«Η ρομαντική ποίηση είναι μια προοδευτική, οικουμενική ποίηση. Προορισμός της δεν είναι μόνο να ενώσει πάλι όλα τα μεμονωμένα είδη ποίησης και να εμπλουτίσει την ποίηση με φιλοσοφία και ρητορική. Θέλει και οφείλει να συγχωνεύσει την ποίηση και την πρόζα, τη μεγαλοφυΐα και την κριτική, το τεχνητό και το φυσικό ύφος στην ποίηση, να δώσει στην ποίηση ζωντάνια και συντροφικότητα, να κάνει τη ζωή και την κοινωνία ποιητική, να εμφυσήσει ποίηση στο ευφυολόγημα, να διαποτίσει με ευδόκιμο εκπαιδευτικό υλικό κάθε μορφή τέχνης μέχρι κορεσμού και να αναταράξει την τέχνη με τις δονήσεις του χιούμορ. Στους κόλπους της εγκλείει όλα αυτά που μπορούν να αποτελέσουν ποίηση, από τα μεγαλύτερα συστήματα τέχνης, τα οποία περιλαμβάνουν μέσα τους και άλλα επιπλέον συστήματα, μέχρι και το λυγμό, το φιλί που αποπνέει το παιδί στο άτεχνο τραγούδι του. […] όμως ακόμα δεν υπάρχει καμία μορφή για να εκφράσει απόλυτα το πνεύμα του συγγραφέα. […] Όλα τα άλλα είδη ποίησης είναι πλέον ξεπερασμένα και μπορούν τώρα πια να υποβληθούν σε ανατομία.
Το είδος της ρομαντικής ποίησης βρίσκεται ακόμα σε εξέλιξη. Και η αληθινή ουσία της συνίσταται ακριβώς στο ότι μπορεί να εξελίσσεται μέσα στους αιώνες χωρίς να ολοκληρώνεται ποτέ. […] Μόνο αυτή είναι άπειρη, επειδή μόνο αυτή είναι ελεύθερη και αναγνωρίζει ως πρώτο κανόνα της ότι η αυθαιρεσία του ποιητή δεν αποδέχεται κανέναν κανόνα. Η ρομαντική ποίηση είναι η μόνη που είναι είδος και είναι παράλληλα η ίδια η ποιητική τέχνη, διότι κατά μία έννοια κάθε ποίηση είναι ή οφείλει να είναι ρομαντική» (Schlegel, 2003, 25-27).
Αυτά γράφει ο Friedrich Schlegel το 1798 στο περιοδικό Athenäum που εκδίδει μαζί με τον αδελφό του August Wilhelm Schlegel. Το επαναστατικό αυτό κείμενο που θεωρείται προγραμματικό του γερμανικού Ρομαντισμού στρέφεται όχι μόνο κατά των κανονιστικών ποιητικών, αλλά και κατά του διαχωρισμού της λογοτεχνίας σε είδη.
Στρέφεται επίσης κατά του διαχωρισμού μεταξύ επιστήμης, λογοτεχνίας και φιλοσοφίας που θεωρείται δεδομένος την εποχή αυτή. Καταφέρεται επίσης εναντίον του διαχωρισμού μεταξύ ζωής και τέχνης. Το γεγονός ότι η ρομαντική ποίηση είναι μια ποίηση σε διαρκή εξέλιξη, μια ποίηση που δεν ολοκληρώνεται, σημαίνει στροφή στο αποσπασματικό. Αν μέχρι τότε η έννοια του ολόκληρου, του κειμένου δηλαδή με αρχή, μέση και τέλος, είναι δεδομένη, από τον Ρομαντισμό και μετά το αποσπασματικό καθίσταται κυρίαρχο πρότυπο της ποίησης.
Η αυθαιρεσία του ποιητή, στην οποία αναφέρεται ο Schlegel, συμπληρώνει την εικόνα μιας
απόλυτης ελευθερίας της δημιουργικής πράξης. Ειδικά για τα λογοτεχνικά είδη θα μπορούσε να θωρήσει κανείς ότι παύουν να έχουν σημασία στον Ρομαντισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου