Ο Ντέλα Μπάρκα (Calderόn de la Barca, 1600-1681) είναι γνωστός κυρίως για δύο έργα του, Το μεγάλο θέατρο του κόσμου (El gran teatro del mundo) και Η ζωή είναι όνειρο (La vida es sueño).
Η ζωή για τον Calderόn είναι ή θέατρο ή όνειρο, μια δυσδιάκριτη διάσταση που παλινδρομεί μεταξύ φαινομένου και αλήθειας, ψευδαίσθησης και πραγματικότητας, από τα δεσμά της οποίας απελευθερώνεται ο άνθρωπος μόνο με τον θάνατο, που τον οδηγεί αναπόφευκτα στην αληθινή, μονοδιάστατη και τετελεσμένη σημασία της ύπαρξης. Στη θεατρική σκηνή του κόσμου ο άνθρωπος καλείται να παίξει έναν εφήμερο, μεταβατικό και μεταβαλλόμενο ρόλο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο Μεγάλο θέατρο του κόσμου, όπου ο συγγραφέας-πρόσωπο του έργου καλεί τον Κόσμο να του ετοιμάσει ένα θέαμα, πάνω στη θεατρική σκηνή, στην οποία οι δύο τοποθετημένες πόρτες αναπαριστούν την κούνια και τον τάφο.
Η ζωή για τον Calderόn είναι ή θέατρο ή όνειρο, μια δυσδιάκριτη διάσταση που παλινδρομεί μεταξύ φαινομένου και αλήθειας, ψευδαίσθησης και πραγματικότητας, από τα δεσμά της οποίας απελευθερώνεται ο άνθρωπος μόνο με τον θάνατο, που τον οδηγεί αναπόφευκτα στην αληθινή, μονοδιάστατη και τετελεσμένη σημασία της ύπαρξης. Στη θεατρική σκηνή του κόσμου ο άνθρωπος καλείται να παίξει έναν εφήμερο, μεταβατικό και μεταβαλλόμενο ρόλο, όπως ακριβώς συμβαίνει και στο Μεγάλο θέατρο του κόσμου, όπου ο συγγραφέας-πρόσωπο του έργου καλεί τον Κόσμο να του ετοιμάσει ένα θέαμα, πάνω στη θεατρική σκηνή, στην οποία οι δύο τοποθετημένες πόρτες αναπαριστούν την κούνια και τον τάφο.
Ο συγγραφέας τοποθετεί επί σκηνής επτά πρόσωπα: τον Πλούσιο, το Βασιλιά, το Χωρικό, το Ζητιάνο, την Ομορφιά, τη Διακριτικότητα και το Παιδί. Καθένα από αυτά τα πρόσωπα, που αναπαριστούν τη ζωή των ανθρώπων, πρέπει να παίξει αυτοσχεδιάζοντας έναν ρόλο/δοκιμασία μέχρι τη στιγμή του θανάτου του, όπου ανάλογα με το αποτέλεσμα θα κατευθυνθεί είτε στον παράδεισο, είτε στην κόλαση, είτε στο καθαρτήριο, είτε στο λίμπο.
Ο ρόλος που υποδύεται το κάθε πρόσωπο είναι άμεσα συνυφασμένος με τη δοκιμασία που του επιβάλλει ο Θεός, ενώ συγχρόνως αναδύεται η δύναμη της ελεύθερης βούλησης του ανθρώπου, που μπορεί να καθορίσει τη μοίρα του. Στο τέλος, ο Κόσμος ζητά από κάθε πρόσωπο/ηθοποιό να του επιστρέψει το κοστούμι του, προβάλλοντας έτσι το αγαπημένο θέμα του μπαρόκ θεάτρου, το θέατρο εν θεάτρω, και αναδεικνύοντας το βαθύτερο νόημα του έργου: η ζωή είναι απλώς ένα θέατρο και τίποτα άλλο.
Η Fischer-Lichte υποστηρίζει ότι σε αντίθεση με την κομέντια ντελ άρτε και το ελισαβετιανό θέατρο που «περιορίζονταν σε μεγάλο βαθμό σε μια οριζόντια προσέγγιση του ανθρώπινου βίου, με άλλα λόγια ασχολούνταν με θέματα που αφορούσαν την επίγεια ζωή, το νέο θέατρο ήρθε να ερμηνεύσει τον κόσμο βάσει μιας κάθετης γραμμής. […]
Η αντίθεση ανάμεσα στην εγκοσμιότητα και στην υπερβατικότητα διαμόρφωσε τη βάση του θεάτρου του Μπαρόκ, αναδεικνύοντας κάθε σκηνικό συμβάν σε οργανικό μέρος της Θείας Οικονομίας: το
θέατρο διευρύνεται σε “θέατρο του κόσμου” αποκτώντας οικουμενική σημασία. Έτσι, από τη μια ο “κόσμος” μεταμορφώθηκε ο ίδιος σε θέατρο, σε μια σκηνή για την αυτοπροβολή της Αυλής και της Εκκλησίας, ενώ από την άλλη το θέατρο αναδείχθηκε σε απόλυτο σύμβολο του “κόσμου”» (Fischer-Lichte, 177).
Από την οπτική του Calderόn, αν ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή και κάθε θεατής στην πραγματική του ζωή υποδύεται έναν ρόλο, τότε το ίδιο το θεατρικό έργο δεν είναι παρά θέατρο εν θεάτρω. Επομένως, «το θέατρο δεν είναι παρά μια αλληγορία της ζωής, υπό την έννοια ότι τονίζει και συγχρόνως εκθέτει το φαίνεσθαι, την πλάνη και την παροδικότητα της ζωής» (Fischer-Lichte, 179).
Από την οπτική του Calderόn, αν ο κόσμος είναι μια θεατρική σκηνή και κάθε θεατής στην πραγματική του ζωή υποδύεται έναν ρόλο, τότε το ίδιο το θεατρικό έργο δεν είναι παρά θέατρο εν θεάτρω. Επομένως, «το θέατρο δεν είναι παρά μια αλληγορία της ζωής, υπό την έννοια ότι τονίζει και συγχρόνως εκθέτει το φαίνεσθαι, την πλάνη και την παροδικότητα της ζωής» (Fischer-Lichte, 179).
Ντέλα Μπάρκα: Η Ζωή είναι όνειρο
Παρόμοια αλληγορική διάσταση έχει και η Ζωή είναι όνειρο, που διανθίζεται με ιδιαίτερα βαθυστόχαστους φιλοσοφικούς μονολόγους με θέμα τα δίπολα σκέψη-δράση, όνειρο-πραγματικότητα, ψευδαίσθηση-αλήθεια. Ο βασιλιάς της Πολωνίας Βασίλειος, δεινός μελετητής της επιστήμης της αστρονομίας, προβλέπει πως ο γιος του Σιγισμούνδος θα γίνει τύραννος φριχτός για τη χώρα και γι’ αυτό τον κλείνει σε πύργο-φυλακή από την ημέρα της γέννησής του με μόνο σύντροφο τον γέροντα παιδαγωγό, Κλοτάλδο. Όταν ενηλικιώνεται ο Σιγισμούνδος, ο Βασίλειος αποφασίζει να του δώσει μια ευκαιρία. Του παραχωρεί λοιπόν την εξουσία, αφού, προηγουμένως, τον κοιμίσει με ένα βοτάνι, ώστε να μπορεί και πάλι να τον απομακρύνει από τη χώρα, αν επιβεβαιωθούν οι αρχικές προβλέψεις του.
Ο Σιγισμούνδος, όταν αντιλαμβάνεται τη νέα θέση και εξουσία του (δίχως ωστόσο να γνωρίζει ακριβώς ποιος είναι) αποδεικνύεται σκληρός και έτοιμος για κάθε έγκλημα. Ο πατέρας του τότε και πάλι τον κοιμίζει και τον στέλνει πίσω στον πύργο, αφήνοντας τον να πιστεύει ότι όλα όσα έζησε ήταν ένα όνειρο. Ακριβώς στο σημείο αυτό, στο τέλος δηλαδή της Δεύτερης Μέρας, στη 19η σκηνή, τοποθετείται ο μονόλογος.
Ο Σιγισμούνδος, όταν αντιλαμβάνεται τη νέα θέση και εξουσία του (δίχως ωστόσο να γνωρίζει ακριβώς ποιος είναι) αποδεικνύεται σκληρός και έτοιμος για κάθε έγκλημα. Ο πατέρας του τότε και πάλι τον κοιμίζει και τον στέλνει πίσω στον πύργο, αφήνοντας τον να πιστεύει ότι όλα όσα έζησε ήταν ένα όνειρο. Ακριβώς στο σημείο αυτό, στο τέλος δηλαδή της Δεύτερης Μέρας, στη 19η σκηνή, τοποθετείται ο μονόλογος.
ΣΙΓΙΣΜΟΥΝΔΟΣ:
Αλήθεια! Πρέπει αυτή να συμμαζέψω
την αγριάδα, τη λύσσα, τη μανία
της δόξας, τι να ονειρευτώ θα μπόρειε
και πάλι, αφού σε κόσμο ζούμε τόσο
παράξενο, που η ζήση ονείρου μοιάζει.
Κάθε άνθρωπος που ζει –μού ’χει διδάξει
η πείρα μου- νειρεύεται αυτό πού ’ναι,
ωσότου να ξυπνήσει. Ο βασιλιάς
νειρεύεται πως είναι βασιλιάς
και ζει μέσα στην πλάνη του, διοικώντας,
ορίζοντας, προστάζοντας, κ’ η δόξα του
απομένει στον άνεμο γραμμένη,
ωσότου ο θάνατος την κάμει στάχτη.
Ποιος θά ’θελε κορόνα στο κεφάλι,
αν ήξερε πως μέλλει να ξυπνήσει
την ώρα του θανάτου; Ο πλούσιος, όμοια
κι αυτός, νειρεύεται τα πλούτη πού ’χει
και σωριάζει φροντίδες. Τα δεινά του,
τη φτώχεια του νειρεύεται ο ζητιάνος.
άλλος νειρεύεται την προκοπή του,
άλλος την κούραση νειρεύεται, άλλος
τη ντροπή του. Καθώς φαίνεται, σ’ όλο
τον κόσμο, όλοι νειρεύονται αυτό πού ’ναι,
και κανείς δεν το ξέρει. Όνειρο βλέπω
κ’ εγώ που βρίσκουμαι δω φορτωμένος
με τις άλυσες τούτες, και πριν ώρας
καλοτυχιά και δόξα ονειρευόμουν.
Τι’ ναι η ζωή; Μια φρεναπάτη. Τι ’ναι
η ζωή; Μια παραίστηση, ένας ίσκιος,
ένας μύθος! Του κόσμου το τρανότερο
απ’ τ’ αγαθά, κι αυτό ’ναι τιποτένιο
αφού η ζωή είν’ ένα όνειρο μονάχα
κ’ είν’ όνειρο και τα όνειρα τα ίδια.
(Μτφρ. Π. Πρεβελάκη)
Το έργο αναζητά το νόημα της ροής του ιστορικού χρόνου και της ζωής και πραγματεύεται το εφήμερο, τη φθορά, τον θάνατο, την ευμετάβλητη, σύνθετη πραγματικότητα, όπου διαρκώς ανατρέπεται η τάξη των πραγμάτων. Ο κόσμος του υπόκειται στη ροή του χρόνου, όπου τα επιφαινόμενα συγχέονται με την ουσία. Ο θεατής παρακολουθεί τη διαρκή μεταβολή και αλληλεπίδραση αντιθετικών στοιχείων, ενεργειών και παθών. Όπως και
οι τραγωδίες του Σαίξπηρ θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν ως επιδρομές στον άναρθρο, αβέβαιο, ενδιάμεσο χώρο της ανθρώπινης εμπειρίας, έτσι και η θεώρηση της ζωής ως θέατρο μέσα στο θέατρο συνδέεται με την πολυπλοκότητα της ανθρώπινης υπόστασης και τη συνείδηση της συνάρτησης φαινομένου και ουσίας, αλήθειας και πλάνης, προσώπου και ειδώλου.
Το κορυφαίο σημείο του έργου είναι η στιγμή που ο αποκατεστημένος στην εξουσία από τον λαό νόμιμοςδιάδοχος θα αποφασίσει για τη μοίρα των ηττημένων (του πατέρα του, του Αστόλφο, του Κλοτάλντο, του βασιλικού στρατού και όσους τους στήριξαν). Μοιάζει σαν να σταματάει ξαφνικά ο χρόνος, σαν να μεταφέρεται ο θεατής/αναγνώστης σε μια διάσταση α-τοπική και α-χρονική, σε ένα σημείο αποκάλυψης μιας αλήθειας μεταφυσικής, αναλλοίωτης και διαχρονικής, που αφορά τον Άνθρωπο έξω από τα δεσμά του υποκειμενικού χωροχρόνου. Ο Σιγισμούνδος συνειδητοποιεί ότι η ίδια η ζωή είναι ένα όνειρο, μια ψευδαίσθηση. Αυτή η αποκάλυψη τον μεταστρέφει εσωτερικά και με ελεύθερη βούληση αποφασίζει να πράξει το ηθικά ορθό, να υπηρετήσει τον λαό του με οδηγό την αρετή και τη δικαιοσύνη.
Είμαι μέσα σ’ όνειρο και θέλω / να πράξω το καλό, γιατί δε χάνεται /
το καλό το έργο μήτε μέσα στ’ όνειρο.
(Καλδερόν, μτφρ. Π. Πρεβελάκη, 127)
[…] Ψέματα κιόλας αν είναι / κι όνειρα, ποιος για μια ψεύτικη δόξα /
κι ανθρώπινη, τη δόξα θ’ αστοχούσε/ τη θεϊκή;
(Καλδερόν, μτφρ. Π. Πρεβελάκη, 148)
Ο Σιγισμούνδος θα μεταβολίσει αυτή τη σχετικότητα της ζωής σε σοφία και θα γίνει ένας βασιλιάς δίκαιος και γενναιόδωρος, αφήνοντας τον πατέρα του να ζήσει και τη Ροζάουρα, με την οποία είναι ερωτευμένος, σ’ αυτόν που εκείνη αγαπά: «Σε αντίθεση με τον πατέρα του, αυτός [Σιγισμούνδος] έχει αντιληφθεί ότι η ζωή είναι μόνο όνειρο, ψευδαίσθηση, επίφαση· και από αυτήν τη σχετικότητα θα αντλήσει το εκείνο ηθικό σθένος ώστε να συνειδητοποιήσει τον εφήμερο και περιορισμένο χαρακτήρα των παθών και των εγκόσμιων γνώσεων και συνεπώς για να προσλάβει, σε μια θρησκευτική διάσταση, μια στάση ορθή και σοφή» (Luperini, 755).
Παρά τη θετική έκβαση του έργου, ο κόσμος του Calderόn, όπως γενικότερα ο κόσμος του Μπαρόκ, αποτυπώνεται με πεσιμιστικούς τόνους και σκεπτικιστικές αποχρώσεις, αφού τόσο η λογική όσο και το ηθικό χρέος και η πίστη στην ελεύθερη βούληση προβάλλονται πάνω σ’ ένα φόντο απομάγευσης και έλλειψης βεβαιότητας, αστάθειας και αγωνίας.
Παρά τη θετική έκβαση του έργου, ο κόσμος του Calderόn, όπως γενικότερα ο κόσμος του Μπαρόκ, αποτυπώνεται με πεσιμιστικούς τόνους και σκεπτικιστικές αποχρώσεις, αφού τόσο η λογική όσο και το ηθικό χρέος και η πίστη στην ελεύθερη βούληση προβάλλονται πάνω σ’ ένα φόντο απομάγευσης και έλλειψης βεβαιότητας, αστάθειας και αγωνίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου