Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Το μυθιστόρημα Η πριγκίπισσα ντε Κλεβ της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ

Το μυθιστόρημα

Στο πλαίσιο της διαμάχης μοντέρνων και αρχαίων συζητείται και ένα είδος που θεωρείται δευτέρας κατηγορίας: το μυθιστόρημα. Οι πρόλογοι των μυθιστορημάτων είναι το μέρος όπου αναπτύσσονται κατά κύριο λόγο οι θεωρίες περί του είδους αυτού, υπό μορφή σατιρικών σχολίων, θεωρητικών δοκιμίων και κριτικών κειμένων· έτσι δημιουργείται σταδιακά ένα σώμα κειμένων που αφορά το είδος στην ολότητά του. Αυτή η κριτική δραστηριότητα εντοπίζεται κατά κύριο λόγο στη Γαλλία, ενώ στην Αγγλία, όπου φτάνουν οι μεταφράσεις των γαλλικών κειμένων, αναδύεται σταδιακά το θεωρητικό ενδιαφέρον για το είδος.

Παρ’ όλο που ο Perrault και οι μοντέρνοι ζητούν την ισότητα μεταξύ των ειδών, η εχθρότητα απέναντι στο μυθιστόρημα διακρίνει ολόκληρο τον 17ο αιώνα.

Ο Pierre Nicole χαρακτηρίζει τους μυθιστοριογράφους δολοφόνους γιατί δηλητηριάζουν το κοινό. Ο
Jean Pierre Camus και ο Charles Sorel κατηγορούν τους συγγραφείς μυθιστορημάτων (και τους αναγνώστες) ότι χάνουν τον καιρό τους με επικίνδυνα προϊόντα της φαντασίας, που είναι ανήθικα και άρα επιβλαβή, ενώ ο Δον Κιχώτης του Θερβάντες χρησιμοποιείται ως παράδειγμα για το πού μπορεί να οδηγήσει η ανάγνωση μυθιστορημάτων, δηλαδή στην τρέλα (Mallinson, 314).

Ως απάντηση στις κατηγορίες που απευθύνονται στο μυθιστόρημα –όχι μόνο ότι απομακρύνει τον αναγνώστη από την πραγματικότητα, αλλά και ότι τον διαφθείρει– οι υπέρμαχοι του μυθιστορήματος, δηλαδή κατά κύριο λόγο οι ίδιοι οι μυθιστοριογράφοι, απαιτούν το μυθιστόρημα να είναι αληθοφανές, να διασκεδάζει τον αναγνώστη, αλλά και να περιέχει ηθικές παραινέσεις. Υπ’ αυτή την έννοια, ιδιαίτερο βάρος δίνεται στο ιστορικό πλαίσιο και την αληθοφάνεια, ενώ και η ποιητική δικαιοσύνη, για την οποία μιλήσαμε παραπάνω, παίζει και εδώ σημαντικό ρόλο. Γι’ αυτό, τον λόγο η τιμωρία του ανήθικου και η ανταμοιβή του ηθικού είναι χαρακτηριστικό των περισσότερων μυθιστορημάτων της εποχής.

Όπως αναφέρει ο Mallinson, «αυτό είναι απλώς ένα μικρό βήμα στην αντίληψη της μυθοπλασίας ως βασικού οδηγού για τη ζωή· πέρα από το να παράσχει μια ανήθικη και βλαβερή εκτροπή των ηθικών κανόνων, θεωρείται σημαντικό μέρος της εκπαίδευσης. Ο Jean Desmarets de Saint-Sorlin υποστηρίζει στην εισαγωγή του στο Rosane (1639) ότι το έργο του προσφέρει πολύτιμα μαθήματα για τον αναγνώστη και το ίδιο επισημαίνει αργότερα η Madeleine de Scudéry, η οποία τονίζει τα πολλαπλά ηθικά και κοινωνικά οφέλη του μυθιστορήματος.

Η εικόνα του μυθιστοριογράφου ως ανεύθυνου οραματιστή και ονειροπόλου (rêveur) έχει επομένως
απορριφθεί σθεναρά. Αυτές οι κριτικές όμως κάνουν σαφή τη διάκριση ανάμεσα στην αλήθεια της μυθοπλασίας και την αλήθεια της καθημερινής εμπειρίας. Παρ’ όλο που πολλοί συγγραφείς μπορεί να ισχυριστούν ότι τα μυθιστορήματά τους έχουν ένα ιστορικό πλαίσιο, ωστόσο δεν στοχεύουν να παρουσιάσουν στον αναγνώστη την ιστορία, όποια κι αν είναι αυτή».

Ο λόγος είναι, όπως εξηγεί ο Desmarets, ότι η ιστορία «αποτελείται από ένα ασύνηθες και εξωφρενικό συμβάν [extravagance], σε αντίθεση με τη μυθοπλασία που διαμορφώνεται σύμφωνα με τις αρχές της τάξης και της ευπρέπειας [raison και bienséance]· η ιστορία μπορεί να μας δώσει το αληθινό [le vrai], αλλά η μυθοπλασία μας δίνει μια πιο γενική, αληθοφανή όψη [le vraisemblable]. [...] Αυτή είναι μια θεωρία της μυθοπλασίας στην οποία υπάγονται πολλές γενιές διηγημάτων που χαρακτηρίζονται από
εξιδανικευμένους ήρωες –θαρραλέοι πολεμιστές, εραστές που ξέρουν να σέβονται, ενάρετες ηρωίδες– οι οποίοι λειτουργούν σ’ έναν κόσμο με κυρίαρχο στοιχείο την αρετή· αυτό θα συσχετιζόταν με τον όρο μυθιστόρημα» (Mallinson, 315-316).

Το μυθιστόρημα Η πριγκίπισσα ντε Κλεβ της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ.

Επιβεβαίωση και ταυτόχρονα εξαίρεση σε αυτό τον κανόνα αποτελεί ένα μυθιστόρημα της εποχής αυτής, που θεωρείται προάγγελος του μοντέρνου μυθιστορήματος και το πρώτο μυθιστόρημα που αποτυπώνει ψυχικά τοπία. Πρόκειται για την Princesse de Clèves της Μαντάμ ντε Λαφαγιέτ (Madame de La Fayette, 1634-1693). Και εδώ έχουμε ένα συγκεκριμένο ιστορικό πλαίσιο –έχει δηλαδή προηγηθεί επεξεργασία ιστορικών πηγών– και σ’ αυτό το αληθοφανές σκηνικό συνυπάρχουν επινοημένοι ήρωες και ιστορικά πρόσωπα.

Η πλοκή διαδραματίζεται στην αυλή του Ερρίκου Β’ (1547–1559), όπου η νεαρή ηρωίδα κάνει την εμφάνισή της σε ηλικία 16 ετών. Το απόσπασμα που ακολουθεί είναι ενδεικτικό της φιλοσοφίας που διαπνέει το μυθιστόρημα, και αποτυπώνει την εικόνα του ευγενούς, πνευματικά καλλιεργημένου και ενάρετου ανθρώπου, ίδιον του γαλλικού κλασικισμού.

«Εμφανίστηκε τότε στην αυλή μια καλλονή που συγκέντρωσε την προσοχή όλων. Έπρεπε να ήταν πανέμορφη για να προξενήσει τέτοιο θαυμασμό σ’ ένα περιβάλλον τόσο συνηθισμένο στην ομορφιά. […] Ο πατέρας της πέθανε νέος και την είχε αφήσει στην κηδεμονία της γυναίκας του, της κυρίας ντε Σαρτρ, της οποίας η καλοσύνη, η αρετή και η αξία ήταν μοναδικές. Όταν έχασε τον άνδρα της, πέρασε πολλά χρόνια χωρίς να εμφανισθεί στην αυλή. Στη διάρκεια αυτής της απουσίας ασχολήθηκε με την ανατροφή της κόρης της. Δεν προσπάθησε να καλλιεργήσει μόνο το πνεύμα και να φροντίσει την ομορφιά της, επεδίωξε επίσης να της αναπτύξει το αίσθημα για την αγάπη της αρετής. Οι περισσότερες μητέρες πιστεύουν ότι αρκεί να αποσιωπήσουν ό,τι σχετίζεται με τον έρωτα για να αποτρέψουν τα παιδιά τους απ’ αυτόν. Η κυρία ντε Σαρτρ είχε την αντίθετη γνώμη.

Μιλούσε συχνά στην κόρη της για τον έρωτα. Της αποκάλυπτε τις ομορφιές του για να μπορέσει πιο εύκολα να της επισημάνει τους κινδύνους. Της περιέγραφε την ανειλικρίνεια των ανδρών, τη δολιότητα, την απιστία τους, την οικογενειακή δυστυχία που προκαλούν οι παράνομοι δεσμοί. Της εξηγούσε επίσης την ηρεμία που βασιλεύει στη ζωή μιας τίμιας γυναίκας και πόση ακτινοβολία και ανάταση δίνει η αρετή σε πρόσωπο με υψηλή καταγωγή και ομορφιά. Της τόνιζε όμως πόσο δύσκολα προστατεύεται αυτή η αρετή. Πρέπει να είναι, της έλεγε, πολύ δύσπιστη προς τον εαυτό της και να μένει προσηλωμένη στη μοναδική ευτυχία μιας γυναίκας, που είναι ν’ αγαπά και να αγαπιέται
από τον άνδρα της.

Η κόρη αυτή ήταν τότε μία από τις πιο περιζήτητες νύφες στη Γαλλία και παρ’ όλο που ήταν πολύ νέα, της είχαν ήδη γίνει πολλές προτάσεις. Η κυρία ντε Σαρτρ που ήταν υπερβολικά φιλόδοξη δεν έβρισκε
κανέναν αντάξιο της κόρης της. Επειδή όμως είχε συμπληρώσει τα δεκαέξι χρόνια της, θέλησε να την οδηγήσει στην αυλή» (La Fayette, 38).

Εκεί, η νεαρή ηρωίδα συναντά και παντρεύεται, υπακούοντας τη μητέρα της, τον πρίγκιπα ντε Κλεβ. Γνωρίζει όμως και τον κόμη Nemours και ερωτεύονται ο ένας τον άλλον. Μολονότι οι συμβάσεις της αυλής δεν επιτρέπουν στους δύο ερωτευμένους να εκφράσουν τα συναισθήματά τους, η μητέρα της νεαρής, που διαισθάνεται ότι κάτι συμβαίνει, λίγο πριν πεθάνει παρακαλεί την κόρη της να απομακρυνθεί από την αυλή ώστε να σώσει την τιμή της και την αρετή της. Παρ’ όλο που οι κοινωνικές υποχρεώσεις αρχικά δεν της επιτρέπουν να φύγει, νιώθει η συνείδησή της την πιέζει και υπό το κράτος του φόβου ότι θα αποκαλυφθούν τα συναισθήματά της καταφεύγει στην εξοχή, όπου εξομολογείται στον άντρα της τον έρωτά της για τον Nemours.

Όταν ο άντρας της, που συνεχίζει να την αγαπά, πεθαίνει, η πριγκίπισσα ντε Κλεβ αρνείται να παντρευτεί τον Nemours και ζει μέχρι το τέλος της ζωής της απομονωμένη.

Το μυθιστόρημα έχει επηρεαστεί από το Lettres portugaises (1668) και αποτυπώνει ένα πάθος, που θυμίζει αυτό της Φαίδρας στον Ρακίνα (άλλωστε και εδώ η εξομολόγηση παίζει σημαντικό ρόλο), παρουσιάζοντας τον έρωτα ως ανθρώπινη αδυναμία. Ο αγώνας που διεξάγεται μεταξύ πάθους και λογικής, καρδιάς και αρετής αναδεικνύει σαφώς τους κοινωνικούς κανόνες που τον επιβάλλουν. Γι’ αυτό, άλλωστε, το κείμενο δεν συνοδεύεται από αναφορές στη θρησκεία, ούτε περιλαμβάνει ηθικολογικά σχόλια. Το ερώτημα που θέτει είναι πώς και κατά πόσον μπορεί ο άνθρωπος να ελέγξει τα συναισθήματά του μέσω της λογικής.

Χαρακτηριστικό από αυτή την άποψη είναι το τέλος του μυθιστορήματος:
«Με το πρόσχημα ν’ αλλάξει περιβάλλον και χωρίς να δείξει ότι είχε πάρει την απόφαση να εγκαταλείψει την αυλή, αποτραβήχτηκε σ’ ένα μοναστήρι. Μόλις το πληροφορήθηκε ο κύριος ντε Νεμούρ, ένιωσε την σημασία αυτής της απομόνωσης και κατάλαβε την σοβαρότητά της. Κατάλαβε τότε ότι δεν είχε τίποτα πια να ελπίζει. Οι χαμένες ελπίδες του δεν τον εμπόδισαν να μεταχειρισθεί όλα τα μέσα για να κερδίσει ξανά την κυρία ντε Κλεβ. […] Ο κύριος ντε Νεμούρ πήγε τέλος να την επισκεφθεί με το πρόσχημα ότι πήγαινε για λουτρά.

Ταράχθηκε κι ένιωσε μεγάλη έκπληξη μαθαίνοντας την άφιξή του. Έβαλε να του μιλήσει μια φίλη της που αγαπούσε και εκτιμούσε και να τον παρακαλέσει να μην παραξενευθεί αν δεν ήθελε να εκτεθεί στον κίνδυνο να τον δει και με την παρουσία του να μεταβάλει τα αισθήματα που αυτή ήθελε να διατηρήσει. Ήθελε να του πει ότι αφού κατάλαβε πως το καθήκον της και η ψυχική της ηρεμία εναντιώνονταν στην έλξη που ένιωθε γι’ αυτόν, τα εγκόσμια της είχαν φανεί τόσο ασήμαντα που τ’ απαρνιόταν για πάντα· ότι δεν σκεφτόταν πλέον παρά μόνο ό,τι είχε σχέση με την άλλη ζωή κι ότι δεν της έμενε κανένα άλλο συναίσθημα από την επιθυμία να συμφωνήσει κι αυτός μαζί της.

Ακούγοντας αυτά τα λόγια ο κύριος ντε Νεμούρ νόμισε ότι θα πέθαινε από δυστυχία. Την παρακάλεσε
επανειλημμένα να πάει στην κυρία ντε Κλεβ για να την πείσει να τον δεχθεί· αλλά αυτή του είπε ότι η κυρία ντε Κλεβ όχι μόνο της απαγόρευσε να μεταφέρει οτιδήποτε εκ μέρους του, αλλά ούτε καν να της διηγηθεί την συζήτησή τους. Τελικά έπρεπε πάλι να φύγει παίρνοντας μαζί του όλον τον πόνο που μπορεί να νιώσει ένας άνδρας χωρίς ελπίδα να ξαναδεί την γυναίκα που αγαπούσε με τον πιο δυνατό, τον πιο γνήσιο και τον πιο βαθύ έρωτα του κόσμου. Παρ’ όλα αυτά δεν αποθαρρύνθηκε κι έκανε το παν για να την κάνει ν’ αλλάξει γνώμη.

Τα χρόνια κύλησαν, το πέρασμα του χρόνου κι ο χωρισμός απάλυναν τον πόνο και έσβησαν τον έρωτά του. Η ζωή της κυρίας ντε Κλεβ έδειχνε ότι δεν θα ξαναγύριζε στην αυλή. Περνούσε τον μισό χρόνο στο μοναστήρι και τον άλλον μισό στα κτήματα της· ζούσε με ευσέβεια και σε απομόνωση όπως στα πιο αυστηρά μοναστήρια και η σύντομη ζωή της ήταν αμίμητο παράδειγμα αρετής» (La Fayette, 198-199).

Η απάντηση λοιπόν στο ερώτημα που θέτει το μυθιστόρημα, πώς δηλαδή μπορεί ο άνθρωπος να ελέγξει τα συναισθήματά του, είναι μέσω της αποφυγής κινδύνων, μέσω της απάρνησης των εγκοσμίων. Και αυτό γιατί το «αμίμητο παράδειγμα αρετής» καθίσταται εφικτό επειδή ακριβώς δεν εκτίθεται σε κινδύνους Και από αυτήν την άποψη η αρετή είναι το αποτέλεσμα όχι τόσο του θριάμβου της λογικής έναντι του συναισθήματος, όπως επιτάσσει η καρτεσιανή φιλοσοφία, όσο της απομάκρυνσης από την κοινωνία, της απομόνωσης του ατόμου, της αποφυγής των πειρασμών. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου