Vito Acconci - Αυτό που πραγματικά θέλω είναι η επανάσταση

Αυτα ειναι τα λογια του σπουδαίου Vito Acconci (1940 - 2017) σε μια συνέντευξη του στην διαδικτυακή τηλεόραση του San Francisco Museum of Modern Art.


Η μοναξιά και η απώλεια στα έργα του Mark Morrisroe

Περπατώντας άγρια στις αίθουσες του Σχολείου Τέχνης με τα σκισμένα μπλουζάκια του, αποκαλώντας τον εαυτό του Mark Dirt, ήταν ο πρώτος πανκ...


Jacques Henri Lartigue Φωτογραφιζοντας την ευτυχια

Στην Ευρώπη κανένας κριτικός δεν θα τολμούσε να αποδώσει καλλιτεχνική εγκυρότητα σε έννοιες όπως «ελαφρότητα» και «ευτυχία»...


Η συλλογή Bennett
The Bennett Collection of Women Realists

Οι Elaine και Steven Bennett είναι αφοσιωμένο στην προώθηση της καριέρας των γυναικών καλλιτεχνών, αφού «οι γυναίκες υποεκπροσωπούνται...».


Περιμένοντας τον Γκοντό

Περιμένοντας τον Γκοντό (En attendant Godot) είναι ο τίτλος θεατρικού έργου (1948) του Σάμιουελ Μπέκετ, στο οποίο οι χαρακτήρες περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ.

Η απουσία αυτή του Γκοντό έχει αποτελέσει το θέμα για πάμπολλες ερμηνείες του έργου από την πρώτη του θεατρική παρουσίαση. Στην αγγλική του μετάφραση από τον ίδιο το Μπέκετ, το έργο έχει υπότιτλο «τραγικωμωδία σε δυο πράξεις». Το έργο αποτελεί έκφραση του Θεάτρου του παραλόγου.

Εξοχικός δρόμος με δέντρο. Σούρουπο.

Με αυτές τις σκηνικές οδηγίες, από τις ελάχιστες στο παγκόσμιο θέατρο που αποδίδουν το δραματικό τοπίο ενός ολόκληρου έργου, εγκαινιάζεται στην πρώτη πράξη του Περιμένοντας τον Γκοντό το μοτίβο του παραλόγου.

Στο «Περιμένοντας τον Γκοντό» οι ήρωές περιμένουν έναν άνθρωπο που δεν έρχεται ποτέ. Η απουσία αυτή του Γκοντό έχει αποτελέσει το θέμα για πάμπολλες ερμηνείες του έργου από την πρώτη του θεατρική παρουσίαση.

Δυο άνδρες, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν, συναντιούνται κοντά σε ένα δένδρο. Συζητάνε για διάφορα θέματα και ανακαλύπτουν ότι περιμένουν έναν άνδρα, που ονομάζεται Γκοντό. Οσο περιμένουν, εμφανίζονται άλλοι δύο, ο Πότζο και ο Λάκι: Ο πρώτος πηγαίνει στην αγορά για να πουλήσει το δεύτερο, που είναι δούλος του. Ο Πότζο συζητάει με τον Βλαντιμίρ και τον Εστραγκόν όσο ο Λάκι τους διασκεδάζει και στη συνέχεια φεύγουν.

Στη συνέχεια, εμφανίζεται ένα αγόρι που λέει στο Βλαντιμίρ ότι είναι αγγελιαφόρος του Γκοντό: ο Γκοντό δε θα ΄ρθει σήμερα, αλλά σίγουρα θα έρθει αύριο. Αφού φύγει το αγόρι, οι δύο άνδρες αποφασίζουν να φύγουν, αλλά δεν μετακινούνται καθώς πέφτει η αυλαία.

Το επόμενο βράδυ, ο Βλαντιμίρ κι ο Εστραγκόν συναντιούνται ξανά κοντά στο δέντρο περιμένοντας τον Γκοντό. Εμφανίζονται ξανά ο Λάκι και ο Πότζο, μόνο που αυτή τη φορά ο πρώτος είναι μουγγός κι ο δεύτερος τυφλός. Ο Πότζο δε θυμάται τη συζήτηση με τους δύο άνδρες το προηγούμενο βράδυ, φεύγει μαζί με το Λάκι και οι δύο άνδρες συνεχίζουν να περιμένουν.

Το αγόρι ξανάρχεται για να πει ότι ο Γκοντό δε θα ΄ρθει, αλλά επιμένει ότι δε μίλησε χτες με το Βλαντιμίρ. Οι δυο άνδρες αποφασίζουν να αυτοκτονήσουν, κρεμόμενοι από το δέντρο, αλλά αποτυγχάνουν, γιατί σαν «σχοινί» έχουν μόνο τη ζώνη του ενός. Αποφασίζουν να φύγουν, αλλά η αυλαία πέφτει και κανείς από τους δύο δεν έχει φύγει από τη θέση του.

Η πρεμιέρα του «Γκοντό», (Γενάρης του 1953) αγνοήθηκε. Οταν έφθασε στο Λονδίνο, χλευάστηκε. Αλλά, ο Πίτερ Χολ, που σκηνοθέτησε τη βρετανική πρεμιέρα του έργου στο Αρτς Θίατερ το 1955 και έχει επιστρέψει σ΄ αυτό άλλες τέσσερις φορές έκτοτε, έχει πει ότι από το «Περιμένοντας τον Γκοντό», «το θέατρο δεν είναι ποτέ το ίδιο».

Στο έργο του  Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός, ο Σαρτρ υποστηρίζει ότι σε αντίθεση με ένα σχεδιασμένο αντικείμενο όπως ένα βιβλίο ή ένας χαρτοκόπτης, ο άνθρωπος δεν έχει προκαθορισμένο σκοπό ο οποίος προϋπάρχει της πραγματικής του φύσης. Αντίθετα, το ανθρώπινο ον πρώτα υπάρχει μέσα στον κόσμο και ύστερα προσδιορίζεται μέσα σε αυτόν. Πριν από τις πράξεις του, ουσιαστικά δεν υφίσταται: ο ίδιος θα γίνει μετά και θα γίνει αυτό που θα φτιάξει ο ίδιος τον εαυτό του.
Ζαν- Πωλ Σαρτρ, Ο Υπαρξισμός είναι ένας ανθρωπισμός.

Το έργο είναι διάσημο κυρίως για τις πολλαπλές ερμηνείες του. Σχεδόν για κάθε στοιχείο του έργου υπάρχει και μια προτεινόμενη θεωρία σχετικά με το τί συμβολίζει: είναι ο Γκοντό σύμβολο για τον Θεό (God); είναι ο Γκογκό και ο Ντιντί το ίδιο ον, χωρισμένο σε σώμα και πνεύμα;

Μια ερμηνεία είναι ότι πρόκειται για την αγγλική λέξη God (θεός) και τη συχνή γαλλική κατάληξη -ot, κάτι που θα έδινε μια μεταφυσική διάσταση στο έργο. Οι δυο χαρακτήρες περιμένουν την άφιξη μιας υπερβατικής φιγούρας που θα τους σώσει, αλλά δεν έρχεται ποτέ. Ο ίδιος ο Μπέκετ πάντα αρνιόταν αυτή την ερμηνεία, ενώ σε επιστολή του το 1952 ανέφερε ότι ούτε ο ίδιος είχε σκεφτεί ή γνώριζε «ποιος είναι ο Γκοντό».

Είναι η σχέση μεταξύ Ποτζό και Λάκυ η μελλοντική μορφή, που θα πάρει η συμβιωτική σχέση  Γκογκό  και  Ντιντί;  Είναι  τα  ονόματα  Γκογκό  και  Ντιντί κωδικοποιημένες ονομασίες των φροϋδικών Ego και Id; Και πολλά άλλα... (μερικοί θεωρούν, ότι ακόμα και τα καπέλα, που φοράνε οι χαρακτήρες, παραπέμπουν  στους  παλιούς  και  δημοφιλείς  κινηματογραφικούς χαρακτήρες του «Χοντρού και του Λιγνού»)

Ο Γκύντερ Άντερς στο δοκίμιο Είναι Χωρίς Χρόνο, αναφέρει ότι ενώ στην αποφατική θεολογία χρησιμοποιούταν η απουσία χαρακτηριστικών για να αποδειχθεί η παρουσία του Θεού, στο Περιμένοντας τον Γκοντό πρόκειται για την ίδια την απουσία του Θεού που εμφανίζεται ως απόδειξη της ύπαρξής του. Όμως εδώ ο Μπέκετ πάει ένα βήμα παραπέρα: η απουσία λειτουργεί ως παρουσία ακριβώς γιατί συντηρεί την αναμονή. Η νοηματοδότηση που η ίδια η ζωή αρνείται στους δυο κεντρικούς ήρωες μετατίθεται στην έλευση που ποτέ δεν πραγματοποιείται.

«Ο Γκοντό» - σημειώνει ο Πίτερ Χολ - «επανέφερε το θέατρο στις μεταφορικές ρίζες του. Προκάλεσε και νίκησε έναν αιώνα λογοτεχνικού νατουραλισμού, όπου ένα δωμάτιο εθεωρείτο δωμάτιο μόνον εάν παρουσιαζόταν σ΄ όλες του τις λεπτομέρειες, με τον τέταρτο τοίχο φευγάτο. Ο Γκοντό εξασφάλισε μια άδεια σκηνή, ένα δέντρο και δύο φιγούρες που περίμεναν και επιζούσαν. Μπορούσες να φανταστείς τα υπόλοιπα.

Η σκηνή ήταν μια εικόνα της ζωής που περνά - μέσα στην ελπίδα, την απελπισία, τη συντροφικότητα και τη μοναξιά. Στην εποχή μας οι εικόνες στην οθόνη του κινηματογράφου είναι πραγματικές, αν και αποτελούνται μόνο από το τρεμάμενο φως. Από την εποχή του Γκοντό, η σκηνή είναι ο τόπος της φαντασίας. Ο κινηματογράφος είναι simile, σαν τη ζωή, το θέατρο είναι η μεταφορά, μιλάει για τη ζωή την ίδια.

Το 1955, δυο χρόνια μετά την παρισινή πρεμιέρα, ήμουν 24 χρόνων και πολύ τυχερός άνθρωπος. Είχα ένα θέατρο - το Arts Theatre, στην οδό Great Newport, στο Λονδίνο - και ήμουν υποχρεωμένος να ανεβάζω ένα έργο κάθε τέσσερις βδομάδες. Οι πόροι ήσαν ελάχιστοι και οι αμοιβές δεν ήσαν καλές (7 λίρες τη βδομάδα και δελτίο για τα γεύματα), αλλά η ευκαιρία να σκηνοθετήσω σύγχρονα έργα (άρχισα με το Μάθημα, το πρώτο έργο του Ionesco στη Βρετανία) και κλασικά έργα, με ελάχιστα κεφάλαια, φάνηκε τόσο καλή για να είναι αληθινή. Τότε ήρθε ο Γκοντό.

Στις αρχές του καλοκαιριού, όταν σκηνοθετούσα το Πένθος ταιριάζει στην Ηλέκτρα του Eugene O΄ Neill, βρήκα ένα χειρόγραφο να περιμένει. Ο Donald Albery, ένας σπουδαίος ιμπρεσάριος του West End, με πληροφόρησε ότι δεν μπορούσε να πείσει κανέναν ηθοποιό να παίξει και κανένα σκηνοθέτη να τον σκηνοθετήσει.

Παιζόταν ακόμη στο μικρό θεατράκι στο Παρίσι. Ο Μπέκετ το είχε ήδη μεταφράσει και ο Albery αναρωτιόταν αν ήθελα να αναλάβω την παγκόσμια πρεμιέρα του στην αγγλική γλώσσα. Εψαξα εξονυχιστικά τη μνήμη μου. Το όνομα μού ήταν αμυδρά οικείο. Γνώριζα ότι υπήρχαν τα μυθιστορήματα και θυμόμουν ένα συσχετισμό με τον James Joyce. Διάβασα το έργο και αποφάσισα να το ανεβάσω. Δεν θα υποστηρίξω ότι το είδα ως κρίσιμη καμπή στο θέατρο του 20ού αιώνα, αυτό έγινε αργότερα. Και, βεβαίως, μου πήρε κανένα μήνα εντατικών προβών, για να αντιληφθώ ότι το έργο ήταν ένα αριστούργημα».

Προς το τέλος του 1955, τα θεατρικά βραβεία της Evening Standard για πρώτη φορά δεν δόθηκαν, εξαιτίας του Μπέκετ. Οπως θυμάται ο Πίτερ Χολ ήταν μέλος της κριτικής επιτροπής, όταν ο «Γκοντό» προτάθηκε για βράβευση, χωρίς δικαίωμα ψήφου, επειδή σκηνοθέτησε το έργο. «Μέλη της επιτροπής» - θυμάται ο Π. Χολ - «απείλησαν να παραιτηθούν λόγω της έντονης δημόσιας αγανάκτησης εάν το βραβείο για το καλύτερο έργο δινόταν στον Γκοντό. Εγινε μεγάλη φασαρία και η κατάσταση ήταν έκρυθμη.

Οι διαφωνούντες, με επικεφαλής τον Malcolm Sargent, απείλησαν να παραιτηθούν εκφράζοντας δημόσια την αγανάκτησή τους στην περίπτωση που το βραβείο δινόταν στον Γκοντό. Τελικά, υπήρξε ένας αγγλικός συμβιβασμός που άλλαξε τον τίτλο και τη φύση του βραβείου. Επίσης, ευτυχώς, εξασφάλισε το μέλλον των βραβείων της Evening Standard. Ο Γκοντό στέφθηκε το πιο αμφισβητούμενο έργο της χρονιάς. Είναι ένα βραβείο που δεν έχει δοθεί ποτέ από τότε».

Μετά από εκείνη τη βραδιά του Αυγούστου στο Λονδίνο, το έργο πήγε παντού. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι γύρισε όλο τον κόσμο και η επιτυχία του συνεχίζεται.

Στην εποχή που γράφτηκε, ενσωμάτωνε την τραγική εμπειρία του παγκοσμίου πολέμου - που μόλις είχε τελειώσει - με την αναμονή για την ανασυγκρότηση πάνω στα ερείπια του ολέθρου. Σήμερα, μέσα στο κλίμα του ζόφου και της ανασφάλειας που υπάρχει σε παγκόσμιο επίπεδο και ιδιαίτερα στη χώρα μας, εν΄μέσω βαθιάς καπιταλιστικής κρίσης οι ήρωες του Μπέκετ - που περιφέρονται σ΄ ένα αφιλόξενο σύμπαν και περιμένουν απεγνωσμένα κάτι ή κάποιον - μοιάζουν τραγικά σύγχρονοι.
Και δεν υπάρχει δράμα πιο απογυμνωμένο, πιο στοιχειώδες από τον «Γκοντό», που ο Μπέκετ αρνήθηκε να αποκαλύψει τα μυστήριά του πέρα από «το γέλιο και τα δάκρυα».

Ο Βλαντιμίρ και ο Εστραγκόν βρίσκονται ακόμα σε κάποια σκηνή κάπου στον κόσμο - «περιμένοντας τον Γκοντό».


ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ:"Τούτη τη στιγμή, όμως, σε τούτη εδώ την άκρη, η ανθρωπότητα ολόκληρη είμαστε εμείς, είτε μας αρέσει είτε όχι. Ας σπεύσουμενα επωφεληθούμε, λοιπόν, πριν είναι πολύ αργά! Ας εκπροσωπήσουμε επάξιακι εμείς για μια φορά τη σιχαμένη φάρα είς την οποίαν μάς έριξε ή μαύρη μαςμοίρα! Τί λες και συ; ( Ό Εστραγκόν δε λέει τίποτα.) Είναι βέβαια αλήθεια ότικαθήμενοι εδώ με τα χέρια σταυρωμένα και σταθμίζοντας τα υπέρ και τακατά τιμάμε εξ ίσου το είδος μας. Ή τίγρη δεν κάθεται ποτέ να το σκεφτεί, ήτρέχει να βοηθήσει τούς ομοίους της, ή χώνεται στην πλησιέστερη λόχμη.Αλλά το θέμα δεν είν' αυτό . Το θέμα είναι τί κάνουμε εμείς εδώ, μάλιστα,ιδού ή απορία . Και έχουμε την ευτυχία να ξέρουμε την απάντηση. Ναι, μέσασ' αυτή την απέραντη σύγχυση, ένα είναι ξεκάθαρο:Περιμένουμε να έρθει 'ο Γκοντό....

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Ά, ναι

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ή το σκοτάδι. Το βέβαιο είναι πώς οι ώρες είναι ατελείωτες,κάτω απ' αυτές τις συνθήκες, και είμαστε αναγκασμένοι να τις σκοτώνουμεμε διάφορα καμώματα πού, πώς, να το πω, πού μπορεί εκ πρώτης όψεως ναμοιάζουν λογικά, μέχρι πού μάς γίνονται συνήθεια. Θα μού πεις, βέβαια, πώςτο κάνουμε για να μη χάσουμε τα λογικά μας. Αναμφισβήτητα. Μήπως όμωςδεν έχουμε κιόλας χαθεί στα αέναα κι ανήλιαγα αβυσσαλέα βάθη; Αυτό λέωκαμιά φορά με το νου μου . Παρακολουθείς το συλλογισμό μου ;

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Όλοι μας γεννιόμαστε τρελοί. Και μερικοί παραμένουν διάβίου.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ανέβασε τα βρακιά σου.

EΣΤΡΑΓΚΟΝ: Ά ναι.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Λοιπόν, φεύγουμε;

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Πάμε.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Είπε κατά τις τρεις. (κοιτάζουνε στο δέντρο). Βλέπεις κανένα άλλο;

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Τι είναι;

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δεν ξέρω. Ιτιά.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Που  ́ναι τα φύλλα;

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Θα μαραθήκανε.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Δε κλαίει πια.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Ή ίσως δεν είναι η εποχή.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Μου φαίνεται περισσότερο σα θάμνος.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Χαμόδεντρο.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Σα θάμνος.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Α! Τι υπαινίσσεσαι; Πως ήρθαμε σε λάθος μέρος;

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Θα ‘πρεπε να βρίσκεται εδώ.

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Δεν είπε στα σίγουρα πως θα ‘ρχότανε.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Κι αν δεν έρθει;

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Θα ξανάρθουμε αύριο.

ΕΣΤΡΑΓΚΟΝ: Και ύστερα μεθαύριο

....

ΒΛΑΔΙΜΗΡΟΣ: Μήπως κοιμόνουνα, όταν οι άλλοι υπόφεραν; Μήπως κοιμάμαι τώρα; Αύριο, άμα ξυπνήσω, ή θα νομίζω πως ξύπνησα, τι θα πω για τούτη τη μέρα; Ότι εγώ κι ο φίλος μου ο Εστραγκόν καθόμασταν σε τούτο το μέρος, μέχρι να νυχτώσει, και περιμέναμε τον Γκοντό; Ότι πέρασε ο Πότσζο με τον αχθοφόρο του και μας μίλησε; Μάλλον. Πόση όμως αλήθεια θα υπάρχει σ ́όλα αυτά; Αυτός δε θα ξέρει τίποτα. Θα μου πει για τις κλωτσιές που έφαγε κι εγώ θα του δώσω ένα καρότο
....

Καβάλα σ ́ ένα τάφο και δύσκολη η γέννα. Στον πάτο του λάκκου, με το πάσο του, ο νεκροθάφτης βάζει μπρος τον εμβρυουλκό. Έχουμε καιρό να γεράσουμε. Ο αέρας αντιλαλεί τις κραυγές μας.
...

Αλλά η συνήθεια είναι σπουδαίος σιγαστήρας. Και μένα με κοιτάζει κάποιος τώρα, και για μένα υπάρχει κάποιος που λέει, Κοιμάται, δεν ξέρει τίποτα, α ́ τον να κοιμηθεί. Δεν μπορώ να συνεχίσω. Τι είπα;




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου