Εξακολουθεί και είναι διαδεδομένη η πεποίθηση ότι η αναρχία παραπέμπει σε μια κατάσταση ανομίας (ως απουσία έννομης τάξης) και γενικότερα αταξίας (ως το αντίθετο της τάξης/ευταξίας), και ως εκ τούτου πιθανότατα βίαιη, ασταθή και χαοτική. Για ένα ικανό τμήμα της κοινής γνώμης, οι αναρχικοί είναι περιθωριακά άτομα και ομάδες που προβαίνουν σε καταστροφικές ενέργειες, είτε επειδή είναι κατά βάθος μηδενιστές είτε επειδή ‒για λόγους που πρέπει να ερμηνευτούν περισσότερο με ψυχολογικούς όρους‒ εχθρεύονται την κοινωνία και την πολιτισμένη και ειρηνική συνύπαρξη.
Με άλλα λόγια, διατηρούνται οι μειωτικές συνδηλώσεις που έφερε η έννοια πριν την οικειοποιηθεί ο Pierre-Joseph Proudhon το 1840, προκειμένου να αυτοχαρακτηριστεί αναρχικός, ανασημασιοδοτώντας πλέον την αναρχική συνθήκη ως κάτι το θετικό και βρίσκοντας πολλούς μιμητές.
Επομένως, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να μην παρασυρόμαστε φέρ’ ειπείν από τα δημοσιογραφικά στερεότυπα τα οποία εξισώνουν την αναρχία με τους οργισμένους νέους που πετάνε μολότοφ και τα «σπάνε», ούτε να θεωρούμε δεδομένη τη σύνδεση αναρχισμού με τη βίαιη δράση. Δεν είναι!
Υπάρχουν βίαιες, όπως και φιλειρηνικές εκδοχές αναρχισμού. Σε κάθε περίπτωση, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιδεολογίες, ο αναρχισμός είναι ένα πολυσχιδές φαινόμενο με τις «διακλαδώσεις» και τις περιπλοκές του.
Επομένως, θα πρέπει να είμαστε προσεκτικοί, ώστε να μην παρασυρόμαστε φέρ’ ειπείν από τα δημοσιογραφικά στερεότυπα τα οποία εξισώνουν την αναρχία με τους οργισμένους νέους που πετάνε μολότοφ και τα «σπάνε», ούτε να θεωρούμε δεδομένη τη σύνδεση αναρχισμού με τη βίαιη δράση. Δεν είναι!
Υπάρχουν βίαιες, όπως και φιλειρηνικές εκδοχές αναρχισμού. Σε κάθε περίπτωση, όπως συμβαίνει με τις περισσότερες ιδεολογίες, ο αναρχισμός είναι ένα πολυσχιδές φαινόμενο με τις «διακλαδώσεις» και τις περιπλοκές του.
Μολονότι κανείς δεν μπορεί να αρνηθεί ότι ο αναρχισμός είναι ένα αξιοσημείωτο πολιτικό φαινόμενο με τη δική του υπόσταση και ιστορία, έχει αμφισβητηθεί η άποψη ότι συνιστά ταυτοχρόνως και ιδεολογία.
Ενδεικτικά, οι Terence Ball και Richard Dagger υποστηρίζουν ότι είναι πολύ περισσότερα εκείνα που
χωρίζουν τις διαφορετικές ομάδες αναρχικών παρά εκείνα που τις ενώνουν, έτσι ώστε φαντάζει καταχρηστικό να ταξινομούνται ως υποπεριπτώσεις της ίδιας ιδεολογίας. Παραπέμποντας στον David Miller, λένε ότι «ο αναρχισμός δεν αποτελεί μια ιδεολογία, αλλά μάλλον το σημείο διασταύρωσης διάφορων ιδεολογιών» . Αυτή τη θέση πρέπει να τη λάβουμε σοβαρά υπόψη, διότι έχει μια βάση. Κατ’ ουσίαν, παραπέμπει στο γεγονός ότι υπάρχουν πολλές εκδοχές αναρχισμού οι οποίες εκπορεύονται, «συνομιλούν» και αλληλεπιδρούν με τον σοσιαλισμό, ενώ αντίστοιχα υφίστανται αναρχικές θεωρήσεις που προκύπτουν μέσω του φιλελευθερισμού, με τον οποίο συμμερίζονται κοινά στοιχεία και από τον οποίο ταυτοχρόνως λαμβάνουν κριτικές αποστάσεις.
Σχηματικά, ο πρώτος αναρχισμός μπορεί να εκληφθεί ως η ριζοσπαστική και «ακραία» κατάληξη του σοσιαλισμού, ενώ ο δεύτερος αναρχισμός ως η ριζοσπαστική και «ακραία» κατάληξη του φιλελευθερισμού.
Οι δύο αναρχισμοί συμμερίζονται μεν την απέχθεια προς το κράτος και την εξουσία γενικότερα, αλλά αυτό συνιστά μια σύμπτωση, μια επικάλυψη, και όχι ένα ισχυρό στοιχείο μεταξύ τους ταυτότητας, εφόσον κατά τα άλλα εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα και εκ διαμέτρου αντίθετες συστάσεις όσον αφορά το πολιτικό τους σχέδιο.
Πράγματι, ένας αναρχικός που προτάσσει φέρ’ ειπείν τις αξίες της αλληλεγγύης, της κοινοκτημοσύνης και της ισότητας νιώθει άβολα να τοποθετηθεί στην ίδια κατηγορία με έναν αναρχοκαπιταλιστή, ο οποίος πρεσβεύει ότι η ελεύθερη αγορά είναι η άριστη κοινωνική διευθέτηση για τα ιδιοτελή άτομα, των οποίων την αυτοδύναμη δράση καμία συλλογικότητα δεν νομιμοποιείται να περιορίσει, πόσω μάλλον να καταστείλει.
Σχηματικά, ο πρώτος αναρχισμός μπορεί να εκληφθεί ως η ριζοσπαστική και «ακραία» κατάληξη του σοσιαλισμού, ενώ ο δεύτερος αναρχισμός ως η ριζοσπαστική και «ακραία» κατάληξη του φιλελευθερισμού.
Οι δύο αναρχισμοί συμμερίζονται μεν την απέχθεια προς το κράτος και την εξουσία γενικότερα, αλλά αυτό συνιστά μια σύμπτωση, μια επικάλυψη, και όχι ένα ισχυρό στοιχείο μεταξύ τους ταυτότητας, εφόσον κατά τα άλλα εκκινούν από διαφορετικές αφετηρίες και καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα και εκ διαμέτρου αντίθετες συστάσεις όσον αφορά το πολιτικό τους σχέδιο.
Πράγματι, ένας αναρχικός που προτάσσει φέρ’ ειπείν τις αξίες της αλληλεγγύης, της κοινοκτημοσύνης και της ισότητας νιώθει άβολα να τοποθετηθεί στην ίδια κατηγορία με έναν αναρχοκαπιταλιστή, ο οποίος πρεσβεύει ότι η ελεύθερη αγορά είναι η άριστη κοινωνική διευθέτηση για τα ιδιοτελή άτομα, των οποίων την αυτοδύναμη δράση καμία συλλογικότητα δεν νομιμοποιείται να περιορίσει, πόσω μάλλον να καταστείλει.
Παρ’ όλα αυτά, δεν είναι ούτε εύκολο ούτε εύλογο να διαμοιραστεί το σύνολο της αναρχικής παράδοσης σε δύο διακριτά τμήματα, καθώς θα προέκυπταν σημαντικές δυσκολίες ‒αν μη τι άλλο‒ για περιπτώσεις στοχαστών και ακτιβιστών που με το θεωρητικό και πρακτικό έργο τους ενσωματώνουν ταυτοχρόνως αναθεωρημένες θέσεις τόσο σοσιαλιστικές όσο και φιλελεύθερες, στον βαθμό που επιχειρούν να συνδυάσουν αρμονικά την κοινωνική ισότητα με την ατομική ελευθερία.
Επιπλέον, μολονότι η εναντίωση προς την εξουσία είναι η «αρνητική» διάσταση του αναρχισμού (αντιμάχεται την ύπαρξή του) και παραμένει ημιτελής, εάν δεν συμπληρωθεί από τη «θετική» διάσταση (χωρίς εξουσία, η κοινωνία θα θεμελιώνεται στο χ, ψ, ω), πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι και από μόνη της η «αρνητική» διάσταση είναι εξαιρετικά σημαντική, ιδίως μάλιστα εάν θεωρήσουμε ότι ο αναρχισμός είναι η μοναδική ιδεολογία η οποία δραστηριοποιείται υπέρ της ολοκληρωτικής εξάλειψης της εξουσίας.
Επίσης, η σημασία αυτής της «αρνητικής» διάστασης είναι εγγεγραμμένη στο ίδιο της το όνομα –στα ελληνικά, φανερώνεται από την ετυμολογία της λέξης: αν + αρχία, άνευ αρχής–, δηλαδή σε ένα ισχυρό ταυτοτικό στοιχείο.
Τα προβλήματα που θα δημιουργούσε η διάσπαση του αναρχισμού σε σοσιαλιστικό/κολεκτιβιστικό
από τη μία πλευρά και σε ατομικιστικό/φιλελεύθερο από την άλλη εκφράζονται χαρακτηριστικά και στην περίπτωση του William Godwin, ο οποίος συχνά αναφέρεται ως ένας από τους θεμελιωτές της αναρχικής σκέψης, ασχέτως εάν δεν χρησιμοποιούσε ο ίδιος αυτόν τον προσδιορισμό.
Πράγματι, στην Έρευνα για την πολιτική δικαιοσύνη, έργο του 1793, αναπτύσσει ορισμένα χαρακτηριστικά μοτίβα του αναρχισμού τα οποία δεν μπορούν να αναχθούν αποκλειστικά ούτε στη σοσιαλιστική ούτε στη φιλελεύθερη κατεύθυνσή του.
Πράγματι, στην Έρευνα για την πολιτική δικαιοσύνη, έργο του 1793, αναπτύσσει ορισμένα χαρακτηριστικά μοτίβα του αναρχισμού τα οποία δεν μπορούν να αναχθούν αποκλειστικά ούτε στη σοσιαλιστική ούτε στη φιλελεύθερη κατεύθυνσή του.
Μεταξύ άλλων, εξαπολύει δριμείες κατηγορίες προς την κυβέρνηση και την εξουσία, ως μοναδικές πηγές λίγο-πολύ όλων των δεινών, και καλεί για την πλήρη εξάλειψή τους. Καταλογίζει στην κυβέρνηση ότι όχι μόνο είναι μια καταπιεστική δύναμη που υπονομεύει την ελευθερία, αλλά επιπλέον ευνοεί τον ιδιωτικό πλούτο, τα προνόμια, την ανισότητα και τον ανταγωνισμό. Ακόμη, αποτελεί αιτία της κοινωνικής διχόνοιας και του πολέμου. Η κατάργησή της θα δώσει τη δυνατότητα στους ανθρώπους ατομικά και στην ανθρωπότητα συνολικά να εξελιχθoύν πνευματικά και ηθικά.
Αυτή η ιδέα βασίζεται στη θέση ότι οι άνθρωποι είναι από τη φύση τους προικισμένοι με τον ορθό λόγο και τη ροπή να συμβιώνουν σε συνθήκες ειρήνευσης και αρμονίας. Επομένως, εάν αρθούν οι φαύλες συνέπειες της ύπαρξης κυβέρνησης που οδηγεί σε αντικοινωνικές συμπεριφορές, και με τη βοήθεια της εκπαίδευσης, οι άνθρωποι θα οδηγηθούν σε μια ισότιμη και δίκαιη διευθέτηση, ενώ θα απολαύσουν και τα αγαθά της ελευθερίας.
Ο Godwin προσδοκούσε ότι σε μια τέτοια κοινωνία –ή καλύτερα κοινότητα– τα άτομα θα αναπτύξουν ειλικρινές ενδιαφέρον για τους συνανθρώπους τους και θα καλλιεργήσουν σχέσεις αλληλοβοήθειας, χωρίς ωστόσο να καταπιέζονται από το σύνολο. Σε αυτό το πλαίσιο, η ανεμπόδιστη ανάπτυξη των ανθρώπινων αρετών και η ενεργοποίηση του διαλόγου πριν από τη λήψη αποφάσεων θα οδηγήσουν σε μια ισορροπία μεταξύ της ατομικής ελευθερίας και της συλλογικής ευημερίας (Harper, 1989, σσ. 31-37).
Στο επίπεδο της πολιτικής πράξης, οι Λυσσασμένοι (Enragés), μια μικρή ριζοσπαστική ομάδα που
έδρασε στο πλαίσιο της Γαλλικής Επανάστασης, είναι κατά ορισμένους αυτοί που εκδήλωσαν την πρώτη αναρχική διεκδίκηση, καταφερόμενοι εναντίον των Ιακωβίνων. Οι τελευταίοι τούς προσέδωσαν τον χαρακτηρισμό «αναρχικοί», με μειωτικό τρόπο.
Το σημαντικό εν προκειμένω δεν είναι τόσο ότι οι Λυσσασμένοι και οι ηγέτες τους, Jacques Roux και Jean Varlet, υποστήριζαν τα συμφέροντα των πλέον φτωχών, όσο ότι τους καλούσαν σε άμεση δράση, κίνηση που θα καθιερωθεί αργότερα ως σημαντική αναρχική πρακτική. Επιπλέον και κυριότερο, κατήγγειλαν την επαναστατική κυβέρνηση ως κάτι το αλληλοαναιρούμενο, δηλαδή υποστήριζαν ότι η Επανάσταση θα πρέπει να καταργήσει τον ίδιο τον θεσμό της κυβέρνησης (Kinna, 2005, σσ. 6-7).
Το σημαντικό εν προκειμένω δεν είναι τόσο ότι οι Λυσσασμένοι και οι ηγέτες τους, Jacques Roux και Jean Varlet, υποστήριζαν τα συμφέροντα των πλέον φτωχών, όσο ότι τους καλούσαν σε άμεση δράση, κίνηση που θα καθιερωθεί αργότερα ως σημαντική αναρχική πρακτική. Επιπλέον και κυριότερο, κατήγγειλαν την επαναστατική κυβέρνηση ως κάτι το αλληλοαναιρούμενο, δηλαδή υποστήριζαν ότι η Επανάσταση θα πρέπει να καταργήσει τον ίδιο τον θεσμό της κυβέρνησης (Kinna, 2005, σσ. 6-7).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου