Κατά τα πρώτα χρόνια λειτουργίας του το πρόγραμμα σπουδών του Ωδείου Αθηνών, ήταν διαμορφωμένο όπως αυτά των μουσικών συλλόγων της ίδιας περιόδου. Το πρόγραμμα του ωδείου και η ύλη των διδασκόμενων μαθημάτων άρχισαν να διαφοροποιούνται από το 1891, έτος της αναδιοργάνωσής του, και εξής. Την αναδιοργάνωση και διεύθυνση του ωδείου ανέλαβε ο Γεώργιος Νάζος, ο οποίος έζησε για 10 χρόνια, 1879-1889, στο Μόναχο, όπου ζούσε η αδελφή του, σύζυγος του ζωγράφου Νικόλαου Γύζη, και σπούδασε στο Ωδείο του Μονάχου χωρίς να μπορέσει ωστόσο να ολοκληρώσει τις σπουδές του.
Η αναδιοργάνωση πραγματοποιήθηκε χάρη σε κληροδότημα 15.000 στερλινών λιρών που άφησε στη διαθήκη του ο Ανδρέας Συγγρός με τον όρο να γίνει νέος του διευθυντής ο Γεώργιος Νάζος. Προκειμένου να λάβει το ωδείο το κληροδότημα αυτό, σύμφωνα και με την απαίτηση της διαθήκης του Συγγρού, ο Νάζος είχε αποστείλει στη σύζυγο του δωρητή Ιφιγένεια σχέδιο του νέου κανονισμού του ωδείου, σύμφωνα με το οποίο ο σκοπός του ωδείου ήταν διττός: (α) η διδασκαλία για την πλήρη κατάρτιση καλλιτεχνών και δασκάλων μουσικής και (β) η διδασκαλία προς μόρφωση ερασιτεχνών (Δροσίνης 1938/2002).
Σύμφωνα με το παραπάνω σχέδιο, προτείνεται η συστηματική μόρφωση των ερασιτεχνών πάνω σε ευρύτερες επιστημονικές και καλλιτεχνικές βάσεις, ιδιαιτέρως όμως το βάρος πέφτει στην πρώτη κατηγορία, από την οποία θα παραχθούν μουσικοί «ων πάντως στερείται η ημετέρα κοινωνία» (στο Δροσίνης 1938/2002, 427).
Ο επαγγελματικός χαρακτήρας του ωδείου μετά την αναδιοργάνωση αποτελεί πράγματι ειδοποιό διαφορά στον νέο προσανατολισμό του, πράγμα που διατυπώνεται σαφώς στο πρώτο άρθρο, όπου λέγεται ότι σκοπός του ωδείου είναι ο καταρτισμός «αοιδών», «τεχνιτών» των διαφόρων μουσικών οργάνων («instrumentalists»), μουσικοδιδασκάλων, μελοποιών, διευθυντών χορών και ορχηστρών «πανοργανίων», καθώς και ηθοποιών για την όπερα και το θέατρο πρόζας (στο Μπαρμπάκη 2009, 40).
Ο δεύτερος στόχος του ωδείου, σύμφωνα με το σχέδιο του νέου κανονισμού, η διδασκαλία για τη μόρφωση των ερασιτεχνών, υλοποιήθηκε με το σχηματισμό προκαταρκτικών τάξεων. Η προκαταρκτική πιάνου για αρχαρίους ξεκίνησε τη λειτουργία της τον Σεπτέμβριο του 1893, ενώ δύο χρόνια μετά άρχισε να λειτουργεί και προκαταρκτική τάξη βιολιού (Δροσίνης 1938/2002).
Με τις τάξεις αυτές επιδιώχθηκε η επίτευξη πολλαπλών στόχων, η μουσική εκπαίδευση της νεολαίας, η μόρφωση του διδακτικού προσωπικού και η μουσική καλλιέργεια του κοινού. Ως προς τη μόρφωση του διδακτικού προσωπικού, ο Νάζος σε άρθρο του στην εφημερίδα Εστία στις 18-3-1899 παρουσιάζει μία πρόταση από δέκα σημεία για την εξάπλωση της μουσικής στην κοινωνία, δύο από τα οποία αναφέρονται στην εισαγωγή του μαθήματος της μουσικής στην κατώτερη και μέση εκπαίδευση, καθώς και στη μουσική εκπαίδευση των δασκάλων, ώστε να μπορούν να διδάξουν τη μουσική στα δημοτικά σχολεία (Δροσίνης 1938/2002).
Ο κανονισμός κυκλοφόρησε σύντομα σε έντυπη μορφή και στα 55 του άρθρα χαράσσει τις νέες γραμμές οργάνωσης των μαθημάτων. Σύμφωνα με αυτόν (Μουσικός και Δραματικός Σύλλογος. Κανονισμός του εν Αθήναις Ωδείου 1892), το ωδείο διαιρείται στις εξής πέντε σχολές: (α) προκαταρκτική, (β) οργανική, (γ) ωδική, (δ) θεωρητική και (ε) δραματική.
Στην προκαταρκτική σχολή διδάσκονται όλοι οι μαθητές που στερούνται κάθε προγενέστερης μουσικής γνώσης. Στην οργανική σχολή περιλαμβάνεται το υποχρεωτικό μάθημα του πιάνου, για όλους τους μαθητές εκτός από τους μαθητές της δραματικής σχολής, το ειδικό μάθημα του πιάνου, καθώς και το μάθημα των εγχόρδων, των πνευστών και των κρουστών.
Η ωδική σχολή διαιρείται σε τμήμα χορωδίας και τμήμα μονωδίας. Το μάθημα της χορωδίας είναι επίσης υποχρεωτικό, όπως του πιάνου, για όλους τους μαθητές πλην αυτών της δραματικής. Στη θεωρητική σχολή διδάσκεται αρμονία, η οποία επίσης είναι υποχρεωτική για όλους τους μαθητές πλην αυτών της αντίστιξης και της δραματικής, καθώς και το μάθημα της αντίστιξης.
Τέλος, η πέμπτη σχολή είναι η δραματική. Για την εγγραφή στο ωδείο απαιτούνται: (1) μουσική ή δραματική ιδιοφυΐα, (2) άμεμπτη ηθική αγωγή και (3) άδεια φοιτήσεως από τους γονείς ή κηδεμόνες. Κατώτερο όριο για τους μαθητές είναι η ηλικία των 9 ετών, ενώ μικρότεροι μαθητές γίνονται δεκτοί μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις ιδιαίτερης κλίσης. Για τους μαθητές της μονωδίας και της δραματικής κατάλληλη θεωρείται η ηλικία των 15 ετών, εκτός από εξαιρετικές ιδιοφυΐες. Ο κανονισμός προβλέπει επίσης και τη φοίτηση έκτακτων μαθητών στη σχολή της χορωδίας και στα γενικά γυμνάσματα της ορχήστρας (Κανονισμός 1892).
Το πρόγραμμα σπουδών που εισήγαγε ο Νάζος προσιδιάζει στα αντίστοιχα των γερμανικών ανώτατων μουσικών σχολών και του Κονσερβατουάρ του Παρισιού (Ρωμανού 2006).
Αποτελέσματα της αναδιοργάνωσης, σύμφωνα με τη Ρωμανού (2006), ήταν: η δημιουργία μουσικής σχολής με γερές βάσεις κατάλληλη να αναδείξει τα μεγάλα μουσικά ταλέντα του τόπου, όπως τον Νίκο Σκαλκώτα και τον Δημήτρη Μητρόπουλο που σπούδασαν στο ωδείο· η σύσταση συμφωνικής ορχήστρας, που πρωτοδημιουργήθηκε το 1903 από τον καθηγητή βιολιού και θεωρητικών Φρανσουά Σουαζύ (François Choisy), ορχήστρα από την οποία αργότερα, το 1942, προήλθε η Κρατική Ορχήστρα Αθηνών· ο εμπλουτισμός του ρεπερτορίου των συναυλιών με αριστουργήματα Γερμανών και άλλων συνθετών. Οι αλλαγές αυτές, κατά τη Ρωμανού (2006), ουσιαστικά σημαίνουν την αντικατάσταση της ιταλικής παράδοσης από τη γερμανική, που είχε πια κυριεύσει όλη την Ευρώπη, ακόμα και την Ιταλία, κάτω από την επιρροή των ιδεών του Wagner.
Συνέπεια του εκγερμανισμού του ρεπερτορίου είναι και η μεγάλη αύξηση των τάξεων πιάνου στο ωδείο (Ρωμανού 1996).
Μία δυσμενής κριτική που εκφράστηκε σχετικά με την αναδιοργάνωση του ωδείου είναι ότι αποκλείστηκαν τα χαμηλά κοινωνικά στρώματα από αυτό λόγω των υψηλών διδάκτρων που επιβλήθηκαν.
Μία ακόμα μομφή είναι ότι το ωδείο καταδίωξε το ελληνικό στοιχείο από τη μουσική, αφενός παύοντας από το διδακτικό προσωπικό έναν αριθμό Επτανησίων μουσικών και προσλαμβάνοντας ξένους, αφετέρου αποκλείοντας από το ρεπερτόριο των συναυλιών συνθέσεις ελληνικής μουσικής.
Σφοδρές επικρίσεις στο παραπάνω θέμα διατυπώνει η εφημερίδα Καιροί σε σειρά άρθρων των αρχών του 1906 με τίτλο «Αποκαλύψεις διά το Ωδείον» και υπογραφή Ο Ριζοσπάστης.
Η ζωή του ωδείου χαρακτηρίζεται τραγελαφική αντιγραφή ξένων ωδείων που λειτουργούν σε προηγμένα μουσικώς περιβάλλοντα και μία «φανατική εφαρμογή εις την μέθοδον ενός απεχθούς γερμανισμού», που μεταφυτεύτηκε από γερμανικές μετριότητες που δίδαξαν στο ωδείο, κάτι που είχε ως αποτέλεσμα το διωγμό των Ελλήνων μουσικών (εφημερίδα Καιροί, 13- 11-1906).
Μεταξύ αυτών που προσάπτουν την παραπάνω κατηγορία είναι κυρίως οι Επτανήσιοι μουσικοί που εκδιώχτηκαν από το ωδείο, όπως ο Ναπολέων Λαμπελέτ. Την ίδια άποψη συμμερίζεται και ο Μοτσενίγος (1958).
Επικριτικές αναφορές ότι στο ωδείο είχαν προσληφθεί δάσκαλοι από το εξωτερικό, «αδρότατα μισθοδοτούμενοι», γίνονται και από τον Μπεκατώρο (1904, 164). Αναφορά στους υψηλούς μισθούς των καθηγητών γίνεται σε ανυπόγραφο άρθρο της εφημερίδας Εφημερίς με τίτλο «Αι εξετάσεις του ωδείου και η εξέτασις του ωδείου» του 1895, στο οποίο ασκείται επίσης κριτική για την πληθώρα μαθητριών στο πιάνο και την υποτυπώδη λειτουργία των άλλων τάξεων. Αναφέρεται με χαρακτηριστικά ειρωνικό πνεύμα ότι οι εξετάσεις στο ωδείο διεξήχθησαν όπως πάντα με επιτυχία, αφού παρήλασε η ίδια «λεγεών» μαθητριών και υποδιδασκαλισσών Εμπεδοκλέους, Φραβασίλη, Γιωτοπούλου, Πετροπούλου, Βέλλα, οι οποίες έπαιξαν μεταξύ άλλων έργα Chopin, Mendelssohn, Beethoven που διδάχτηκαν από τους ακριβοπληρωμένους καθηγητές τους στο πιάνο, γιατί οι άλλες τάξεις λειτουργούν υποτυπωδώς.
Πράγματι, ένα από τα αποτελέσματα της αναδιοργάνωσης, εκτός από την αλλαγή του προγράμματος σπουδών και του προσανατολισμού του ιδρύματος, είναι ότι αυξήθηκε ο γυναικείος μαθητικός πληθυσμός του ωδείου και κατά συνέπεια διογκώθηκε δυσανάλογα με τις υπόλοιπες η τάξη του πιάνου, αφού εγγράφηκαν πολλές μαθήτριες, από τις «καλύτερες» οικογένειες της Αθήνας και του Πειραιά, που πριν έκαναν μαθήματα κατ’ οίκον, με αποτέλεσμα αρκετοί δάσκαλοι μουσικής να αναγκαστούν να φύγουν από την Αθήνα, γιατί δεν είχαν πια μαθητές (Μπεκατώρος 1904).
Από την άλλη, για μία μερίδα του τύπου όπως οι εφημερίδες Εφημερίς, Ακρόπολις και Άστυ, η αναδιοργάνωση του ωδείου χαρακτηρίζεται επιβεβλημένη και συχνές είναι οι απαξιωτικές αναφορές στο επίπεδο σπουδών και την κτηριακή υποδομή του ωδείου μέχρι το 1891. Στην καυστική σε πολλές περιπτώσεις κριτική του τύπου για το ωδείο προστίθενται και οι αυστηρές κρίσεις του διοικητικού συμβουλίου του ωδείου πριν την αναδιοργάνωση, που αναγνωρίζει ότι δεν μπορεί να θεωρηθεί εφάμιλλο των ευρωπαϊκών. Ως πηγή του προβλήματος η διοίκηση θεωρεί το ότι το ωδείο έχει πρόβλημα προσανατολισμού, καθώς πολύ μικρό ποσοστό των μαθητών του, μόνο 4-5%, αναφέρεται ότι ακολουθούσαν το επάγγελμα του μουσικού.
Προσπαθώντας να αναζητήσει τις αιτίες του προβλήματος, το συμβούλιο τις αποδίδει στο βραχυχρόνιο της ζωής του ωδείου και στους διαφορετικούς όρους που υπάρχουν σε σχέση με την Ευρώπη επισημαίνοντας ότι εκεί οι μαθητές γίνονται δεκτοί με αυστηρές εξετάσεις, κάτι που δεν συμβαίνει στο ελληνικό ωδείο, με αποτέλεσμα οι μαθητές του να αγνοούν ακόμα και τη μουσική σημειογραφία (Μπαρμπάκη 2009)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου