Ήδη από τα χρόνια του Λουδοβίκου ΙΔ΄ της Γαλλίας, αλλά πιο συστηματικά από τα τέλη του 18ου αιώνα και τις αρχές του 19ου, δυτικοί εντεταλμένοι πράκτορες και συλλέκτες αγόραζαν ή αποσπούσαν από μοναστηριακές βιβλιοθήκες της ανατολικής Μεσογείου χειρόγραφα και σπάνια βιβλία για να εμπλουτίσουν ευρωπαϊκές βιβλιοθήκες και ιδιωτικές συλλογές.
Ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν ο πρώτος που πρότεινε, το 1807, μεθόδους καταγραφής και διαφύλαξης ελληνικών χειρογράφων και βιβλίων σε ελληνική βιβλιοθήκη μετά την αφαίρεση από τον Edward Daniel Clarke πολλών χειρογράφων από τη μονή της Πάτμου (Κοραής 1966, 394-396).
Οι πρώτες ωστόσο βιβλιογραφίες με αντικείμενο το ελληνικό έντυπο βιβλίο τυπώθηκαν στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα και είχαν τη μορφή κατάλογου. Η εκπόνηση βιβλιογραφιών στηριζόταν
Ο Αδαμάντιος Κοραής ήταν ο πρώτος που πρότεινε, το 1807, μεθόδους καταγραφής και διαφύλαξης ελληνικών χειρογράφων και βιβλίων σε ελληνική βιβλιοθήκη μετά την αφαίρεση από τον Edward Daniel Clarke πολλών χειρογράφων από τη μονή της Πάτμου (Κοραής 1966, 394-396).
Οι πρώτες ωστόσο βιβλιογραφίες με αντικείμενο το ελληνικό έντυπο βιβλίο τυπώθηκαν στην Ελλάδα στα μέσα του 19ου αιώνα και είχαν τη μορφή κατάλογου. Η εκπόνηση βιβλιογραφιών στηριζόταν
στην ανάγκη για οργάνωση και ιστορικοποίηση του πολιτισμικού παρελθόντος του νέου ελληνισμού, και συμπίπτει με τη σύνταξη ιστοριών της γραμματείας και της λογοτεχνίας.
Από τα πρώτα σχεδιάσματα βιβλιογραφίας αποτελεί η Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον του λόγιου εμπόρου Γεώργιου Ζαβίρα (1744-1804), που συντάχθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά εκδόθηκε το 1872. Πρόκειται για κατάλογο Ελλήνων λογίων από τον 15ο ώς τον 19ο αιώνα, στον οποίον περιλαμβάνεται και εργογραφία τους. Η εργογραφία αυτή αποτελεί ουσιαστικά μια πρώιμη προσπάθεια βιβλιογράφησης.
Από τα πρώτα σχεδιάσματα βιβλιογραφίας αποτελεί η Νέα Ελλάς ή Ελληνικόν Θέατρον του λόγιου εμπόρου Γεώργιου Ζαβίρα (1744-1804), που συντάχθηκε στις αρχές του 19ου αιώνα αλλά εκδόθηκε το 1872. Πρόκειται για κατάλογο Ελλήνων λογίων από τον 15ο ώς τον 19ο αιώνα, στον οποίον περιλαμβάνεται και εργογραφία τους. Η εργογραφία αυτή αποτελεί ουσιαστικά μια πρώιμη προσπάθεια βιβλιογράφησης.
Η πρώτη αυτοτελής έκδοση νεοελληνικής βιβλιογραφίας είναι ο Κατάλογος των από της πτώσεως της
Κωνσταντινουπόλεως μέχρι του 1821 τυπωθέντων βιβλίων παρ΄ Ελλήνων εις την ομιλουμένην ή εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν του Επτανήσιου Ανδρέα Παπαδόπουλου Βρετού, ο οποίος εκδόθηκε το 1845. Ο Παπαδόπουλος Βρετός υπήρξε βιβλιοθηκάριος της Ιονίου Ακαδημίας στην Κέρκυρα και δημοσίευσε σε συνέχειες, στο περιοδικό Παναρμόνιον,τα πρώτα σχεδιάσματα της βιβλιογραφίας του. Εκεί δημοσιεύτηκαν 247 λήμματα συνολικά, ενώ, την ίδια χρονιά, ο Κατάλογος τυπώθηκε αυτοτελώς και επαυξημένος, φτάνοντας τα 618 λήμματα (βλ. Μπόμπου-Σταμάτη 1995, 118 και Μακρυμίχαλος 1968, 67). Όπως ενημερώνει ο ίδιος ο συντάκτης, η μοναδική του πηγή για τη σύνταξη της βιβλιογραφίας ήταν η προσωπική βιβλιοθήκη του φιλέλληνα Λόρδου Guilford, η οποία είχε μεταφερθεί στην Ιόνιο Ακαδημία, προκειμένου να αποτελέσει τη βασική βιβλιοθήκη του ιδρύματος (Παπαδόπουλος-Βρετός 1845, β΄). Ο Guilford ήταν ο ιδρυτής της Ιονίου Ακαδημίας, και με την υποστήριξή του έλληνες σπουδαστές φοίτησαν σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, ώστε να γίνουν αργότερα καθηγητές της Ακαδημίας.
Η απλή αυτή χρονολογική καταγραφή εντύπων από τον Παπαδόπουλο Βρετό, που ξεκινά από τα
Ερωτήματα του Χρυσολωρά (1522) και τελειώνει με τον Δήμο του Σπυρίδωνος Τρικούπη (1821) χαιρετίστηκε ως έργο εθνικό: «Η συλλογή αυτή καθίσταται πολλώ αναγκαία εις την σπουδάζουσαν νεολαίαν και ως τοιαύτην την συνιστώμεν, αποδίδοντες προς τον φιλόπονον και πατριώτην Κ. Βρετόν φόρον δικαίων επαίνων και κοινής ευγνωμοσύνης» (Παπαδόπουλος Βρετός 1854, ιε΄).
Ο Επτανήσιος λόγιος Άνθιμος Μαζαράκης, από τους πρώτους ιστοριογράφους, σημείωνε πως ο Κατάλογος αποτελεί «έν πραγματικόν ευεργέτημα προς την πατρίδα» και πως ο συντάκτης του είναι «άξιος της εθνικής ευγνωμοσύνης» (Παπαδόπουλος Βρετός 1854, κ΄).
Έτσι, και στον ελλαδικό χώρο οι βιβλιογραφίες απέκτησαν πλέον εθνική σημασία και ιστορική
Ο Επτανήσιος λόγιος Άνθιμος Μαζαράκης, από τους πρώτους ιστοριογράφους, σημείωνε πως ο Κατάλογος αποτελεί «έν πραγματικόν ευεργέτημα προς την πατρίδα» και πως ο συντάκτης του είναι «άξιος της εθνικής ευγνωμοσύνης» (Παπαδόπουλος Βρετός 1854, κ΄).
Έτσι, και στον ελλαδικό χώρο οι βιβλιογραφίες απέκτησαν πλέον εθνική σημασία και ιστορική
βαρύτητα. Ο Κατάλογος του Παπαδόπουλου Βρετού επανεκδόθηκε συμπληρωμένος και επαυξημένος σε οριστική δίτομη έκδοση το 1854 και το 1857 με τον τίτλο Νεοελληνική φιλολογία: ήτοι κατάλογος των από πτώσεως της Βυζαντινής αυτοκρατορίας μέχρι εγκαθιδρύσεως της εν Ελλάδι βασιλείας τυπωθέντων βιβλίων παρ' Ελλήνων εις την ομιλουμένην, ή εις την αρχαίαν ελληνικήν γλώσσαν.
Στην ίδια λογική της εθνικής ωφέλειας κινήθηκε και ο νομισματολόγος και συλλέκτης Παύλος Λάμπρος, συντάσσοντας τρεις καταλόγους σπάνιων βιβλίων που πωλούνταν στην Αθήνα, με τον τίτλο Κατάλογος σπανίων βιβλίων της νεοελληνικής φιλολογίας πωλουμένων εν Αθήναις (1863, 1864, 1869). Σύμφωνα με τα λεγόμενα του ίδιου του εκδότη, οι κατάλογοι αυτοί κίνησαν το ενδιαφέρον γαλλικών και γερμανικών βιβλιοθηκών (Λάμπρος 1869, γ΄).
Ωστόσο, η πρώτη μεγαλόπνοη βιβλιογραφική εργασία που σφράγισε την περιοχή της εθνικής βιβλιογραφίας για τα ελληνικά γράμματα άρχισε να εκπονείται στις αρχές του 1880 από τον γάλλο νεοελληνιστή Émile Legrand (1841-1903).
Ωστόσο, η πρώτη μεγαλόπνοη βιβλιογραφική εργασία που σφράγισε την περιοχή της εθνικής βιβλιογραφίας για τα ελληνικά γράμματα άρχισε να εκπονείται στις αρχές του 1880 από τον γάλλο νεοελληνιστή Émile Legrand (1841-1903).
Η σύλληψη της ιδέας για καταγραφή της εκδοτικής δραστηριότητας του νέου ελληνισμού κατά την
περίοδο της Τουρκοκρατίας ανήκει στον πρίγκιπα Γεώργιο Α. Μαυροκορδάτο (1839-1902). Ο
Μαυροκορδάτος, φανατικός συλλέκτης εντύπων και χειρογράφων σε όλη τη διάρκεια της ζωής του, ανέλαβε το ρόλο χορηγού, χρηματοδοτώντας το βιβλιογραφικό εγχείρημα του Legrand. Αρχικά, έθεσε στη διάθεση του γάλλου ερευνητή την πλουσιότατη προσωπική του βιβλιοθήκη, η οποία βρισκόταν στο σπίτι του στο Παρίσι.
Ωστόσο, η φιλολογική ευσυνειδησία του Legrand δεν του επέτρεψε να προβεί σε απλή απαριθμητική
Ωστόσο, η φιλολογική ευσυνειδησία του Legrand δεν του επέτρεψε να προβεί σε απλή απαριθμητική
καταγραφή των βιβλίων. Σκοπός του έγινε να εκπονήσει μια αναλυτική βιβλιογραφία, στην οποία θα
σημείωνε όσα στοιχεία μπορούσε να συλλέξει για το εκάστοτε έντυπο (ιστορικά στοιχεία, συντελεστές, πιστή περιγραφή της σελίδας τίτλου, αντίτυπα σε βιβλιοθήκες κτλ.). Η ευσυνειδησία του Legrand, σε συνδυασμό με τη διαρκώς σωρευόμενη ύλη, κατέστησαν το εγχείρημά του μνημειώδες και εξαιρετικά δύσκολο.
Σταδιακά ο Legrand αξιοποίησε το ευρύ δίκτυο γνωριμιών του με την ελληνική λογιοσύνη του καιρού του και επιστράτευσε, κάποτε έναντι αμοιβής, διάφορους έλληνες λογίους και ξένους ελληνιστές, ζητώντας τους να του αποστείλουν βιβλιογραφικές πληροφορίες για έργα στα οποία ο ίδιος δεν είχε πρόσβαση. Ανάμεσα σε αυτούς, κρίσιμο ρόλο έπαιξαν οι Κωνσταντίνος Σάθας, Νικόλαος Πολίτης, Ι. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης, Α. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Βασίλειος Μυστακίδης και Karl Krumbacher. (Για το δίκτυο του Legrand, την αλληλογραφία του και γενικότερα τη γενεαλογία του βιβλιογραφικού του έργου, βλ. Παπακώστας 2011).
Η φιλόδοξη αυτή εργασία ζωής τιτλοφορήθηκε Bibliographie Hellénique. Κυκλοφόρησαν συνολικά έντεκα τόμοι, στο χρονικό διάστημα 1885-1928, οι οποίοι καλύπτουν βιβλιογραφικά τέσσερις αιώνες (15ος-18ος αιώνας). Μετά τον θάνατο του Legrand, το 1903, την έκδοση επιμελήθηκε ο μαθητής του και καθηγητής στη Σορβόνη Hubert Pernot.
Αναλυτικά: Για τον 15ο και τον 16ο αιώνα εκδόθηκαν τέσσερις τόμοι (οι δύο πρώτοι το 1885, ο τρίτος το 1903 και ο τέταρτος το 1906. Σημειωτέον ότι στο τέλος της «Εισαγωγής» στον τέταρτο τόμο παρατίθεται αναλυτικό χρονολόγιο με τα έργα του Legrand). Ο τέταρτος τόμος περιλαμβάνει μόνο
Σταδιακά ο Legrand αξιοποίησε το ευρύ δίκτυο γνωριμιών του με την ελληνική λογιοσύνη του καιρού του και επιστράτευσε, κάποτε έναντι αμοιβής, διάφορους έλληνες λογίους και ξένους ελληνιστές, ζητώντας τους να του αποστείλουν βιβλιογραφικές πληροφορίες για έργα στα οποία ο ίδιος δεν είχε πρόσβαση. Ανάμεσα σε αυτούς, κρίσιμο ρόλο έπαιξαν οι Κωνσταντίνος Σάθας, Νικόλαος Πολίτης, Ι. Ισιδωρίδης Σκυλίτσης, Α. Παπαδόπουλος Κεραμεύς, Βασίλειος Μυστακίδης και Karl Krumbacher. (Για το δίκτυο του Legrand, την αλληλογραφία του και γενικότερα τη γενεαλογία του βιβλιογραφικού του έργου, βλ. Παπακώστας 2011).
Η φιλόδοξη αυτή εργασία ζωής τιτλοφορήθηκε Bibliographie Hellénique. Κυκλοφόρησαν συνολικά έντεκα τόμοι, στο χρονικό διάστημα 1885-1928, οι οποίοι καλύπτουν βιβλιογραφικά τέσσερις αιώνες (15ος-18ος αιώνας). Μετά τον θάνατο του Legrand, το 1903, την έκδοση επιμελήθηκε ο μαθητής του και καθηγητής στη Σορβόνη Hubert Pernot.
Αναλυτικά: Για τον 15ο και τον 16ο αιώνα εκδόθηκαν τέσσερις τόμοι (οι δύο πρώτοι το 1885, ο τρίτος το 1903 και ο τέταρτος το 1906. Σημειωτέον ότι στο τέλος της «Εισαγωγής» στον τέταρτο τόμο παρατίθεται αναλυτικό χρονολόγιο με τα έργα του Legrand). Ο τέταρτος τόμος περιλαμβάνει μόνο
βιογραφικά σημειώματα («Notices Biographiques») για λογίους του 15ου και του 16ου αιώνα. Για τον 17ο αιώνα εκδόθηκαν πέντε τόμοι (οι δύο πρώτοι το 1894, ο τρίτος το 1895, ο τέταρτος το 1896 και ο πέμπτος τον 1903). Τέλος, για τον 18ο αιώνα εκδόθηκαν δύο μεταθανάτιοι τόμοι, το 1918 και το 1928 αντίστοιχα. Ολόκληρη η βιβλιογραφία του Legrand βρίσκεται ψηφιοποιημένη στην ΑΝΕΜΗ.
Η εργασία του Legrand υπήρξε έργο υποδομής, που έθεσε τις βάσεις για κάθε μελλοντική προσπάθεια στο πεδίο της ελληνικής βιβλιογραφίας. Οι βιβλιογραφίες που ακολούθησαν λειτούργησαν εν μέρει συμπληρωματικά ως προς το έργο του γάλλου νεοελληνιστή. Έτσι, καλύφθηκαν κενά όσον αφορά τους αιώνες που βιβλιογράφησε ο Legrand, και κυρίως βιβλιογραφήθηκαν τα χρόνια που ο Legrand δεν είχε προλάβει να καλύψει. Περιοδικά όπως Ο Ερανιστής και τα Τετράδια Εργασίας του Κέντρου Νεοελληνικών Ερευνών (σήμερα: Ινστιτούτου Ιστορικών Ερευνών) του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών αποτέλεσαν τους πιο φιλόξενους χώρους για βιβλιογραφικές εργασίες.
Οι σημαντικότερες μεταγενέστερες αυτοτελείς εργασίες είναι η Ελληνική Βιβλιογραφία 1800-1863 (Α΄-Γ΄, Αθήνα 1939-1957) των Δ. Σ. Γκίνη και Βαλ. Γ. Μέξα (βλ. την αναλυτική καταγραφή και ταξινόμηση τίτλων της Βιβλιογραφίας Γκίνη-Μέξα από τον Μοσχονά 1968), καθώς και η Ελληνική Βιβλιογραφία των ετών 1791-1795 (Αθήνα 1971) και η Ελληνική Βιβλιογραφία των ετών 1796-1799 (Αθήνα 1973) των Γ. Γ. Λαδά και Αθ. Δ. Χατζηδήμου (για τις προσθήκες βλ. Πολίτης 22010,
37).
Χρήσιμο σύγγραμμα αποτελεί και η συγκεντρωτική βιβλιογραφία του Θωμά Ι. Παπαδόπουλου, Ελληνική Βιβλιογραφία (1466ci-1800) (τ. Α΄, Αθήνα 1984, τ. Β΄ [παράρτημα], Αθήνα 1986).
Χρήσιμο σύγγραμμα αποτελεί και η συγκεντρωτική βιβλιογραφία του Θωμά Ι. Παπαδόπουλου, Ελληνική Βιβλιογραφία (1466ci-1800) (τ. Α΄, Αθήνα 1984, τ. Β΄ [παράρτημα], Αθήνα 1986).
Με αφετηρία τη βιβλιογραφία του Legrand, άρχισε να εργάζεται και ο σημαντικότερος έλληνας ιστορικός του βιβλίου Φίλιππος Ηλιού (1931-2004). Πρώτος καρπός των ερευνών του υπήρξαν οι Προσθήκες στην Ελληνική Βιβλιογραφία. Α΄. Τα βιβλιογραφικά κατάλοιπα του É. Legrand και του H. Pernot (1515-1799) (Αθήνα 1973).
Ωστόσο, το έργο ζωής του Ηλιού ξεκινά από εκεί που σταμάτησε την καταγραφή του ο Legrand – τη βιβλιογράφηση του 19ου αιώνα. Πρόκειται για τους δύο τόμους της Ελληνικής Βιβλιογραφίας του
19ου αιώνα, 1801-1818 (Αθήνα 1997) και 1819-1832 (Αθήνα 2011). Το έργο συγκεντρώνει όλες τις
αυτοτελείς εκδόσεις σε ελληνική γλώσσα με αποδέκτες ελληνόφωνους και ελληνόγλωσσους πληθυσμούς.
Εμπλουτισμένο με φωτογραφικό υλικό, το έργο δεν αποβλέπει απλώς στην αναλυτική περιγραφή των
εντύπων, αλλά προχωρά στην ανασύσταση του κόσμου του ελληνικού βιβλίου τον 19ο αιώνα, από τη σκοπιά της παραγωγής, της πρόσληψης, των αναγνωστικών συνηθειών και συνειδήσεων. Η ανάδειξη της ιστορίας και κοινωνιολογίας του ελληνικού βιβλίου και του ελληνόφωνου ή ελληνόγλωσσου αναγνωστικού κοινού υπήρξε το κύριο μέλημα του Ηλιού, όπως φανερώνουν και άλλα σύνθετα έργα του, τα οποία συνδιαλέγονται άμεσα με τη μνημειώδη βιβλιογραφία του (βλ. Ηλιού 2005 και Πολέμη κ.ά 2008).
Θεμελιώδες έργο υποδομής αποτελεί, τέλος, και η τετράτομη Ελληνική Βιβλιογραφία 1864-1900 σε
επιμέλεια της Πόπης Πολέμη, που συνεχίζει στο σημείο όπου σταμάτησε η βιβλιογραφία Γκίνη-Μέξα.
Περιλαμβάνει 32.156 εγγραφές από το αρχείο του Φίλιππου Ηλιού και των συνεργατών του στο βιβλιολογικό εργαστήριο του Μουσείου Μπενάκη, μαζί με στατιστικούς δείκτες και αναλυτικά ευρετήρια.
Υπό την εποπτεία της Πολέμη έχει πλέον συνταχθεί ένας ηλεκτρονικός κατάλογος της βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα, ο οποίος ενοποιεί τις εργασίες του Ηλιού, των συνεργατών του αλλά και τις εγγραφές των Γκίνη-Μέξα, καλύπτοντας έτσι ολόκληρο τον 19ο αιώνα (1800-1900).
Ο ηλεκτρονικός κατάλογος του βιβλιογραφικού εργαστηρίου «Φίλιππος Ηλιού» του Μουσείου Μπενάκη δίνει τη δυνατότητα απλής και σύνθετης (ατονικής) αναζήτησης. Στα αποτελέσματα περιλαμβάνονται αναλυτική ή συνεπτυγμένη εμφάνιση των στοιχείων του εντύπου, ο ταξινομικός αριθμός που αντιστοιχεί στις εκδομένες βιβλιογραφίες του Ηλιού και των ΓκίνηΜέξα, καθώς και αναγραφή της βιβλιοθήκης στην οποία βρίσκεται αντίτυπό του (πανεπιστημιακές, εθνικές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και βιβλιοθήκες ιδρυμάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη).
Υπό την εποπτεία της Πολέμη έχει πλέον συνταχθεί ένας ηλεκτρονικός κατάλογος της βιβλιογραφίας του 19ου αιώνα, ο οποίος ενοποιεί τις εργασίες του Ηλιού, των συνεργατών του αλλά και τις εγγραφές των Γκίνη-Μέξα, καλύπτοντας έτσι ολόκληρο τον 19ο αιώνα (1800-1900).
Ο ηλεκτρονικός κατάλογος του βιβλιογραφικού εργαστηρίου «Φίλιππος Ηλιού» του Μουσείου Μπενάκη δίνει τη δυνατότητα απλής και σύνθετης (ατονικής) αναζήτησης. Στα αποτελέσματα περιλαμβάνονται αναλυτική ή συνεπτυγμένη εμφάνιση των στοιχείων του εντύπου, ο ταξινομικός αριθμός που αντιστοιχεί στις εκδομένες βιβλιογραφίες του Ηλιού και των ΓκίνηΜέξα, καθώς και αναγραφή της βιβλιοθήκης στην οποία βρίσκεται αντίτυπό του (πανεπιστημιακές, εθνικές και ιδιωτικές βιβλιοθήκες και βιβλιοθήκες ιδρυμάτων στην Ελλάδα και την Ευρώπη).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου