Στον αντίποδα της επαναστατικής προοπτικής που υπερασπίζεται ο μαρξισμός και ως αμφισβήτησή της, η οποία προκλήθηκε αρχικά στους κόλπους του –και κατόπιν εξελίχθηκε σε ξεχωριστή παράδοση, που κατέληξε στη σοσιαλδημοκρατία–, συγκροτείται ο αναθεωρητισμός (ρεβιζιονισμός), ιδρυτική μορφή του οποίου είναι ο Eduard Bernstein.
Ο Bernstein υπήρξε σημαίνον στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD – ο χαρακτηρισμός «σοσιαλδημοκρατικός» προσδιόριζε ακόμη και μαρξιστικά κόμματα, καθώς έλαβε τη σημερινή σημασία του μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση), ένας από τους ιδεολόγους του και προνομιακός συνομιλητής του Ένγκελς, με τον οποία διατηρούσε προσωπική φιλία.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το SPD εξελισσόταν πιθανώς στο σημαντικότερο πανευρωπαϊκά σοσιαλιστικό κόμμα, μολονότι αρχικά δοκιμάστηκε από τους αντισοσιαλιστικούς νόμους που επιβλήθηκαν από τον Βίσμαρκ στο νεοσύστατο γερμανικό κράτος, τη δεκαετία του 1870. Μάλιστα, ο Bernstein έζησε για πολλά χρόνια εξόριστος και επέστρεψε στην πατρίδα του μόλις το 1901, όταν ήρθη το σχετικό ένταλμα σύλληψης.
Ο Bernstein υπήρξε σημαίνον στέλεχος του Γερμανικού Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος (SPD – ο χαρακτηρισμός «σοσιαλδημοκρατικός» προσδιόριζε ακόμη και μαρξιστικά κόμματα, καθώς έλαβε τη σημερινή σημασία του μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και την Οκτωβριανή Επανάσταση), ένας από τους ιδεολόγους του και προνομιακός συνομιλητής του Ένγκελς, με τον οποία διατηρούσε προσωπική φιλία.
Στα τέλη του 19ου αιώνα το SPD εξελισσόταν πιθανώς στο σημαντικότερο πανευρωπαϊκά σοσιαλιστικό κόμμα, μολονότι αρχικά δοκιμάστηκε από τους αντισοσιαλιστικούς νόμους που επιβλήθηκαν από τον Βίσμαρκ στο νεοσύστατο γερμανικό κράτος, τη δεκαετία του 1870. Μάλιστα, ο Bernstein έζησε για πολλά χρόνια εξόριστος και επέστρεψε στην πατρίδα του μόλις το 1901, όταν ήρθη το σχετικό ένταλμα σύλληψης.
Το SPD αντιμετώπιζε μια αντίφαση, διότι, ενώ από τη μία πλευρά παρέμενε ‒ιδεολογικά‒ ορθόδοξο
μαρξιστικό κόμμα, το οποίο προσέβλεπε στην προλεταριακή επανάσταση, από την άλλη πλευρά κατήγαγε εκλογικές επιτυχίες, οι οποίες του επέτρεψαν, ιδίως από το 1890, να έχει σημαντική κοινοβουλευτική παρουσία και, μέσω αυτής, να ασκεί πολιτική επιρροή υπέρ των εργατικών και των λαϊκών στρωμάτων.
Πράγματι, κατάφερε και, μέσω της κοινοβουλευτικής δράσης του, να πετύχει βελτίωση των όρων εργασίας και βίου των εκλογέων του. Με άλλα λόγια, κόντρα στη μαρξιστική θεωρία, που προέβλεπε επιδείνωση της κατάστασης του προλεταριάτου, το ίδιο το κόμμα, με την πολιτική του και στο πλαίσιο των θεσμών της αστικής δημοκρατίας, αποδεικνυόταν στην πράξη ρεφορμιστικό (μεταρρυθμιστικό), εφόσον δεν ερχόταν σε θεμελιακή ρήξη με τον καπιταλισμό, αλλά διεκδικούσε βελτιώσεις στο πλαίσιό του.
Αυτή η αντίφαση, πάντως, δεν φαινόταν να προβληματίζει ιδιαίτερα, στον βαθμό που θεωρία και πράξη παρέμεναν χαλαρά συσχετισμένες, ενώ επιπλέον ακόμη και ο ίδιος ο Ένγκελς, ο οποίος παρακολουθούσε στενά τα τεκταινόμενα χωρίς να συμμετέχει άμεσα, υποστήριζε ότι το SPD πρέπει μεν να είναι αταλάντευτα προσηλωμένο στον στόχο της επανάστασης, αλλά ταυτόχρονα χρειάζεται να εδραιωθεί και να ενδυναμωθεί· επομένως, η κοινοβουλευτική δράση θεωρούνταν απαραίτητη, ενώ οι βουλευτές του κόμματος αναμενόταν να συμμορφώνονται με την κοινοβουλευτική τάξη και την αστική νομιμότητα.
Ο Bernstein όμως άρχισε να προβληματίζεται σοβαρά και, με αφορμή αυτή την αντίφαση, επανεξέτασε εκ θεμελίων τη μαρξιστική θεώρηση περί ιστορικού υλισμού και πάλης των τάξεων, επανεξέταση που έλαβε, μετά τη μεσολάβηση μικρότερων γραπτών και παρεμβάσεων, τη μορφή βιβλίου, που εκδόθηκε το 1899, με τον τίτλο Οι προϋποθέσεις για τον σοσιαλισμό και τα καθήκοντα της σοσιαλδημοκρατίας (Bernstein, 1996). Σε αυτό μέσα από την αρχική ανάλυση και αξιολόγηση α των διαθέσιμων εμπειρικών δεδομένων στα ανεπτυγμένα, καπιταλιστικά κράτη, προκύπτει το εξής γενικό και σημαντικό διπλό συμπέρασμα:
Πρώτον, ο καπιταλισμός εμφανίζεται επινοητικός και προσαρμοστικός, αντιμετωπίζοντας αποτελεσματικά τις κρίσεις του –ανάπτυξη πιστωτικού συστήματος, δημιουργία τραστ και καρτέλ, βελτίωση των μέσων μεταφοράς και επικοινωνίας–, και δεν υπάρχει κανένα τεκμήριο που να υποστηρίζει ότι επίκειται στο προβλεπτό μέλλον το τέλος του.
Δεύτερον, αφενός δεν παρατηρείται η τάση για πόλωση της κοινωνίας μεταξύ μιας μικρής μερίδας καπιταλιστών οι οποίοι έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους σχεδόν το σύνολο του κεφαλαίου, αφετέρου η μεγάλη μερίδα του πληθυσμού δεν περιέρχεται σε κατάσταση εντεινόμενης εξαθλίωσης. Αντιστρόφως, μολονότι ασφαλώς υπάρχουν και οι πολύ μεγάλες επιχειρήσεις, έχουμε μια διασπορά του κεφαλαίου επιπλέον σε πολλές μεσαίου και μικρού μεγέθους. Εξίσου, η κατάσταση της εργατικής τάξης και γενικότερα των χαμηλότερων κοινωνικών στρωμάτων έχει βελτιωθεί σημαντικά, σε σχέση με τα μέσα του αιώνα, και βαίνει συνεχώς καλύτερη. Είναι σαφές ότι ένα τέτοιο συμπέρασμα αποτελεί ηχηρή διάψευση της εγκυρότητας του ιστορικού υλισμού και, κατά προέκταση, της θεμελιώδους θεωρητικής αναφοράς του κόμματος.
Όμως, εάν κλονίζεται έτσι η πίστη στην επανάσταση για πραγματολογικούς λόγους, ο Bernstein την
απαξιώνει και την απονομιμοποιεί, επιπλέον, για ηθικούς λόγους. Δηλαδή, αρνείται να δεχτεί ότι κάθε
τακτική είναι δικαιολογημένη με βάση τον επιδιωκόμενο στόχο, όποιος και αν είναι αυτός, διότι δεν είναι επιτρεπτό να αποσυνδεθούν τα μέσα από τον σκοπό. Με άλλα λόγια, θεωρεί απαράδεκτη την αποδοχή της χρήσης βίας και καταναγκασμού, προκειμένου να εγκαθιδρυθεί μια κοινωνία ισότητας και αδελφοσύνης.
Αντιτείνει ότι μπορεί να υπάρξει συμβατότητα μέσων και σκοπού, με πολιτική δράση που είναι προσανατολισμένη στην επίτευξη αποτελεσμάτων στο παρόν και όχι σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Αυτή η τελευταία θέση υποστηρίζεται και από την αντίληψη περί δημοκρατίας που τη συνοδεύει. Ενώ ο ορθόδοξος μαρξισμός αντιμετωπίζει την «αστική» δημοκρατία ως το πολιτικό πλαίσιο εντός του οποίου κατοχυρώνει την κυριαρχία της η αστική τάξη, ο Bernstein θεωρεί ότι, σύμφωνα και με την έως τότε εμπειρία, οι δημοκρατικοί θεσμοί και διαδικασίες αποτέλεσαν πεδίο δράσης του σοσιαλιστικού κινήματος και του επέτρεψαν να πετύχει βελτίωση των όρων εργασίας και βίου των εργατών. Είναι επιπλέον βάσιμη η προσδοκία ότι, με την περαιτέρω επέκταση των εκλογικών δικαιωμάτων και την κοινοβουλευτική δράση του SPD, η κατάσταση θα βελτιώνεται συνεχώς. Εν τέλει, η δημοκρατία μπορεί να θεωρηθεί ως μια συνθήκη η οποία δεν ευνοεί μια άρχουσα τάξη, αλλά την ανυπαρξία κυριαρχίας από μια οποιαδήποτε τάξη έναντι των άλλων.
Σε αυτή την προοπτική η δημοκρατία δεν αποτελεί απλώς μέσο, αλλά και σκοπό. Ο σοσιαλισμός μπορεί και πρέπει να είναι δημοκρατικός και η δημοκρατία μπορεί να εξελιχθεί σε σοσιαλιστική.
Μάλιστα, κατά την ίδια συλλογιστική, ο σοσιαλισμός μπορεί να ιδωθεί και ως συνεχιστής του φιλελευθερισμού και ως ριζοσπαστική εκδοχή του, υπό την έννοια ότι ολοκληρώνει το έργο το οποίο ο φιλελευθερισμός αφήνει ημιτελές: δίνοντας ουσιαστικό περιεχόμενο στην ισότητα, πραγματώνει και την αξία της ελευθερίας, αντί να την αφήνει ως μια αφηρημένη δυνατότητα και δικαίωμα.
Η κριτική του Bernstein δεν έμεινε, βεβαίως, αναπάντητη, καθώς ο επίσης σημαντικός ιδεολόγος του
κόμματος Karl Kautsky και ‒ακόμη περισσότερο‒ η Rosa Luxemburg του άσκησαν δριμεία κριτική τόσο στο επίπεδο της εμπειρικής ανάλυσης όσο και στο ηθικοπολιτικό. Ωστόσο, το χάσμα που δημιούργησε ο Bernstein ήταν βαθύ και διάνοιξε μια ολόκληρη νέα παράδοση εντός του σοσιαλισμού, κυρίαρχη εκδοχή της οποίας είναι αυτή της σοσιαλδημοκρατίας που εδραιώθηκε μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, διαρρηγνύοντας οριστικά τη σχέση της με τον μαρξισμό.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου