Ο φιλελευθερισμός, εκδηλώνει μια καταστατική καχυποψία προς το κράτος. Το εκλαμβάνει ως ένα σύνολο εξουσιαστικών θεσμών, που έχει ενδιάθετη την τάση να θέλει να γίνεται μεγαλύτερο και πιο παρεμβατικό, αποτελώντας διαρκή κίνδυνο για τις ατομικές ελευθερίες και δικαιώματα. Οι φιλελεύθεροι, ωστόσο, θεωρούν ότι το μικρό ή, έστω, το ελάχιστο κράτος είναι απαραίτητο. Και αυτό διότι μόνο το κράτος μπορεί να εγγυηθεί κάποιες θεμελιώδεις συνθήκες σταθερής και ειρηνικής συμβίωσης, ενώ επιπλέον μπορεί να συμπληρώσει τον θεσμό της ελεύθερης αγοράς, παρέχοντας εκείνα τα αγαθά που εκ της φύσεώς τους είναι αμιγώς δημόσια. Έτσι, ακόμη και οι πλέον ανυποχώρητοι φιλελεύθεροι αποδέχονται ως αναγκαίο κακό την ύπαρξη ενός κράτους-νυχτοφύλακα, δηλαδή ενός κράτους που δεν του απομένει παρά σχεδόν μόνον ο λεγόμενος σκληρός πυρήνας του. Με άλλα λόγια, ο φιλελευθερισμός αναγνωρίζει ότι το κράτος καλώς έχει το αναγνωρισμένο μονοπώλιο της νόμιμης βίας, μεριμνώντας για την εσωτερική ασφάλεια και τάξη (αστυνομία, Δικαιοσύνη κτλ.) και την εξωτερική ασφάλεια (στρατός), ενώ επιπλέον εύλογα διατηρεί έναν εποπτικό και ρυθμιστικό ρόλο στην οικονομία, προκειμένου να διασφαλιστεί η ομαλή λειτουργία της αγοράς, του ανταγωνισμού κτλ. Βεβαίως, σε αντιστάθμισμα υποστηρίζει αταλάντευτα την ύπαρξη ενός κράτους εσωτερικά κατακερματισμένου με «ελέγχους και εξισορροπήσεις», τέτοιες που θα αποτρέπουν τη συγκέντρωση υπερβολικής εξουσίας σε ένα σημείο του, και περιοριζόμενου από αρχές Συνταγματισμού.
Ο αναρχοκαπιταλισμός αίρει τις σχετικές επιφυλάξεις του φιλελευθερισμού για την ύπαρξη του
κράτους. Ασφαλώς, το θεωρεί κάτι το κακό, όχι όμως αναγκαίο. Και αυτό διότι, εν τέλει, όλες οι λειτουργίες που αναλαμβάνει παραδοσιακά το κράτος μπορούν, ισχυρίζεται, να αναληφθούν ‒αν όχι με άριστο τρόπο, πάντως πιο αποτελεσματικά και με ακέραιη την ατομική ελευθερία‒ από τους μηχανισμούς της ελεύθερης, καπιταλιστικής αγοράς.
Προκειμένου να τεκμηριωθεί αυτός ο ισχυρισμός, ο αναρχοκαπιταλισμός φτάνει στην ακραία τους κατάληξη εμπειρικές εκδοχές επέκτασης της αγοράς σε πεδία που εκλαμβάνονταν αυτονοήτως ως κρατικά μονοπώλια.
Για παράδειγμα, θεωρεί ότι η πρακτική της οικειοθελούς και από κοινού προσφυγής επιχειρήσεων που αμφισβητούν τους όρους της μεταξύ τους συναλλαγής σε ιδιωτικές εταιρείες επιδιαιτησίας είναι γενικεύσιμη, όσον αφορά την εκδίκαση αστικών διαφορών και εν τέλει συνολικά τον θεσμό της
Προκειμένου να τεκμηριωθεί αυτός ο ισχυρισμός, ο αναρχοκαπιταλισμός φτάνει στην ακραία τους κατάληξη εμπειρικές εκδοχές επέκτασης της αγοράς σε πεδία που εκλαμβάνονταν αυτονοήτως ως κρατικά μονοπώλια.
Για παράδειγμα, θεωρεί ότι η πρακτική της οικειοθελούς και από κοινού προσφυγής επιχειρήσεων που αμφισβητούν τους όρους της μεταξύ τους συναλλαγής σε ιδιωτικές εταιρείες επιδιαιτησίας είναι γενικεύσιμη, όσον αφορά την εκδίκαση αστικών διαφορών και εν τέλει συνολικά τον θεσμό της
Δικαιοσύνης.
Η ιδέα είναι ότι τα γραφειοκρατικά, χρονοβόρα, τυπολατρικά δικαστήρια μπορούν να υποκατασταθούν από εταιρείες που θα διαμεσολαβούν μεταξύ των δύο μερών και θα λειτουργούν ευέλικτα και πρακτικά, επομένως και πιο γρήγορα και αποδοτικά. Κατ’ αναλογία, η ασφάλεια και η τάξη μπορούν να θεωρηθούν ως υπηρεσίες που παρέχουν ιδιωτικές εταιρείες, τις οποίες μπορούν να αγοράσουν οι
Η ιδέα είναι ότι τα γραφειοκρατικά, χρονοβόρα, τυπολατρικά δικαστήρια μπορούν να υποκατασταθούν από εταιρείες που θα διαμεσολαβούν μεταξύ των δύο μερών και θα λειτουργούν ευέλικτα και πρακτικά, επομένως και πιο γρήγορα και αποδοτικά. Κατ’ αναλογία, η ασφάλεια και η τάξη μπορούν να θεωρηθούν ως υπηρεσίες που παρέχουν ιδιωτικές εταιρείες, τις οποίες μπορούν να αγοράσουν οι
ενδιαφερόμενοι ιδιώτες.
Το επιχείρημα είναι ότι σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού το αποτέλεσμα θα είναι συγκριτικά ανώτερο ως προς αυτό που μπορεί να παράσχει η αστυνομία. Ανάλογες θέσεις έχουν υποστηριχθεί ακόμη και για τον στρατό –με βάση και τον διευρυμένο ρόλο που παίζουν τα τελευταία χρόνια
Το επιχείρημα είναι ότι σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού το αποτέλεσμα θα είναι συγκριτικά ανώτερο ως προς αυτό που μπορεί να παράσχει η αστυνομία. Ανάλογες θέσεις έχουν υποστηριχθεί ακόμη και για τον στρατό –με βάση και τον διευρυμένο ρόλο που παίζουν τα τελευταία χρόνια
ιδιωτικές εταιρείες «ασφάλειας», στις οποίες για παράδειγμα ο αμερικανικός στρατός αναθέτει «υπηρεσίες φύλαξης», με βάση σχετικό συμβόλαιο– ή τη διοίκηση και διαχείριση των φυλακών, μέρος των οποίων ανατίθεται ήδη σε ιδιωτικές εταιρείες, στις ΗΠΑ κυρίως.
Murray Rothbard (1926 – 1995)
Σε θεωρητικό επίπεδο, ο Murray Rothbard είναι ο πιο σημαντικός υπέρμαχος του αναρχοκαπιταλισμού. Στην αφετηρία της σκέψης του βρίσκεται μια ριζικά φιλελεύθερη αντίληψη της ανθρώπινης φύσης.
Σύμφωνα με αυτήν, είμαστε εγωιστικά, κτητικά, ορθολογικά πλάσματα και κύριοι του εαυτού μας.
Επηρεασμένος από τον John Locke, με βάση τα παραπάνω και δεδομένου ότι έχουμε την κυριότητα του εαυτού μας, οδηγείται στο συμπέρασμα ότι και η ατομική ιδιοκτησία –που προκύπτει από την
πρόσμειξη της εργασίας μας στη γη και γενικότερα σε διαθέσιμους πόρους– είναι ένα φυσικό και
απαράγραπτο δικαίωμα, το οποίο κανείς δεν νομιμοποιείται να μας στερήσει με οποιονδήποτε τρόπο, και επομένως κάθε σχετική αξίωση, π.χ. η κρατική φορολογία, είναι εντελώς αυθαίρετη.
Ο ακραίος ατομικισμός του Rothbard τον οδηγεί πράγματι να μην αναγνωρίζει καν την ύπαρξη κοινωνίας, παρά μόνον άτομα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Το κάθε άτομο, λοιπόν, έχει φυσικό και απόλυτο δικαίωμα στον ίδιο του τον εαυτό, στο σώμα και στην ιδιοκτησία του, και επομένως έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει την ελευθερία του, χωρίς να υφίσταται βία, καταναγκασμό κ.ο.κ. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συναλλάσσεται με άλλα άτομα και να συνάπτει σχετικές συμφωνίες και συμβόλαια.
Ο Rothbard ενδιαφέρεται κυρίως για την απουσία εμποδίων στην ελεύθερη δράση του ατόμου και αντιμετωπίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα με τυπικούς και όχι ουσιαστικούς όρους, δηλαδή δεν ασχολείται με τις διαφορές πλούτου και τη διαφορετική θέση που μπορεί να έχουν οι συναλλασσόμενοι, αλλά με το εάν υπάρχει ή όχι εξωγενής προσβολή της ατομικής ιδιοκτησίας.
Ο ακραίος ατομικισμός του Rothbard τον οδηγεί πράγματι να μην αναγνωρίζει καν την ύπαρξη κοινωνίας, παρά μόνον άτομα που αλληλεπιδρούν μεταξύ τους.
Το κάθε άτομο, λοιπόν, έχει φυσικό και απόλυτο δικαίωμα στον ίδιο του τον εαυτό, στο σώμα και στην ιδιοκτησία του, και επομένως έχει το δικαίωμα να απολαμβάνει την ελευθερία του, χωρίς να υφίσταται βία, καταναγκασμό κ.ο.κ. Σε αυτό το πλαίσιο, μπορεί να συναλλάσσεται με άλλα άτομα και να συνάπτει σχετικές συμφωνίες και συμβόλαια.
Ο Rothbard ενδιαφέρεται κυρίως για την απουσία εμποδίων στην ελεύθερη δράση του ατόμου και αντιμετωπίζει τα ιδιοκτησιακά δικαιώματα με τυπικούς και όχι ουσιαστικούς όρους, δηλαδή δεν ασχολείται με τις διαφορές πλούτου και τη διαφορετική θέση που μπορεί να έχουν οι συναλλασσόμενοι, αλλά με το εάν υπάρχει ή όχι εξωγενής προσβολή της ατομικής ιδιοκτησίας.
Murray Rothbard
«For a new liberty»
Το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας.
«For a new liberty»
Το απαραβίαστο της ατομικής ιδιοκτησίας.
Ο Rothbard, ιδρυτική μορφή του αναρχοκαπιταλισμού, συνοψίζει στα αποσπάσματα κειμένου του (1973) την κατεδαφιστική κριτική του προς το κράτος στο όνομα της ελευθερίας. Και εξηγεί ότι η ελευθερία αυτή δεν είναι νοητή χωρίς το δικαίωμα στην ατομική ιδιοποίηση των φυσικών πόρων και, τελικά, την ατομική ιδιοκτησία.
Αν κανένας δεν επιτρέπεται να επιτίθεται εναντίον κάποιου ή της περιουσίας του, αυτό σημαίνει ότι ο
καθένας είναι ελεύθερος να κάνει ό,τι επιθυμεί, εκτός απ’ το να διαπράττει τέτοια επίθεση. Ο μεγάλος
ελευθεριακός θεωρητικός του 19ου αιώνα Herbert Spencer διαμόρφωσε ένα παρόμοιο αξίωμα: «Νόμος της Ίσης Ελευθερίας». Η ελευθερία είναι για τον λόγο αυτό αυστηρά ορισμένη σε μια τέτοια ιδεολογία ως: η απουσία εισβολής. Ένας άνθρωπος είναι ελεύθερος όταν δεν του επιτίθενται. Κι όλοι οι άνθρωποι, ή η «κοινωνία» είναι ελεύθεροι όταν δεν διαπράττεται καμία επίθεση ή εισβολή.
Παρόλο που αντιτίθεται σε κάθε επίθεση ομαδική ή προσωπική ενάντια στα δικαιώματα του ανθρώπου και στα δικαιώματα της περιουσίας, ο ελευθεριακός βλέπει ότι σ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας και μέχρι σήμερα υπάρχει ένας κύριος, κυρίαρχος και επιτακτικός επιδρομέας σ’ όλ’ αυτά τα δικαιώματα: το Κράτος.
Σε αντίθεση με όλους τους άλλους στοχαστές, αριστερούς, δεξιούς ή ενδιάμεσους, ο ελευθεριακός
στοχαστής αρνείται να δώσει στο Κράτος την ηθική επικύρωση να διαπράττει ενέργειες για τις οποίες σχεδόν όλοι συμφωνούν ότι θα ήταν ανήθικο, παράνομο κι εγκληματικό αν τις διέπραττε κάποιο άτομο ή ομάδα στην κοινωνία. Ο ελευθεριακός στοχαστής, εν συντομία, εμμένει να εφαρμόζει τον ηθικό νόμο σ’ όλους και δεν κάνει καμία ειδική εξαίρεση για κανένα άτομο ή ομάδα.
Αλλά, αν εξετάσουμε το Κράτος απογυμνωμένο, τρόπος του λέγειν, βλέπουμε ότι είναι καθολικά επιτρεπτό, κι ακόμη κι ενθαρρύνεται, να διαπράττει όλες τις ενέργειες τις οποίες ακόμη και οι μη ελευθεριακοί παραδέχονται ότι είναι κατακριτέες. Το Κράτος συνήθως διαπράττει μαζικές δολοφονίες, που τις ονομάζει «πολέμους», ή κάποιες φορές «κατάπνιξη της ανατρεπτικής δράσης». Το Κράτος συμμετέχει στην υποδούλωση στις ένοπλες δυνάμεις του, που την ονομάζει στρατολόγηση. Επίσης, επιβιώνει με την πρακτική της βίαιης κλοπής, την οποία ονομάζει «φορολογία». […]
Αλλά, αν εξετάσουμε το Κράτος απογυμνωμένο, τρόπος του λέγειν, βλέπουμε ότι είναι καθολικά επιτρεπτό, κι ακόμη κι ενθαρρύνεται, να διαπράττει όλες τις ενέργειες τις οποίες ακόμη και οι μη ελευθεριακοί παραδέχονται ότι είναι κατακριτέες. Το Κράτος συνήθως διαπράττει μαζικές δολοφονίες, που τις ονομάζει «πολέμους», ή κάποιες φορές «κατάπνιξη της ανατρεπτικής δράσης». Το Κράτος συμμετέχει στην υποδούλωση στις ένοπλες δυνάμεις του, που την ονομάζει στρατολόγηση. Επίσης, επιβιώνει με την πρακτική της βίαιης κλοπής, την οποία ονομάζει «φορολογία». […]
Ο ελευθεριακός… πασχίζει να δείξει ότι η ίδια η ύπαρξη της φορολογίας και του Κράτος αναγκαστικά εγκαθιδρύει ένα ταξικό διαχωρισμό ανάμεσα στους εκμεταλλευτές κυβερνήτες και τους εκμεταλλευόμενους κυβερνώμενους. […]
Ο άνθρωπος έρχεται στον κόσμο με μόνο τον εαυτό του και τον κόσμο που υπάρχει γύρω του – τη γη
και τους πόρους που δίνει η φύση. Παίρνει αυτούς τους πόρους και τους μεταμορφώνει μέσω της εργασίας του, του μυαλού και της δράσης του σ’ αγαθά πιο χρήσιμα στους ανθρώπους.
Έτσι, αν ένα άτομο δεν μπορεί να κατέχει γη, δεν μπορεί πλήρως να κατέχει και τους καρπούς των
κόπων του. Ο αγρότης δεν μπορεί να κατέχει τη σοδειά του από σιτάρι αν δεν μπορεί να κατέχει τη γη στην οποία μεγαλώνει αυτό το σιτάρι. Τώρα που η εργασία του έχει άρρηκτα αναμιχθεί με τη γη, δεν μπορεί να στερηθεί το ένα χωρίς να στερηθεί και το άλλο. […]
Ο κεντρικός πυρήνας της ελευθεριακής πίστης είναι λοιπόν να εγκαθιδρύσει τ’ απόλυτο δικαίωμα
κάθε ανθρώπου στην ιδιοκτησία. Πρώτα, στο ίδιο του το σώμα και δεύτερον στους ως τότε αχρησιμοποίητους φυσικούς πόρους, τους οποίους μεταμορφώνει πρώτος με τη δική του εργασία. Αυτά τα δύο αξιώματα, το δικαίωμα στην προσωπική κυριότητα και το δικαίωμα στο «σπιτικό» μας, συνιστούν το πλήρες σύνολο των αρχών του ελευθεριακού συστήματος. Ολόκληρο το ελευθεριακό σύστημα πεποιθήσεων, λοιπόν, συγκροτείται ως προέκταση κι εφαρμογή όλων των επιπτώσεων αυτού του κεντρικού δόγματος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου