Ο Θουκυδίδης (460-400 π.Χ.) ήταν ο ιστορικός του Πελοποννησιακού Πολέμου. Ο πόλεμος αυτός επιτρέπει να εντοπιστούν τα χαρακτηριστικά της ανθρώπινης συμπεριφοράς που κάνουν δυνατές τις προβλέψεις για το μέλλον. Το έργο του Θουκυδίδη συνδυάζει Ιστορία και πολιτική ανάλυση με τη χρήση δύο μεθόδων: περιγραφή γεγονότων που στηρίζεται σε μαρτυρίες και ίδια βιώματα, και ομιλίες προσωπικοτήτων που είναι σύνθεση απόψεων των ίδιων και σκέψεων του ιστορικού (ως ένα είδος σχολιασμού των γεγονότων). Η πρόοδος της αρχαίας ελληνικής επιστήμης του 5ου αιώνα φαίνεται ότι επηρέασε τον Θουκυδίδη: διακρίνει μεταξύ αφορμών (αιτίαι) και αιτίων (πρόφασις) του Πελοποννησιακού Πολέμου, ανάγοντας τα τελευταία στον ανταγωνισμό της Αθήνας και της Σπάρτης.
Η ανθρώπινη ιστορία είναι για τον Θουκυδίδη ένας αγώνας για εξουσία και ελευθερία (που συνθέτουν δύο βασικές δυνάμεις της αμετάβλητης ανθρώπινης φύσης). Τα πολιτιστικά στοιχεία περιορίζονται στο ελάχιστο, στο επίκεντρο έρχεται η Πολιτική Ιστορία που προσεγγίζεται με νηφαλιότητα αλλά και με μια βαθιά αίσθηση του τραγικού. Οι αρχαίοι θεοί δεν έχουν θέση στην εξήγηση ιστορικών γεγονότων: οι πηγές αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό και αυστηρότητα για να προσφέρουν ακριβείς και έγκυρες πληροφορίες.
Οι ελληνιστικοί χρόνοι και η Ρώμη ανέδειξαν σειρά επιφανών ιστορικών.
Ο Πολύβιος (γεννήθηκε το 208 π.Χ.) από τη Μεγαλόπολη της Αρκαδίας, που έγραψε μια μεγάλη (σε 40 βιβλία) ιστορία της Ελλάδας και της Ρώμης για την περίοδο από το 221 ως το 146 π.Χ., ήταν ο σημαντικότερος ιστορικός της ελληνιστικής εποχής. Η ρωμαϊκή επίδραση στο έργο του φαίνεται από την εξέχουσα θέση της πολιτικής: η μελέτη της ιστορίας καθίσταται οδηγός της πολιτικής πράξης.
Το έργο του Πολύβιου συνέχισε ο Ποσειδώνιος (135-51 π.Χ.), ενώ τελευταίος των Ελλήνων ιστορικών ήταν ο Πλούταρχος (46-120 μ.Χ.), με κυριότερο έργο του το «Βίοι Παράλληλοι», σειρά βιογραφιών εξεχουσών προσωπικοτήτων που δεν είχαν σκοπό επιστημονικό αλλά, κυρίως, επιμορφωτικό και ηθογραφικό.
Οι Ρωμαίοι ιστορικοί έγραφαν ως τον δεύτερο π.Χ. αιώνα στα ελληνικά. Τους σημαντικότερους ιστορικούς συναντούμε στον «χρυσό αιώνα της Ρώμης» (1ος π.Χ. αιώνας): Marcus Tulius Cicero (106- 43π.Χ.), Gaius Julius Caesar (100-44 π.Χ.), Gaius Salustius Crispus (83-35 π.Χ.), Titus Livius (έζησε μεταξύ 57-17 π.Χ. και έγραψε με φανερή πρόθεση να δοξάσει τη Ρώμη, σε 142 βιβλία, μία μεγαλόπνοη ιστορία από την ίδρυσή της, που επηρέασε τον Tacitus και αργότερα τον Machiavelli).
Στην αυτοκρατορική Ρώμη σημαντικότεροι ιστορικοί ήταν οι Cornelius Tacitus (55-120) και Suetonius (75-150). Οι Ρωμαίοι ιστορικοί πρόσφεραν σημαντικό έργο που περιείχε πολύτιμες πληροφορίες και ιστορικές αναλύσεις, μεθοδολογικά, ωστόσο, δεν ξεπέρασαν το επίπεδο ιστορικής καταγραφής και ερμηνείας του Πολύβιου.
Η εποχή μετά τον Tacitus παρουσιάζει έκδηλα στοιχεία παρακμής και εισόδου της ρητορικής τέχνης στη θέση της αντικειμενικής ιστορικής ανάλυσης – μια τάση που επιχείρησε να ανατρέψει ο Λουκιανός ο Σαμοσατεύς (120-180) στο σύντομο έργο του Πώς πρέπει να γράφεται η Ιστορία.
Ιστορία και εσχατολογία: η υποκειμενικότητα της ιστορικής ερμηνείας
Από τις αρχές του δεύτερου μ.Χ. αιώνα αποδίδεται έμφαση στη συμφιλίωση της θείας πρόνοιας με τον ανθρώπινο θετικό νόμο (lex humani generis), με άξονα μια πορεία σταθερής ανάπτυξης των δυνατοτήτων της ανθρωπότητας (Αγ. Ειρηναίος της Λυών).
Ο Τερτυλλιανός (160-240) υποστηρίζει μια διαδικασία αμοιβαίας προσέγγισης Θεού και ανθρωπότητας. Κατά τις διαδοχικές φάσεις ιστορικής εξέλιξης, η θεία δικαιοσύνη ως επιείκεια εκδηλώνεται μέσω της προσέγγισής της στην ανθρώπινη κατάσταση: υφίσταται αντιστοιχία μεταξύ θείου και ανθρώπινου δράματος που έκανε δυνατή η ενανθρώπιση του Λόγου. Η απολογητική σκέψη, σε αντίθεση με τις γνωστικές αιρέσεις, βεβαίωνε την υφιστάμενη συνέχεια παλαιάς και νέας οικονομίας της σωτηρίας για να καταδείξει την ποιοτική διαφορά τους.
Συνέπεια τούτου ήταν η διαμόρφωση δύο αντίθετων τάσεων: η μία πρόβαλε το ιδεώδες εναρμόνισης χριστιανισμού και αυτοκρατορίας (Ευσέβιος Καισαρείας), ενώ η δεύτερη υποστήριξε την ανυπαρξία εγγενούς σχέσης μεταξύ αυτών (Αυγουστίνος).
Ωστόσο, συγγραφείς όπως οι Αγ. Ειρηναίος και Θεόφιλος Αντιοχείας επισήμαναν ότι η ανθρωπότητα συνέχιζε να προοδεύει ακόμη και μετά την πτώση: η δυνατότητα βελτίωσης της υλικής και πνευματικής κατάστασης δεν εξέλειπε. Κοινή πεποίθηση παρέμενε ότι ο Χριστός ανακεφαλαίωνε όλες τις φάσεις της ιστορικής πορείας του ανθρώπινου γένους.
Ο τέταρτος αιώνας σημείωνε την άνοδο μιας πολιτικής θεολογίας. Ο Ευσέβιος Καισαρείας (263-339) συνέλαβε την ιστορία του κόσμου, ιερή/αποκαλυπτική και κοσμική, ως διαδικασία που συνέχεται από τη θεία συγκατάβαση. Ο Ευσέβιος προσφεύγει στον τρόπο με τον οποίο στωικοί και επικούρειοι φιλόσοφοι εξήγησαν την παρακμή του πολιτισμού ως προοδευτική επάνοδο της ανθρωπότητας στην πρωταρχική φύση της. Στον παράδεισο, ο άνθρωπος ήταν προορισμένος να επιτύχει τη γνώση του ενός Θεού, αλλά με την πτώση περιέπεσε σε κατάσταση αποδιοργάνωσης. Μετά τον κατακλυσμό, η ανθρωπότητα κινήθηκε από την πολυαρχία και τον πολυθεϊσμό προς τη μοναρχία και τον μονοθεϊσμό. Χωρίς μια οικουμενική μοναρχία, η χριστιανική σωτηριολογική οδός (σωτήριον δόγμα) δε θα μπορούσε να εδραιωθεί. Η Εκκλησία αποτελείται 100 από πιστούς διαφορετικών εθνών, διασκορπισμένους ανά τον κόσμο.Συγκροτεί κοινωνικό μόρφωμα (νέον έθνος) που υπερβαίνει τοπικούς διαχωρισμούς. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία, στην προοπτική αυτή, προοριζόταν να αναγορευθεί σε βασίλειο του Θεού μετά τη μεταστροφή του Κωνσταντίνου στη χριστιανική πίστη. Αυτή η παράδοξη σύζευξη χριστιανισμού και κοσμικού πολιτισμού ενέκλειε δυνητικούς κινδύνους.
Οι χριστιανοί της Δύσης κατά τον πέμπτο αιώνα θεώρησαν ότι η κατάρρευση του δυτικού ρωμαϊκού κράτους θα επέφερε το τέλος του κόσμου. Ο Αυγουστίνος (354-430) προσπάθησε να τους πείσει ότι δεν θα συνέβαινε κάτι τέτοιο. Για τον λόγο αυτό, προβάλλει την ανάγκη ριζικής διχοτόμησης κοσμικής και αποκαλυπτικής ιστορίας, κόσμου και Εκκλησίας. Ανάμεσα στην πόλη του Θεού, την civitas Dei, και την επίγεια πολιτεία, την civitas terrena, υφίσταται ανυπέρβλητο χάσμα. Οι πολιτικές των κοσμικών κρατών δεν απορρέουν από τις επιταγές της δικαιοσύνης αλλά από τη βούληση κυριαρχίας, βασισμένης στην καθυπόταξη των ασθενέστερων. Η ρωμαϊκή ιστορία αποτέλεσε μια ιστορία ωμής βίας, η ρωμαϊκή ειρήνη ήταν προσωρινή και όχι διαρκής ή μόνιμη κατάσταση. Ακόμα και μια χριστιανική αυτοκρατορία δεν έχει μεγαλύτερη σημασία αν κριθεί με τα κριτήρια της ουράνιας πόλης του Θεού, που αποτελεί ξένη παρουσία σ' αυτόν τον κόσμο, παρεπιδημεί, χωρίς να αφομοιώνεται από αυτόν, περιπλανώμενη διαρκώς.
Ο Αυγουστίνος υποδιαιρεί την ιστορία σε τρεις διαφορετικές περιόδους, ante legem (πριν από τον Μωσαϊκό νόμο), sub legem (Παλαιά Διαθήκη) και sub gratia (εποχή της Χάρης, Καινή Διαθήκη), και σε επτά εποχές, αντίστοιχες με τις επτά ημέρες της δημιουργίας και τα επτά στάδια της ζωής κάθε ανθρώπου. Ο Αυγουστίνος εισάγει μια βιολογική αναλογία: η πρόοδος της πόλης του Θεού αντιστοιχεί σε αυτήν ενός βιολογικού οργανισμού μέχρι την ενηλικίωσή του. Από την έλευση του χριστιανισμού και έπειτα (έκτη μέρα), η πρόοδος της ουράνιας πόλης γίνεται πνευματική, αποτιμώμενη όχι σε έτη αλλά σε βαθμίδες τελείωσης.
Η μεσαιωνική ιστοριογραφία εξυπηρετεί σωτηριολογικούς σκοπούς.
Η πρώτη σύλληψη της μεταρωμαϊκής ιστορίας της δυτικής Ευρώπης αποδίδεται στον Raoul Glabez, μοναχό στη Dijon της Γαλλίας, με το έργο του Historiarum sui temporis, libri V (αρχές του 11ου αιώνα). Ο Raoul διέκρινε, κατά την αφηγηματική εξιστόρησή του, μεταξύ γεγονότων (eventus), σημείων (signa) της θείας πρόνοιας, και μορφών (figurae) ή ιστορικών δομών, η εύρεση των οποίων αποτέλεσε έργο της ερμηνείας των ιστορικών διαδικασιών.
Η πιο γόνιμη περίοδος για τη μεσαιωνική ιστοριογραφία υπήρξε ο 12ος αιώνας. Γεγονότα όπως η Έριδα περί Περιβολής (1075-1122), η πολιτική της Reconquista, της επανάκτησης της Ιβηρικής Χερσονήσου που είχαν καταλάβει οι Άραβες, καθώς και οι Σταυροφορίες, δημιούργησαν μια αυξανόμενη ευαισθησία για τη σημασία της ευρωπαϊκής ιστορίας.
Μια ολόκληρη τάση ιστορικής ερμηνείας, από τον Rupert του Deutz και τον Gerhoh του Reichersberg έως τον Ιωακείμ του Φιόρε (1145-1202), μυστικό και προφητικό συγγραφέα από την Καλαβρία, προσπάθησε να προσεγγίσει την ιστορική δυναμική με βάση βιβλικά ερμηνευτικά σχήματα.
Ο μεσαιωνικός ιστορικός ήταν πεισμένος ότι το πραγματικό νόημα της ιστορίας γινόταν προφανές και ευδιάκριτο όσο η ιστορική πορεία της ανθρωπότητας πλησίαζε προς το τέλος της.
Η βιβλική ερμηνευτική της ιστορίας τελειοποιείται στο έργο του Ιωακείμ του Φιόρε (Concordia Veteris ac Novi Testamenti). Σε κάθε πρόσωπο της Αγίας Τριάδος αφιερώθηκε μια περίοδος της ιστορίας: η περίοδος της Παλαιάς Διαθήκης είναι η εποχή του Πατρός, η Καινή Διαθήκη καλύπτει την εποχή του Υιού και Λόγου, και η εποχή της εδραίωσης του Ευαγγελίου συνδέεται με την παρουσία του Αγίου Πνεύματος (τρίτη ιστορική εποχή, η έλευση της οποίας προσδιοριζόταν στα 1260).
Αλλά και ο Ιωάννης του Salisbury (ca 1115-1180), συγγραφέας μιας θρησκευτικής ιστορίας (Historia pontificalis), συμβάλλει σε μια πληρέστερη απεικόνιση της διαχρονικής πορείας της δυτικής εκκλησίας της εποχής. Το δόγμα της θείας συγκατάβασης χρησιμοποιήθηκε κατά τον 12ο αιώνα για μια επανερμηνεία της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς και για την ενσωμάτωση νέων ιστορικών επεισοδίων στο θείο σχέδιο της σωτηρίας.
Τη σημαντικότερη συμβολή στη μεσαιωνική ιστοριογραφία προσέφερε ο Όθων του Freising (ca 1114/15-1158), επίσκοπος της ομώνυμης πόλης στα 1138, ο οποίος συνδυάζει την αυτοκρατορική θεολογία του Ευσεβίου με το δυϊστικό εσχατολογικό σχήμα του Αυγουστίνου. Ο Όθων του Freising διεύρυνε την αυγουστίνεια ανάλυση των καταβολών της πολιτικής εξουσίας. Το εξηγητικό σχήμα του στηρίζεται στις περίφημες μεταφορές του ρωμαϊκού αυτοκρατορικού θεσμού (translatioimperii) προς τους Έλληνες (Μεγ. Κωνσταντίνος), έπειτα προς τους Φράγκους κατά την εποχή του Καρλομάγνου και του Όθωνα Α΄.
Το φαινόμενο της κοσμικής εξουσίας αντλεί τις καταβολές του από την Ανατολή, όμως, ολοκληρωμένη μορφή προσέλαβε στη Δύση. Το στοιχείο της προοδευτικής μετάβασης της ανθρωπότητας από την αναρχία στη μοναρχία συνέχει το ιστορικό σχήμα της διαδοχής τεσσάρων αυτοκρατοριών (Ασσύριοι, Πέρσες, Έλληνες, Ρωμαίοι). Η πορεία της ανθρωπότητας δεν διασπάται, αφού η ρωμαϊκή αυτοκρατορία εξακολουθεί να υφίσταται, μέσω του Βυζαντίου, έπειτα μέσω των Φράγκων.
Η μεσαιωνική ιστοριογραφία διακρίνεται για τη συνύπαρξη διακριτών παραδόσεων. Η κληρική ιστοριογραφική παράδοση, αντιπροσωπευόμενη από τον Όθωνα του Freising, τον Sigebert του Gembloux και τον Γουλιέλμο του Malmesbury, ενδιαφέρεται για τα ηθογραφικά στοιχεία και λιγότερο για την αφήγηση πραγματικών περιστατικών. Παρόλο που δεν αρνείται τη δυνατότητα αυτοκαθαρισμού, θεωρεί ότι ο Θεός αποτελεί την αληθινή αιτία των ιστορικών γεγονότων και αποδίδει ελάχιστη σημασία στον άνθρωπο ως φορέα ιστορικού νοήματος.
Ατομικές βιογραφίες (Gesta Frederici, βιογραφία του Φρειδερίκου Α΄ από τον Όθωνα του Freising) συντάσσονται με αναφορά στα ιδεώδη του δίκαιου βασιλιά ή του πιστού ιππότη.
Οι υπόλοιπες παραδόσεις, σε αντίθεση με την κληρική ιστοριογραφία, συγκεντρώνουν το ενδιαφέρον τους σε ιστορικά επεισόδια, διαφέρουν όμως μεταξύ τους ως προς τον τρόπο σύνδεσης των ανθρώπινων πράξεων με τα περιγραφόμενα γεγονότα. Η αριστοκρατική παράδοση έχει ως σκοπό να αξιολογήσει επιτεύγματα ανθρώπινης ανδρείας, χωρίς να προσφέρει λογικά διαρθρωμένες πληροφορίες.
Κυριότεροι εκπρόσωποι είναι οι Γοδεφρείδος Βιλλεαρδουίνος, συγγραφέας της τετάρτης σταυροφορίας, Guibert de Nogent, συγγραφέας της ιστορίας της Α΄ σταυροφορίας στα 1110, και Joinville, ιστορικός της εκστρατείας του Λουδοβίκου ΙΧ της Γαλλίας στην Αίγυπτο (1248-50).
Η τρίτη παράδοση αφορά έπη και μύθους σε δημώδη γλώσσα, με τοπικό χαρακτήρα και εμφανή γεωγραφικό προσδιορισμό: πρόκειται για τις περίφημες saga, τα έπη της Νορβηγίας και της Ισλανδίας.
Η Sverrissaga, ιστορία στρατιωτικής τακτικής, επιχειρεί να εξηγήσει πώς ο βασιλιάς Sverrir Sigurdsson κατόρθωσε να υπερισχύσει χάρη στις αρετές του, ενώ η δημοφιλής Heims kringla, η ιστορία των νορβηγών βασιλέων πριν τα 1177, έργο του ισλανδού συγγραφέα Snorri Sturluson στα 1230, εξετάζει τη διακυβέρνηση των ηγεμόνων.
Τέλος, η αστική ιστοριογραφία απεικονίζει τις ιδιαιτερότητες της οργάνωσης μεσαιωνικών αστικών κέντρων, τις εγγενείς διενέξεις στις ιταλικές πόλεις κράτη, σε πολιτειακούς σχηματισμούς με συνθετότερη δομή και πολυπλοκότερες σχέσεις.
Στην κατηγορία αυτή συγκαταλέγεται το χρονικό του Dino Compagni που καλύπτει τα έτη 1280 έως 1312 στη γενέτειρά του, Φλωρεντία, με αναφορά στα δραματικά γεγονότα της εποχής (εισβολή του Ερρίκου VII στην Ιταλία, 1310-13).
Στην ίδια κατηγορία υπάγονται έργα όπως το Speculum historiale του Vincent de Beauvais και το χρονικό παπών και αυτοκρατόρων του Martin deTroppeau.
Την ίδια περίοδο ανθεί η βυζαντινή ιστοριογραφία. Ο Θεοφάνης Ομολογητής (Θεοφάνους, Χρονογραφία 3.11-12) χρησιμοποιεί τους όρους «χρονογράφοι» και «ιστοριογράφοι» για να καταδείξει το έργο της ιστορικής συγγραφής. Οι Βυζαντινοί δεν διαφοροποίησαν ιστορία και χρονικά, μετά όμως τη χρονογραφία του Ιωάννου Μαλάλα, ο όρος «χρονικό» καθιερώνεται στα έργα των Γεωργίου Σύγκελλου, Θεοφάνους και Γεωργίου Αμαρτωλού αλλά και στις ιστορικές συγγραφές των Μιχαήλ Ψελλού, Νικήτα Χωνιάτη και Γεωργίου Ακροπολίτη. Ο όρος «ιστορία» εξακολουθεί να χρησιμοποιείται (Ιωάννης Σκυλίτσης, Γεώργιος Κεδρηνός, Ιωάννης Ζωναράς).
Αξιόλογη είναι η μεθοδολογική διάκριση του λόγιου ιεράρχη Ευσταθίου Θεσσαλονίκης μεταξύ των όρων ιστορείν (με αναφορά στο παρελθόν) και συγγραφείν (καταγραφή των γεγονότων σε συγχρονική βάση).
Η ιστορία αποτελεί γραμμική διαδικασία προς τη δεύτερη έλευση του Χριστού. Η θεία πρόνοια εκλαμβάνεται ως απώτατη αιτία κάθε ιστορικού γεγονότος, ενώ η τύχη αφορά μόνο ατομικές δραστηριότητες. Βυζαντινοί λόγιοι, όπως οι Νικήτας Χωνιάτης και Νικηφόρος Γρηγοράς, υιοθέτησαν μια αντι-αιτιοκρατική σύλληψη των ιστορικών διαδικασιών, με έκδηλη τη διάσταση της θείας πρόνοιας.
Ο ιστορικός χρόνος συλλαμβάνεται ως συνεχής ροή γεγονότων, με έμφαση στο βιβλικό και ρωμαϊκό ιστορικό παρελθόν και μικρότερη διαπραγμάτευση προβλημάτων της αρχαίας ελληνικής ιστορίας. Το στοιχείο της θείας παρέμβασης είναι καθοριστικό: κατά την παλαιολόγεια περίοδο, έργο της ιστοριογραφικής σκέψης ήταν να εξηγήσει γιατί ο Θεός εγκατέλειψε τον περιούσιο λαό του, και προσέφερε τη νίκη σε απίστους.
Η ιδέα ότι οικονομικές παράμετροι έχουν σημασία για τα ιστορικά δρώμενα δεν ήταν άγνωστη στη βυζαντινή ιστοριογραφία, ούτε όμως ευρέως διαδεδομένη.
Το αίτημα εγκυρότητας της ιστορικής μεθόδου: Η Ιστοριογραφία της Αναγέννησης
Η Ιστορική Επιστήμη υπό τη νεότερή μορφή της αντλεί τις καταβολές της από το ανθρωπιστικό κίνημα: θεωρήθηκε μέρος των studia humanitatis, των ανθρωπιστικών σπουδών, μαζί με φιλολογικές επιστήμες (γραμματική, ρητορική, ποίηση) και την ηθική φιλοσοφία.
Οι ιστορικές σπουδές κατά την Αναγέννηση διαφοροποιούνται σημαντικά από την προγενέστερη ιστοριογραφία. Η μελέτη της ιστορίας αναβαθμίζεται κατά τον 15ο και τον 16ο αιώνα και η ιστορική γνώση κερδίζει σε εμβάθυνση και αντικειμενικότητα. Μέσω της στροφής προς την κλασική γραμματεία, οι ιστορικές σπουδές υπάγονται στη σφαίρα των artesliberales, των πνευματικών επιστημών, αλλά και τα θρησκευτικά κινήματα της εποχής άσκησαν ιδιαίτερη επίδραση στο περιεχόμενο της ιστορικής ερμηνείας.
Σημαντικότερος εκπρόσωπος της αναγεννησιακής ιστοριογραφίας θεωρείται ο Lorenzo Valla (1407- 1457), ιταλός ανθρωπιστής, που έγραψε την ιστορία του Φερδινάνδου της Ισπανίας. Ο Valla είχε πολύπλευρο συγγραφικό έργο: μετέφρασε Ηρόδοτο και Θουκυδίδη στη λατινική, ανέλυσε κείμενα του ρωμαϊκού Δικαίου, συνέγραψε κριτικές σημειώσεις στον Τίτο Λίβιο και τον Θουκυδίδη, ενώ καλλιέργησε το ιδεώδες της Romanitas, της ιδέας περί ανασύστασης του αρχαίου πολιτισμού.
Στο έργο του Disputationes dialecticae, o Valla προσέφερε μια θεωρητική δικαίωση των ιστορικών σπουδών και συνέβαλε στην κατάδειξη των παραποιήσεων της περίφημης «Κωνσταντίνειας δωρεάς», ενός εγγράφου του τέταρτου αιώνα, το οποίο αναγνώριζε παπική κοσμική εξουσία στους λαούς της δυτικής αυτοκρατορίας. Η ιστορικο-φιλολογική μέθοδος απέδειξε την έλλειψη γνησιότητας του κειμένου (Constitutum Constantini).
Η ίδια μεθοδολογική προοπτική υιοθετήθηκε από μεταγενέστερους κριτικούς, όπως ο Joseph Justus Scaliger (1540-1609), διαπρεπής λόγιος και γνώστης της αρχαίας γραμματείας (έγραψε σχόλια σε Αριστοτέλη και Κικέρωνα), καλβινιστής συγγραφέας, ο Jean Mabillon (1632-1707), και ο Isaac Casaubon (1559-1614), πολυμαθής και βαθύς γνώστης των κλασικών γραμμάτων, με σημαντικές κριτικές εκδόσεις κλασικών αρχαίων κειμένων, υπέρμαχος της αυτονομίας της ενετικής δημοκρατίας.
Σημαντικός εκπρόσωπος της προτεσταντικής ιστοριογραφίας θεωρείται ο Johann Sleidan (1506- 1556), επίσημος ιστοριογράφος και διπλωμάτης στο Στρασβούργο από τα 1541. Το έργο του De statu religionis et reipublica, δημοσιευμένο στα 1555, αποτέλεσε την πρώτη και πλέον έγκριτη εξιστόρηση του μεταρρυθμιστικού προτεσταντικού κινήματος στη Γερμανία, με άξονα τις πολιτικές επιπτώσεις των θρησκευτικών αλλαγών.
Έργο του ιστορικού είναι η εξήγηση της ιδιαίτερης ιστορικής περιόδου του 16ου αιώνα, στα πλαίσια ενός πρωτοποριακού συνδυασμού ιερής και κοσμικής πολιτικής ιστορίας.
Η φλωρεντινή ιστοριογραφική παράδοση παραμένει υπόδειγμα πολιτικής αφήγησης. Στο έργο του Historiarum Florentini populi, σε 12 βιβλία, ο Bruni (1369-1444) διερευνά κοινωνικές δυνάμεις και ατομικά κίνητρα ιστορικών περιστατικών, ανοίγοντας τον δρόμο στους F. Guicciardini (1483-1540) και Ν. Μακιαβέλλι (1469-1527).
Διαπρεπής ιστορικός και πολιτικός στοχαστής, ο Guicciardini εξέδωσε δύο σημαντικές ιστορικές μελέτες. Η Ιστορία της Φλωρεντίας στα 1509, καλύπτει τη χρονική περίοδο 1378-1509, ενώ η Ιστορία της Ιταλίας στα 1537/40 (δημοσιευμένη το 1561) αποτελεί απολογισμό της κατάρρευσης της ιταλικής ανεξαρτησίας από τη γαλλική εισβολή (1494) έως τον θάνατο του πάπα Κλήμεντα VII(1534).
Ο Μακιαβέλλι μετατόπισε το αναλυτικό ενδιαφέρον από τη διπλωματική προς την πολιτειολογική ιστορία. Το έργο του είναι μέρος μιας ευρύτερης πολιτικής φιλοσοφίας, στα πλαίσια της οποίας η μελέτη της ιστορίας διανοίγει μια νέα γνωστική οδό. Ο Μακιαβέλλι προσέφυγε στην έννοια των επαναλαμβανόμενων ιστορικών κύκλων (ανακύκλωσις), που οφείλεται στον Πολύβιο, για να εξηγήσει τη διαδοχική μεταβολή των πολιτευμάτων από τη μοναρχία στην αριστοκρατία (ή την ολιγαρχική εκτροπή της) και τη δημοκρατία (ή την κατάλυσή της από τον ανοργάνωτο όχλο).
Σε αυτό το είδος αιτιοκρατικής ιστορικής ερμηνείας, ο Guicciardini ακολούθησε τον Μακιαβέλλι, υποστηρίζοντας ότι τα γεγονότα του παρελθόντος φωτίζουν τα μελλοντικά: τα ιστορικά φαινόμενα διαρκώς επαναλαμβάνονται.
Σε σχέση με τις άλλες επιστήμες, η γονιμότερη επίδραση προερχόταν από το πεδίο της Νομικής: αυτή η συνεργασία σταδιακά μεταμόρφωσε την Ιστορία από φιλολογική σε «κοινωνική» επιστήμη.
Στο επίκεντρο των εξελίξεων βρισκόταν το πρόβλημα της μεθόδου (methodus), που αφορούσε την ποιότητα της ιστορικής γνώσης και τις προϋποθέσεις διερεύνησής της. Η καινοτομία της γαλλικής προσέγγισης στη θεωρία της Ιστορίας οφείλεται σε ένα συνδυασμό τριών συμβατικών μεθοδολογικών προτύπων: των κριτικών τεχνικών της Ανθρωπιστικής Φιλολογίας, των καθολικών χρονολογικών και γεωγραφικών προοπτικών της προτεσταντικής ιστοριογραφίας και των πηγών και μεθόδων του Δημοσίου Δικαίου. Τελικό αποτέλεσμα ήταν η εκλογίκευση και συστηματοποίηση του κλάδου των ιστορικών σπουδών.
Ο πρώτος εκπρόσωπος αυτής της τάσης ήταν ο Francois Baudouin (στο έργο του De istitutione historiae universae στα 1561, που συνδυάζει τον νομικό ανθρωπισμό της εποχής με τις ιστορικές επιστήμες). Ο άνθρωπος δεν είναι μόνο απλός πρωταγωνιστής ιστορικών επεισοδίων αλλά και ιδεατός παρατηρητής, ερμηνευτής και κριτής των ιστορικών διεργασιών. Επιδίωξη του Baudouin είναι η καθολική, διαρκής και τέλεια εξιστόρηση – historia integra, universa, perpetua et perfecta.
Η αναμόρφωση των ιστορικών σπουδών ήταν ιδιαίτερα παραγωγική: οι νομικές πηγές αντανακλούν την ουσία της ιστορικής δημιουργίας (κοινωνικής, θεσμικής, πολιτικής), με βάση υποδείγματα ερμηνείας και αξιολόγησης της ανθρώπινης συμπεριφοράς.
Η τάση εκνομίκευσης της Ιστορίας βρίσκει την κορύφωσή της στο έργο του Jean Bodin, Methodus ad facile historiarum cognitionnem (1566). Διαπρεπής πολιτικός στοχαστής, ο Bodin (1530-1596) είχε σημαντική συμβολή στη θεμελίωση των ιστορικών σπουδών. Οι τελευταίες δεν αποτελούν μόνο αφηγηματική δραστηριότητα σε καθολικό ή ατομικό επίπεδο: συνιστούν επιλογή και ταξινόμηση του διάχυτου ιστορικού υλικού αλλά και κριτική των ιστορικών πηγών. Για τον Bodin προσφορότερο τμήμα του οικουμενικού Δικαίου διασώζεται στην Ιστορία: σκοπός της ιστορικής μεθόδου είναι η συγκέντρωση και οργάνωση του κατάλληλου υλικού για τους σκοπούς της πολιτικής και κοινωνικής σκέψης. Η ιστορία παραμένει υπέρτερη όλων των επιστημών, αφού αποτελεί την αρτιότερη διασύνδεση της αφηγηματικής πράξης με τις επιταγές της λογικής και της σοφίας (sapientia).
Το αίτημα της σωρευτικής γνωστικής προόδου: Οι ιστορικοί του 17ου και 18ου αιώνα
Στις απαρχές του 17ου αιώνα, ένας αριθμός εδρών Ιστορίας είχε ιδρυθεί σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια, κυρίως σε προτεσταντικές χώρες, μεταξύ των οποίων οι έδρες στο Marburg (1529), τη Βιέννη (1537), την Οξφόρδη (1622) και το Cambridge (1627).
Η ανάπτυξη, ωστόσο, της ιστορικής επιστήμης ως αυτόνομου γνωστικού κλάδου υπήρξε βραδεία: οι ιστορικοί του 17ου αιώνα παρέμεναν εγκλωβισμένοι στα δογματικά εξελικτικά σχήματα της προτεσταντικής ιστοριογραφίας (σχήμα των τεσσάρων οικουμενικών μοναρχιών στη διαχρονική διαδοχή τους) του Sleidan (1506-1550).
Το ίδιο συνέβη στην περίπτωση του Justus Lipsius (1547-1606), ο οποίος μετέτρεψε την ιστορική εξήγηση του Τάκιτου σε αφετηρία συνηγορίας υπέρ του απολυταρχισμού και βάση προσέγγισης της πολιτικής της εποχής.
Άλλοι ιστορικοί ακολούθησαν το παράδειγμά του, ιδίως ο Matthias Bernegger (1582-1640) στο Στρασβούργο.
Η ιστορική ανάλυση άρχισε να αποκτά συγχρονική βάση με τη συγκριτική μελέτη θεσμών του ευρωπαϊκού και του Νέου Κόσμου των αποικιακών κτήσεων. Ο Antoine Halle (1592-1676) συμβούλευε, για παράδειγμα, τους σπουδαστές Ιστορίας, στην Caen το 1660, να κάνουν μια λεπτομερή σπουδή των περιστατικών των αποστολών στον Καναδά της ίδιας περιόδου.
Η θεολογική σύλληψη της Ιστορίας εξακολούθησε να ασκεί σημαντική επίδραση, όπως διαφαίνεται στο έργο του Bossuet Discours sur l’ histoire universelle (Λόγος περί καθολικής οικουμενικής Ιστορίας), γραμμένο το 1681. Ο Bossuet (1627-1707), γάλλος θεολόγος και ιστορικός, υποστήριζε ότι η βούληση του Θεού συνιστά το μόνο συνεκτικό στοιχείο της κοσμικής τάξης: προετοιμάζει την έλευση των εσχάτων χρόνων και εκφράζεται με την ιστορική συνέχεια της δυτικής εκκλησίας. Οι ανθρώπινες πράξεις δεν είναι αυτόνομες, αλλά οφείλουν να κατευθύνονται από τη θεία αγάπη.
Η ίδια αντίληψη συνεχίστηκε από τους εκπροσώπους ενός δογματικού καθολικισμού, με βάση μια θεολογία της Ιστορίας από τον Joseph de Maistre έως τους Dom Gueranger και Louis Veuillot (οι οποίοι πρότειναν την επιστροφή σε βιβλικά ερμηνευτικά σχήματα). Οι ιεροκρατικές αυτές θέσεις θεωρούνται ως απάντηση συντηρητικών κύκλων απέναντι στο κοσμικό κλίμα της Γαλλικής Επανάστασης.
Ο 18ος αιώνας αποτέλεσε αφετηρία δημιουργικής στροφής στις ιστορικές σπουδές. Η μελέτη της Ιστορίας αποδεσμεύεται από θεολογικές προκαταλήψεις και αναζητά εγγενή νοήματα των ιστορικών διαδικασιών, στη βάση μιας καθολικής ιστορίας της ανθρωπότητας.
Ο Claude Millot (1726-1785), πρώην ιησουίτης καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Πάρμα, εξέδωσε χρηστικές Ιστορίες της Γαλλίας και της Αγγλίας, καθώς και μια αξιοσημείωτη Παγκόσμια Ιστορία. Ο Millot είχε την πεποίθηση ότι η πολιτική και θρησκευτική Ιστορία της Αγγλίας θα μπορούσε να συναχθεί από τον παραδοσιακό σκεπτικισμό των Αγγλοσαξώνων.
Πρώιμες γενικεύσεις στερούνται σοβαρής εμπειρικής θεμελίωσης. Εξαίρεση αποτελεί η καθολική Ιστορία του Ιταλού (από τη Νάπολη) Giambattista Vico (1668-1744), ο οποίος είχε και την ιδιότητα του καθηγητή της Ρητορικής. Το έργο του Vico Scienza nuova, στα 1727, θεωρείται κλασικό ιστορικό σύγγραμμα, παρόλο που αγνοήθηκε στην εποχή του.
Την ίδια εποχή εδραιώνεται η πίστη στην αδιάκοπη πρόοδο της ανθρωπότητας και τη σωρευτική ανάπτυξη της γνώσης. Ο Turgot, γάλλος φυσιοκράτης, στα 1750, επιχείρησε να υπαγάγει όλο το ιστορικό γίγνεσθαι στο αξίωμα της απεριόριστης και αδιάκοπης προόδου.
Ριζοσπαστικότερος ήταν ο Condorcet (1743-1794). Στο έργο του Tableau des progrès de l’ esprit humain (1793) υποστήριξε ότι η πολιτισμική κρίση μπορούσε να ξεπεραστεί με τα επιτεύγματα του ορθού λόγου, τις αρχές του Διαφωτισμού και τις καθολικές αξίες της Γαλλικής Επανάστασης, ώστε να πραγματωθεί μια ανεμπόδιστη γραμμική πορεία του ανθρώπινου πνεύματος προς τη γνωστική πρόοδο και την ηθική τελείωση.
Η κατανοητική μέθοδος: Το αίτημα του Verstehen
Η εμφάνιση της ιστορικής επιστήμης ως αυτόνομης ακαδημαϊκής δραστηριότητας έγινε στα γερμανικά πανεπιστήμια του 18ου αιώνα, όταν η διηγηματική ανακατασκευή των ιστορικών εποχών συνδυάστηκε με κριτική έρευνα πηγών.
Η συνένωση ιστοριογραφίας και φιλολογικής κριτικής βοήθησε στη δημιουργία εδρών Ιστορίας αλλά και στη διαμόρφωση βοηθητικών επιστημών (Παλαιογραφία, Νομισματική, Διπλωματία).
Οι ιστορικοί του Gottingen (J.C.Gatterer, A.L. Schlozer) επεδίωξαν να συνδυάσουν την καθολική προσέγγιση των φιλοσόφων του Διαφωτισμού, με την αυστηρή μεθοδολογία φιλολόγων και νομικών.
Η ανθρώπινη ιστορία συλλαμβάνεται πλέον ως κάτι εντελώς διαφορετικό από τις φυσικές διαδικασίες. Η μοναδικότητα των ανθρώπινων δραστηριοτήτων αποκλείει γενικούς επιστημονικούς νόμους και απαιτεί μια μορφή κατανοητικής μεθοδολογίας.
Στους ιστορικούς του Γκέτινγκεν εμφανίζεται με σαφήνεια το μεθοδολογικό δίλημμα κάθε ιστορικής προσέγγισης: η αναγόρευση της Ιστορίας σε αυστηρή επιστήμη απαιτεί θεωρητικά σχήματα και συστηματική συλλογή εμπειρικού υλικού, ενώ συγχρόνως είναι απαραίτητη η βιωματική κατανόηση που δεν υποτάσσεται σε αυστηρούς μεθοδολογικούς κανόνες (Lamb, 2011; Zammito, 2009).
Προσπάθεια των ιστορικών της περιόδου ήταν να εξισορροπήσουν τις δύο αυτές τάσεις με την ενσωμάτωση της παραδοσιακής Πολιτικής Ιστορίας σε μια γενική κοινωνική και πολιτιστική επιστήμη (Kelley, 2003).
Κριτική εμβάθυνση πηγών για την αναπαράσταση ιστορικών εποχών πρόσφερε η σχολή του Βερολίνου με κύριο εκπρόσωπο τον L. Ranke. Η ιστορική επιστημονική γνώση είναι δυνατή όταν κατανοούμε τα κίνητρα και τις προθέσεις των ιστορικών φορέων, όπως εμφανίζονται στις ιστορικές πηγές. Έργο του ιστορικού είναι η βιωματική μετάθεση του ερευνητή στις εποχές του παρελθόντος με χρήση των πνευματικών κατηγοριών των εποχών αυτών (ιστορισμός).
Η επιστημονικότητα των ιστορικών σπουδών δέχτηκε στα τέλη του 19ου αιώνα σοβαρή αμφισβήτηση.
Σήμερα, υφίστανται δύο τάσεις: η πρώτη έχει ιδιογραφικό προσανατολισμό, επιχειρώντας μια αφηγηματική περιγραφή του κόσμου του παρελθόντος (στηριζόμενη σε εμβριθή ανάλυση πηγών).
Η δεύτερη επιχειρεί να προσεγγίσει τις αναλυτικές κοινωνικές επιστήμες εισάγοντας αυστηρότερα θεωρητικά σχήματα (θεωρίες μέσου πεδίου εφαρμογής), με στόχο την κατασκευή μιας ιστορικής κοινωνικής επιστήμης, βασισμένης σε μη καθολικούς, ενδεχομενικούς ιστορικούς νόμους ή τάσεις που εκφράζουν ένα συγκεκριμένο κοινωνικό πλαίσιο (σε αντίθεση με τον θετικισμό).
Η ιστορία ανθρωπιστικού τύπου με κατανοητικό και ιδιογραφικό προσανατολισμό, με κατεύθυνση στο μοναδικό και ανεπανάληπτο των πράξεων άλλων εποχών, διαθέτει ισχυρή νομιμοποίηση στον χώρο των κοινωνικών επιστημών (Gardner, 2011; Novák, 2010; Pellauer, 2003).
Η ιστορική επιστήμη αυτής της μορφής χρησιμοποιεί δύο μεθόδους, που έχουν εγγενή συνάφεια: αναλυτική έρευνα πηγών και ιστορική ερμηνεία. Σε στενή σχέση με την έρευνα πηγών βρίσκεται η ερμηνεία τους, δηλαδή η προσπάθεια ανεύρεσης του εγγενούς νοήματός τους.
Σημαντική θέση στην ιστορική επιστήμη έχουν και τα σύγχρονα ιστοριογραφικά ρεύματα, όπως για παράδειγμα Annales, Μαρξιστές, Μικροϊστορία, Ποσοτική Ιστορία (Müller, 2008; Iggers, 2005).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου