Στην Αγγλία, ο όρος Ρομαντισμός αρχικά περιγράφει την ποίηση του Μεσαίωνα και επιδιώκει να τη διαχωρίσει υφολογικά από την αρχαία γραμματεία· αργότερα σημαίνει τη λογοτεχνία του 19ου αιώνα, παρ’ όλο που οι ίδιοι οι λογοτέχνες της εποχής δεν αυτοπροσδιορίζονται μετ’ επιτάσεως ως ρομαντικοί.
Στη Γαλλία, ο Ρομαντισμός αντιμετωπίζεται ως το αντίπαλο δέος του κλασικισμού, που επί Ναπολέοντα προσλαμβάνει εκ νέου σημαίνοντα ρόλο.
Η Γερμανία πάλι είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Μετά τη Θύελλα και Ορμή ακολουθεί ο γερμανικός
Στη Γαλλία, ο Ρομαντισμός αντιμετωπίζεται ως το αντίπαλο δέος του κλασικισμού, που επί Ναπολέοντα προσλαμβάνει εκ νέου σημαίνοντα ρόλο.
Η Γερμανία πάλι είναι ιδιαίτερη περίπτωση. Μετά τη Θύελλα και Ορμή ακολουθεί ο γερμανικός
Κλασικισμός –προϊόν της φιλίας μεταξύ Γκαίτε και Schiller– που τον ακολουθεί και εδώ ο Ρομαντισμός.
Το γεγονός ότι και σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, ο Ρομαντισμός αντιτάχτηκε στον κλασικισμό οδήγησε στην άποψη ότι ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι, πράγμα που δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι απόλυτα.
Το γεγονός ότι και σε άλλες χώρες, όπως η Ιταλία ή η Ισπανία, ο Ρομαντισμός αντιτάχτηκε στον κλασικισμό οδήγησε στην άποψη ότι ο κλασικισμός και ο ρομαντισμός είναι εκ διαμέτρου αντίθετοι, πράγμα που δεν ισχύει, τουλάχιστον όχι απόλυτα.
Αν θεωρήσουμε ότι κλασικισμός είναι η δημιουργική συνέχεια της ελληνορωμαϊκής παράδοσης, τότε πρέπει να έχουμε κατά νου ότι οι ρομαντικοί στρέφονται και προς άλλες παραδόσεις και προς άλλες ιστορικές εποχές. Έτσι, οι ρομαντικοί δείχνουν ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τον Μεσαίωνα ως μεταφορά του ξένου και του ανεξερεύνητου (διάδοχο σχήμα του οποίου είναι ο εξωτισμός του 19ου αιώνα), χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απορρίπτουν την κλασική παράδοση της αρχαίας Ελλάδας και της Ρώμης.
Απορρίπτουν τη ρυθμιστική λογική επί της ποίησης που επέβαλαν οι νεοαριστοτελικές ποιητικές, όπως του Opitz και του Gottsched στη Γερμανία ή του Boileau στη Γαλλία, αλλά όχι κάθε κλασικό κείμενο.
Επί παραδείγματι, η έννοια του υψηλού και ο Λογγίνος παίζουν πολύ σημαντικό ρόλο στον Ρομαντισμό, ενώ δεν είναι τυχαίο ότι ο Βέρθερος, ο πρωτορομανικός ήρωας, διαβάζει Όμηρο στο πρωτότυπο, όπως άλλωστε και ο ίδιος ο νεαρός Γκαίτε.
Σε ένα γράμμα του στα μέσα Ιουλίου του 1772, πριν ακόμα από την συγγραφή και την έκδοση του Βέρθερου, ο Γκαίτε γράφει προς τον τότε μέντορά του Johann Gottfried Herder:
«Από τότε που αισθάνομαι τη δύναμη των λέξεων στήθος και πραπίδες [εδώ υπάρχουν ελληνικά στο πρωτότυπο], γεννήθηκε ένας νέος κόσμος μέσα μου. Δυστυχής ο άνθρωπος για τον οποίο μόνο το κεφάλι του σημαίνει κάτι. Εγώ κατοικώ τώρα στον Πίνδαρο [...]. Από τότε που έχω να λάβω νέα σας, οι Έλληνες αποτελούν τη μοναδική μου σπουδή» (Goethe, 1987, 17)
Ωστόσο, ο Ρομαντισμός διαφοροποιείται από τον κλασικισμό στο τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την ελληνορωμαϊκή παράδοση, ερμηνεύοντάς την στη βάση της δικής του οπτικής. Έτσι, ο Wordsworth στο Letter to a friend of Burns (1816) σημειώνει: «Η δουλειά μας [με τα βιβλία των κλασικών συγγραφέων] είναι να τα καταλαβαίνουμε και να τα απολαμβάνουμε. Και ειδικά για τους ποιητές, είναι αλήθεια ότι, αν τα έργα τους είναι καλά, τότε εμπεριέχουν όλα όσα είναι απαραίτητα για την κατανόηση και την απόλαυσή τους. Μάλλον θα πρέπει οι παλαιότεροι να σκέφτονταν με αυτόν τον τρόπo για τους πρωτοπόρους Έλληνες και Ρωμαίους ποιητές […]. Είναι ευχάριστο να διαβάζει κάποιος αυτά που ο Οράτιος επιλέγει να πει για τον εαυτό του και τους φίλους του σε μια ευχάριστη άσκηση της ιδιοφυΐας του» (Wordsworth, 1967, 11).
Εδώ ο τόνος είναι στην απλότητα των γραφής και στη δεδομένη κατανόηση εκ μέρους του αναγνώστη, που είναι προγραμματική στον αγγλικό Ρομαντισμό και που ο Wordsworth θεωρεί ότι είναι κάτι που διακρίνει και την Αρχαιότητα.
Η ιδιοφυΐα από την άλλη, που χαρακτηρίζει τον Οράτιο, ο οποίος εκφράζει το εγώ του μέσα από τα γραπτά του, είναι κεντρική στον Ρομαντισμό.
Όπως σημειώνει ο Paul H. Fry: «Ίσως το ασφαλέστερο πράγμα που μπορεί να πει κάποιος για τον Ρομαντισμό σε σχέση με τα κλασικά πρότυπα είναι ότι είναι εξαιρετικά ασταθής σε αντίθεση με τον Προρομαντισμό.
Ο Friedrich και o August Wilhelm Schlegel, για παράδειγμα, φαίνεται να συμφωνούν σε μεγάλο βαθμό με την κλασική παράδοση (και ήταν ο Friedrich, ο οποίος ξεκίνησε, όπως ο Νίτσε, ως κλασικός φιλόλογος)˙ και ενώ ο Friedrich επέκρινε τον Γκαίτε για το νεοκλασικισμό του στο περιοδικό Propyläen, ο αδελφός του με μια εξαιρετικά νεοκλασικιστική τακτική άσκησε κριτική στην ολιγωρία του Αριστοτέλη να κρίνει το έπος με βάση τους κανόνες της τραγωδίας. Παράλληλα με τη μεταβλητότητα αυτών των απόψεων υπάρχει το ένστικτο για συμβιβασμό, το οποίο φαίνεται να αποσκοπεί ακριβώς στο να αποθαρρύνει την τάση για ακρότητες. Για το λόγο αυτό, ο Friedrich Schlegel μπορεί να λέει πράγματα όπως “Είναι εξίσου ολέθριο για το μυαλό να έχει ένα σύστημα, και να μην έχει κανένα. Θα πρέπει απλώς κάποιος να αποφασίσει να τα συνδυάσει και τα δύο”˙ ή πάλι: “Όλες οι ρομαντικές μελέτες πρέπει να γίνουν κλασικές˙ όλες οι κλασικές μελέτες πρέπει να γίνουν ρομαντικές”» (Fry, 14-15).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου