φθινοπωρινήν. Αι οδοί της πρωτευούσης είχον πλημμυρήσει από προέδρους και αντιπροέδρους συλλόγων μόλις απογαλακτισθέντας, και από μέλη μόλις ορατά διά του γυμνού οφθαλμού. Εις τας οικίας οι μεταβαίνοντες να ενοικιάσωσι πάτωμα ή δωμάτιον ηρώτων τον ιδιοκτήτην μη έχη συλλόγους, απαράλλακτα ως άλλοι ερωτώσιν αν έχη κορέους. Οι σύζυγοι των εγκυμονουσών έτρεμον μη αι σύζυγοί των γεννήσωσιν ολόκληρον σύλλογον κατηρτισμένον μετά του προεδρείου [!]. (εφημερίδα Εμπρός: στο Μπαρμπάκη 2009, 73)

Κριτική για τον μεγάλο αριθμό των συλλόγων που δημιουργούνταν εκείνη την εποχή δεν παρέλειψε να κάνει και ο γνωστός για το οξύ του πνεύμα Εμμανουήλ Ροΐδης. Ισχυρίζεται ότι η πληθώρα όλων αυτών των συλλόγων είχε θεωρηθεί αναγκαία από τους συγχρόνους του για ένα έθνος προορισμένο να φωτίσει την Ανατολή, όπως η Ελλάδα, αλλά χαρακτηρίζει τους Έλληνες αδιάφορους για την ποιότητα των συλλόγων αυτών «όσον νεόπλουτος παντοπώλης εις το περιεχόμενον των χρυσοδέτων τόμων του, των οποίων προορισμός είναι κατ’ αυτόν ουχί ν’ αναγινώσκωνται, αλλά ν’ αποτελώσι βιβλιοθήκη, αναγκαίον σκεύος ευρωπαϊκώς ηυτρεπισμένου μεγάρου» (Ροΐδης 2005, 167-168). 

Η συλλογομανία, «ένδειξη […] κοινωνιών με διαθεσιμότητες σε χρόνο και ενεργητικότητα», σύμφωνα με τους Ηλιού και Πολέμη (2006, 24), βρίσκεται στο απόγειό της τη δεκαετία του 1870, όπως μαρτυρεί το ποσοστό του 11,7% επί του συνόλου των βιβλιογραφικών μονάδων σε καταστατικά και λογοδοσίες σωματείων, πράγμα που τους δίνει την τέταρτη θέση στο σύνολο της βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα. Το φαινόμενο «απηχεί μεθοδεύσεις για αποτελεσματικότερη οικονομική δράση, αλλά και ιδεολογική παρέμβαση και χειραγώγηση, που συνήθως πηγάζουν από τις ίδιες κοινωνικές ομάδες» (Ηλιού & Πολέμη 2006, 26).

Τα ενδιαφέροντα και οι σκοποί των σωματείων αυτών εμφανίζονται να καλύπτουν ένα ευρύτατο φάσμα, όπως υπεράσπιση επαγγελματικών συμφερόντων, ηθική διαπαιδαγώγηση των λαϊκών στρωμάτων, διαχείριση του ελεύθερου χρόνου, φτάνοντας κάποτε και σε αρκετά πρωτότυπες για την εποχή επιδιώξεις, όπως μαρτυρούν οι ονομασίες Σύλλογος Ατέκνων Αιγίου (1901) ή Σύλλογος Εκθέτων Βρεφών Βόλου (1904) (Γκούτος 1988).

Η μεγαλύτερη κατηγορία συλλόγων, οι περισσότεροι των οποίων ιδρύθηκαν στην Αθήνα τις δεκαετίες 1860, ’70 και ’80, με τα υπόλοιπα αστικά κέντρα να ακολουθούν, ήταν σύλλογοι επιστημονικού και εκπαιδευτικού χαρακτήρα, από τους οποίους τη μεγαλύτερη δράση είχαν, μεταξύ άλλων, ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός» (1865), η Εταιρεία των Φίλων του Λαού (1865), ο Φιλολογικός Σύλλογος «Βύρων» (1868), ο Σύλλογος προς Διάδοσιν των Ελληνικών Γραμμάτων (1869), που είχε και τμήμα για τις Καλές Τέχνες, ο Ελληνικός Διδασκαλικός Σύλλογος (1873), η Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία (1883), ο Σύλλογος Φυσικών Επιστημών (1887) και η εν Αθήναις Αρχαιολογική Εταιρεία (1888). Είχε προηγηθεί η ίδρυση της Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας αρκετά νωρίτερα, το 1836.
Κάποιοι από τους παραπάνω συλλόγους είχαν και μουσικές δραστηριότητες, όπως ο Φιλολογικός Σύλλογος «Παρνασσός», η Εταιρεία των Φίλων του Λαού, η Εταιρεία για τη Διδασκαλία Αρχαίων Δραμάτων (1876), ο Σύλλογος Μικρασιατών «Η Ανατολή» (1891) και άλλοι. Επίσης, μουσικές δραστηριότητες είχαν διάφοροι γυμναστικοί σύλλογοι, πολλοί από τους οποίους είχαν ξεκινήσει ως μουσικοί ή μουσικογυμναστικοί, όπως η περίπτωση του Πανιωνίου της Σμύρνης που προήλθε από τον Μουσικό Όμιλο «Ορφεύς» του 1890, του συλλόγου «Απόλλων» της Σμύρνης που εμφανίστηκε το 1891 για πρώτη φορά ως μουσικό σωματείο και του Παναχαϊκού Γυμναστικού Συλλόγου που ίδρυσε το 1893 μουσικό τμήμα.

Παράλληλες μουσικές δραστηριότητες, που προβλέπονται μάλιστα από τα καταστατικά τους, συναντά κανείς σε διάφορους εικαστικούς συλλόγους της δεκαετίας του 1890, όπως το Καλλιτεχνικό Κέντρο Πειραιώς (1896), ο Σύλλογος Φιλοτέχνων (1894), ο Όμιλος Φιλοτέχνων (1893) και η Εταιρεία Φιλοτέχνων (1899) με έδρα την Αθήνα.

Εκτός ελληνικού κράτους, στην Κωνσταντινούπολη, η εμφάνιση των συλλόγων προσέλαβε ιδιαίτερες διαστάσεις προς το τέλος της δεκαετίας του 1860. Η εφημερίδα Νεολόγος της Κωνσταντινούπολης στις αρχές του 1870 παρατηρεί ότι σχεδόν κάθε μέρα στις εγχώριες εφημερίδες αναγγέλλεται η σύσταση ενός νέου συλλόγου ή ευεργετικού σωματείου. Το φαινόμενο ίδρυσης συλλόγων αποτέλεσε μία νέα μορφή συλλογικής  δραστηριότητας και καταγράφεται σε μία περίοδο κατά την οποία η διαμόρφωση μιας ελληνορθόδοξης αστικής τάξης φαίνεται να παίρνει την οριστική της μορφή (Εξερτζόγλου 1996· Κονόρτας 2003).

Παράλληλα, η δυναμική διείσδυση των Ελλήνων της διασποράς στον ελλαδικό χώρο τη δεκαετία του 1870 οδηγεί στην ίδρυση της πρώτης κλειστής ελληνικής λέσχης στην Αθήνα το 1875 με την επωνυμία Αθηναϊκή Λέσχη. 

Τις επόμενες τρεις δεκαετίες έχουμε αξιοσημείωτη παρουσία λεσχών σε πολλά αστικά κέντρα του ελλαδικού χώρου, όπως στον Πειραιά, όπου συγκροτήθηκαν λέσχες οι οποίες διοργάνωναν μεταξύ άλλων διαλέξεις, κοινωνικές συγκεντρώσεις, φιλανθρωπικές γιορτές, μουσικές εκδηλώσεις και μουσικοχορευτικές εσπερίδες. Η πρώτη λέσχη του Πειραιά ιδρύθηκε το 1841 με το όνομα «Αρμονία», ενώ το 1894 ιδρύεται στην πόλη η εμπορική λέσχη «Ερμής». Ο κλειστός χαρακτήρας των λεσχών επιβεβαιώνεται σε πολλές περιπτώσεις. 

Για παράδειγμα, σύμφωνα με τον κανονισμό που εξέδωσε η Αθηναϊκή Λέσχη, τα μέλη της δεν μπορούσαν να υπερβαίνουν τους 120, ενώ κανένας δεν μπορούσε να εισέρχεται στη λέσχη αν δεν ήταν μέλος της. Οι ιδρυτές της ήταν υψηλόβαθμα στελέχη της πολιτικής και οικονομικής ζωής της χώρας, τα ονόματα αρκετών από τους παραπάνω συναντώνται επίσης στους καταλόγους των μελών και των δωρητών πολλών μουσικών συλλόγων (Μπαρμπάκη 2009, 75). Λέσχες λειτουργούσαν επίσης στα Επτάνησα από τον 18ο αιώνα. Ξεκίνησαν ως εντευκτήρια αξιωματούχων και με την πάροδο του χρόνου μετατράπηκαν σε χώρους διασκέδασης και χαρτοπαιγνίου (Καπάδοχος 1991· Χυτήρης 1994). 

Κύριος σκοπός των λεσχών ήταν η διασκέδαση και η διαπροσωπική και επαγγελματική επικοινωνία των μελών τους, τα οποία περιχαρακώνονταν με αυτόν τον τρόπο από τις υπόλοιπες κοινωνικές ομάδες. Η Σκαλτσά (1983, 295) επισημαίνει ότι «μέσα από την ομοιογένεια των ενδιαφερόντων και την ταυτότητα στόχων, [τα μέλη μιας λέσχης είχαν τη δυνατότητα] να αυτοεπιβεβαιώνονται και να αισθάνονται ασφαλείς προωθώντας τα γενικότερα συμφέροντα της τάξης τους και τα ειδικότερα της ομάδας τους».

Στα τέλη του 19ου αιώνα διατυπώνεται το αίτημα για επικοινωνία μεταξύ των διαφορετικών συλλόγων, κάτι που είχε σχεδιαστεί να επιτευχθεί με τη σύγκληση συνεδρίων σε τακτές χρονικές περιόδους με εκπροσώπους από όλους τους συλλόγους. Το σχέδιο αυτό δεν πραγματοποιήθηκε παρά μόνο το 1879, οπότε έγινε στην Αθήνα ένα συνέδριο των «απανταχού ελληνικών συλλόγων» με πρωτοβουλία του Φιλολογικού Συλλόγου «Παρνασσός». Στο συνέδριο αυτό είχε αναγγελθεί ότι ο θεσμός θα καθιερωνόταν, πράγμα που δεν έγινε. Λίγα χρόνια αργότερα διοργανώθηκε ανάλογο συνέδριο στην Κωνσταντινούπολη, όμως την τελευταία στιγμή απαγορεύτηκε από την οθωμανική εξουσία η πραγματοποίησή του. 

Στο αθηναϊκό συνέδριο του 1879 έλαβαν μέρος 63 σωματεία, κυρίως φιλεκπαιδευτικά, από το ελληνικό κράτος, τον ελληνισμό της διασποράς και τις ελληνικές κοινότητες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Από τους μουσικούς συλλόγους της Αθήνας παρευρέθηκε ο Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος με εκπροσώπους τον πρόεδρο του Διοικητικού του Συμβουλίου Μάρκο Ρενιέρη, τον ταμία Νικόλαο Χατσόπουλο και το μέλος Μιχαήλ Μελά (Μπαρμπάκη 2009).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου